Το βιβλίο του Αναστάσιου Φέκα αποτελεί μια πολιτική ιστορία της Τουρκίας από την ίδρυση του τουρκικού κράτους μέχρι και την περίοδο που προηγήθηκε της ανόδου του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν. Εστία του αποτελεί η ανάπτυξη και η πορεία της εργατικής τάξης και του κομμουνιστικού κινήματος κατά τη διαδικασία εμπέδωσης του καπιταλισμού και του αστικού πολιτικού μοντερνισμού. Τμήμα αυτών των διεργασιών είναι ο παράγοντας Ισλάμ, η σχέση του με τον κεμαλισμό, η σταδιακή ενσωμάτωσή του στο πολιτικό σύστημα της Τουρκίας και η καθοριστική του συμβολή στο τσάκισμα του κομμουνιστικού κινήματος και της τουρκικής Αριστεράς από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα.
Από τις αρετές του βιβλίου ξεχωρίζει η συνοπτική –χωρίς να χάνεται ο ιστορικός ορίζοντας– παρουσίαση μιας οικονομικής και πολιτικής πορείας ενός αιώνα, γεμάτης από ταξικές συγκρούσεις, η στενή παρακολούθηση της κατάστασης της εργατικής τάξης σε όλο της το εύρος, και η προσπάθεια ερμηνείας των αδιεξόδων των ηγεσιών του κομμουνιστικού κινήματος. Σε αυτή τη βιβλιοκρισία, θα σταθούμε συγκεκριμένα σε αυτό που –όπως αποδείχτηκε– υπήρξε η μεγάλη παγίδα της τουρκικής Αριστεράς: στη σχέση μεταξύ κοσμικισμού και Ισλάμ, η οποία ήταν πολύ πιο περίπλοκη απ’ ό,τι πιστεύεται και η οποία, όπως καταδεικνύει και ο συγγραφέας, θα μετασχηματιζόταν προκειμένου να εξολοθρεύσει τον μεγαλύτερο πολιτικό αντίπαλο, το κομμουνιστικό κίνημα.
Εκκοσμίκευση και κοσμικισμός
Αρχικά, χρειάζεται να διασαφηνίσουμε τις εξής έννοιες: εκκοσμίκευση, κοσμικισμός, κοσμικότητα. Η εκκοσμίκευση (secularisation) είναι μια κοινωνιολογική διαδικασία κατά την οποία η θρησκεία χάνει τον έλεγχο επί του κράτους, της κοινωνίας, των αναπαραστάσεων. Για τον φιλόσοφο Τσαρλς Τέιλορ, στο έργο-σταθμός «Η κοσμική εποχή», η εκκοσμίκευση είναι μια διαδικασία πολύ πιο ευρεία και από αυτό, εξαιρετικά πολυσχιδής, καθώς καταστατική της συνθήκη είναι πως η πίστη στον Θεό ή στο θείο γίνεται μια ανθρώπινη δυνατότητα μεταξύ άλλων, αντί να είναι η σχεδόν αναπόφευκτη προεπιλεγμένη θέση. Ο κοσμικισμός είναι η πολιτική ιδεολογία που διακηρύττει τον διαχωρισμό της θρησκείας από το κράτος και τη δημόσια σφαίρα. Ο κοσμικισμός (secularism) είναι η θεμέλια αντίληψη της γαλλικής laïcité. Η Τουρκία, εν προκειμένω, είναι μοναδική περίπτωση στην Εγγύς και Μέση Ανατολή υιοθέτησης του κοσμικού κράτους ως επίσημης κρατικής ιδεολογίας, η οποία έλαβε χώρα επί Κεμάλ. Η κοσμικότητα (secularity) αφορά τη συνθήκη τού να είναι κανείς ή κάτι κοσμικό(ς), περιγράφει πτυχές της ζωής των ανθρώπων ή της κοινωνικής πραγματικότητας που δεν είναι θρησκευτικές – όρος περιγραφικός παρά ιδεολογικός.
Μια κρατική στρατηγική από τα πάνω
Μπορούμε να πούμε πως στην Τουρκία επιβλήθηκε ο κοσμικισμός ως μια κρατική στρατηγική από τα πάνω, με βασικό θιασώτη την εγχώρια αστική τάξη, δίχως αυτός να συμπλέει με μια ευρεία εκκοσμίκευση που συντελούνταν σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Ο κεμαλισμός θέλησε να τοποθετήσει το κράτος και την οικονομική του ανάπτυξη στη θέση του lā ilāha illā Allāh. Η Αριστερά, από την πρώτη στιγμή, βρήκε στον κεμαλισμό έναν σύμμαχο τόσο για τον πολιτισμικό μοντερνισμό της κοινωνίας, όσο και για την –αναγκαία σύμφωνα με τις ερμηνείες του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας– αστική επανάσταση που έπρεπε να συντελεσθεί στη χώρα ως προϋπόθεση του όποιου σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Ο Φέκας παρακολουθεί όλη την πορεία ανάπτυξης της σχέσης κεμαλισμού – Αριστεράς, επισημαίνοντας πως, παρά τα διαρκή αδιέξοδα και ματαιώσεις τις οποίες βίωνε το κομμουνιστικό κίνημα εξαιτίας της πρόσδεσής του στο άρμα του κεμαλισμού (όπως φυσικά και την άγρια καταστολή και τις διώξεις), αυτό αδυνατούσε να αλλάξει στρατηγική.[1] Το κεμαλικό πρόγραμμα «εκκοσμίκευσης» ωστόσο, αν και αποτελεσματικό από θεσμική άποψη (υλοποιήθηκαν όλες οι μεταρρυθμίσεις), απέτυχε να εκκοσμικεύσει τη λαϊκή ζωή, ιδίως στις αγροτικές περιοχές της Ανατολίας.
Μέσα από το ζήτημα της μαντήλας
Όσο ο κρατικός κοσμικισμός προχωρούσε, άλλο τόσο το λαϊκό Ισλάμ συνέχιζε μέσα από αντιλήψεις και πρακτικές πλατιών κοινωνικών στρωμάτων, και αυτές οι δύο πραγματικότητες δεν ήταν τόσο αντιπαραθετικές όσο εμφανίζονται. Σύμφωνα με την Ελισάμπετ Οζντάλγκα,[2] που μελέτησε τη σχέση κοσμικισμού και Ισλάμ στην Τουρκία μέσα από το ζήτημα της μαντήλας, «όταν ο κοσμικισμός έρχεται αντιμέτωπος με τον ισλαμισμό στη σύγχρονη Τουρκία, δεν πρόκειται για σύγκριση δύο θεμελιωδώς διαφορετικών κοινωνικών συστημάτων […]. Οι ισλαμιστές χρησιμοποιούν επιχειρήματα που παρέχει το σημερινό συνταγματικό, κοσμικό σύστημα για να επιτύχουν τα οφέλη που αναγνωρίζονται από το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Η όλη διαμάχη αφορά μόνο αντικρουόμενες ερμηνείες κανόνων που είναι ενσωματωμένοι σε ένα σύστημα γύρω από το οποίο επικρατεί συναίνεση […]. Αυτό που διακρίνεται στην υπεράσπιση της μαντήλας είναι μάλλον αξίες που σχετίζονται με την προσωπική και ηθική αξιοπρέπεια […] οι αγαπημένες αξίες συνδέονται περισσότερο με ζητήματα ατομικής ελευθερίας παρά με την αλλαγή του συστήματος. Στην Τουρκία, ο λαϊκός ισλαμισμός δεν αμφισβήτησε ποτέ σοβαρά το σύγχρονο πολιτικό σύστημα». Τα συμπεράσματα της Οζντάλγκα συμφωνούν με αυτά μελετητών που η εστίασή τους είναι ο χριστιανισμός στις μετα-εκκοσμικευμένες κοινωνίες. Συνομολογούν πως βρισκόμαστε σε μια περίοδο ιδιωτικοποίησης της θρησκείας, η οποία αφενός δεν περιλαμβάνει κανένα «τέλος της θρησκείας», αφετέρου δεν αναφέρεται στην εκδίωξη της θρησκείας στην ιδιωτική σφαίρα (ένα από τα προτάγματα του κοσμικισμού), αλλά στο ότι βιώνεται ανθρωπολογικά με διαφορετικό τρόπο. Δεν σχετίζεται με τις πολιτικές και κοινωνικές αντιλήψεις των ανθρώπων ή με το τι διεκδικούν από το κράτος.
Πώς το Ισλάμ ενσωματώθηκε στην κυρίαρχη πολιτική σκηνή
Το πολιτικό Ισλάμ κατάφερε να ενσωματωθεί στην κυρίαρχη πολιτική σκηνή της Τουρκίας. Ο Αναστάσιος Φέκας δείχνει πώς, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 και του 1960, ισλαμικές ομάδες εντάχθηκαν στα δεξιά κυβερνητικά κόμματα, το Δημοκρατικό Κόμμα υπό τον Μεντερές και το Κόμμα Δικαιοσύνης υπό τον Ντεμιρέλ. Αλλά και στη δεκαετία του 1970, το Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας (NSP), όπως και ο πολιτικός του απόγονος, το Κόμμα Πρόνοιας, σημείωναν πολιτικές επιτυχίες. Η ενσωμάτωση αυτή ήταν και η απόλυτη ήττα του κομμουνιστικού κινήματος και η πλήρης περιθωριοποίησή του. Η «τουρκο-ισλαμική σύνθεση» επί Ντεμιρέλ, η κρατική ιδεολογία που συνδύαζε τον εθνικισμό και το σουνιτικό ισλαμισμό, ήταν το τελευταίο καρφί στην Αριστερά.[3]
Δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί ένας Τούρκος της κεμαλικής περιόδου τη ζωή, σήμερα, της Τζαμαάτ Ισμαϊλάγα (İsmailağa Jamaah) στην περιοχή πέριξ του Φατίχ στην Κωνσταντινόπουλη, μιας κοινότητας ευθυγραμμισμένης με το Νάκσιμπεντί (Nakşibendi), τάγμα του σουνιτικού σουφισμού που τηρεί αυστηρά τις θρησκευτικές παραδόσεις και ζει σε γειτονιές όπου στα καφενεία βγαίνουν μόνο άνδρες, οι γυναίκες φοράνε τσαρσάφ (çarşaf) και οι δρόμοι είναι γεμάτοι με καταστήματα θρησκευτικών ειδών.
Η παγίδα της Αριστεράς
Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα τι θα μπορούσε να κάνει η τουρκική Αριστερά ώστε να αποφύγει την παγίδα στην οποία έπεσε, ωστόσο θα αποτολμήσουμε μια υπόθεση. Η προσπάθειά της να κατανοήσει το θρησκευτικό στοιχείο ως αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας πλατιών λαϊκών στρωμάτων, ειδικά των ανατολικών περιοχών, και η συνοδοιπορία της με αυτά στον αγώνα για το δικαίωμα θρησκευτικής ελευθερίας και έκφρασης, που τόσο βάναυσα καταπάτησε ο κοσμικισμός, θα μπορούσαν να την έχουν φέρει σε καλύτερες θέσεις και να της δώσουν τη δυνατότητα να παρεισφρήσει σε ένα πολιτικό σύστημα που ταλαντευόταν μεταξύ κοσμικισμού και πολιτικού ισλαμισμού.
Σήμερα, σε πολλές χώρες, η θρησκευτικότητα συνυπάρχει και διαπλέκεται με την κοσμικότητα. Σύμφωνα με τον Ρικ Τορφς,[4] οι κοσμικές κοινωνίες σήμερα έχουν ανοίξει περισσότερο προς τη θρησκεία από ό,τι αυτές της πρώτης περιόδου της εκκοσμίκευσης (και ναι, έτσι πράγματι λειτουργεί η εκκοσμίκευση όσο παράδοξο κι αν ακούγεται), και αυτό γιατί –ανάμεσα σε άλλους παράγοντες– έχουν ανοίξει περισσότερο στο πεδίο του συναισθήματος αλλά και σε αυτό του συμβολικού. Η επικράτεια του ορθολογικού έχει συρρικνωθεί στις μετα-εκκοσμικευμένες κοινωνίες.
Σημειώσεις:
[1] Αναστάσιος Φέκας, Ισλάμ και Κομμουνιστικό Κίνημα στην Τουρκία κατά τον 20ο αιώνα, Αθήνα: ΕΝΤΟΣ, 2019, σσ. 77-81.
[2] Elisabeth Özdalga, The Veiling Issue, Official Secularism and Popular Islam in Modern Turkey, Λονδίνο: Routledge, 1998, σσ. 89-90.
[3] Αναστάσιος Φέκας, ό.π., σσ. 178-179.
[4] Από τη διάλεξη του Ρικ Τορφς, ομότιμου καθηγητή Κανονικού Δικαίου στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Λέβεν, στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Θρησκείας τον Ιούλιο του 2025.
Αγγελίνα Γιαννοπούλου
Η ΕΠΟΧΗ