Συνεντεύξεις

Αναστασία Τσουκαλά: Αντισυνταγματικότητας το ανάγνωσμα πρόσχωμεν

Συνέντευξη στον Κώστα Παπαντωνίου

Τη διαπίστωση ότι το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις «όχι μόνο αντιγράφει ουσιαστικά χουντικές διατάξεις, αλλά σε πολλά σημεία τις υπερβαίνει», μεταφέρει η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Παρίσι, Αναστασία Τσουκαλά.

Κατά τη διάρκεια μιας πολύωρης και ζωντανής κουβέντας, η έγκριτη νομικός, ανέδειξε το πλήθος αντιφάσεων που χαρακτηρίζουν την κυβερνητική επιδίωξη να περιορίσει τις κινητοποιήσεις εναντίον της και εξήγησε γιατί βασικές διατάξεις του ν/σ είναι αντισυνταγματικές και μη εφαρμόσιμες.

«Αδυνατώ να αντιληφθώ πώς, σχετικά με την τήρηση της δημόσιας τάξης, ο νομοθέτης εξομοιώνει αυθαίρετα τον οργανωτή με τον ειδικά εκπαιδευμένο ένστολο, ο οποίος πληρώνεται από τους φορολογούμενους πολίτες προκειμένου να αναλάβει αυτήν ακριβώς την επικίνδυνη αποστολή», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Διαβάζοντας πίσω από τις γραμμές, η Αναστασία Τσουκαλά μοιράστηκε την εκτίμηση ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία και να δώσει τη χαριστική βολή στα κινήματα, τα οποία προέρχονται από μια μακρά περίοδο κάμψης. Αυτό επιδιώκει να το πετύχει «χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα τον περιορισμό των μικρών διαδηλώσεων» με σκοπό να προβεί «σε μια πολυεπίπεδη αποδυνάμωση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι.»

Από την άλλη, όπως υπογράμμισε στον προσωπικό της λογαριασμό πριν λίγες ημέρες, πρόκειται για μία ανόητη κίνηση εκ μέρους της κυβέρνησης καθώς «πάνε χρόνια που, για πολλούς και διάφορους λόγους, η πολιτική διαμαρτυρία δεν εκφράζεται στο δρόμο αλλά στα πληκτρολόγια». Και γι’ αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι «επί ένα χρόνο, η τωρινή κυβέρνηση κωφεύει στα όποια αιτήματα διατυπώνονται στο δρόμο, αλλά λαμβάνει συχνά υπόψη της τις επικριτικές ή χλευαστικές αντιδράσεις των πολιτών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.»

Γιατί ενώ μία κυβέρνηση που εμφανίζεται να είναι απόλυτα κυρίαρχη στο πολιτικό σκηνικό, προβάλλοντας τη δημοσκοπική της διαφορά, προχωρά σε ένα τόσο επιθετικό νομοσχέδιο; Γιατί αν δεν έχει αντίπαλο, όπως ισχυρίζεται, επιχειρεί να επιβάλλει ένα σχέδιο που φαίνεται ότι θέλει να περιορίσει στο μέγιστο που μπορεί την κοινωνική αντίδραση; Υπάρχει η κυβερνητική εκτίμηση ότι ο κόσμος θα αρχίσει να νιώθει στο πετσί του τις συνέπειες από την μέχρι τώρα πολιτική ή να φοβόμαστε πως βρίσκονται καθ’ οδόν νέα μέτρα που θα δυσκολέψουν ακόμη περισσότερο την πλειοψηφία της κοινωνίας;

Το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας ευρύτερης τάσης απομείωσης των πολιτών, η οποία έχει οικονομικές και πολιτικές ρίζες. Ο πολίτης συρρικνώνεται σε καταναλωτή, με την εμπορική έννοια του όρου, και σε σκιώδες υποκείμενο δικαιωμάτων που καλείται να δράσει «πολιτισμένα» εντός ενός εξευγενισμένου αστικού χώρου. Η επιφανειακή και ταυτόχρονα αποϋλωμένη αντίληψη της χρήσης του δημόσιου χώρου, που υποκρύπτει την απαξίωση των αληθινών αναγκών των δημοτών/πολιτών, προβάλλεται καθαρά μέσα από το εγχείρημα του Μεγάλου Περίπατου και υποτείνει τον επιδιωκόμενο περιορισμό των διαδηλώσεων που, ελλείψει «καθωσπρεπεισμού», δεν αρμόζουν πλέον στο υπό σχηματισμό νέο αστικό πεδίο.

Η επίτευξη αυτής της διττής συρρίκνωσης του πολίτη θεωρείται εφικτή επειδή επέρχεται σε μια περίοδο κάμψης των κοινωνικών κινημάτων. Η ευρύτατη επισφάλεια της μνημονιακής εποχής, η ματαίωση του όποιου οράματος αριστερής διακυβέρνησης και η τωρινή αβεβαιότητα και κλιμακούμενη επισφάλεια λόγω της πανδημίας έχουν επιδράσει διαλυτικά στη δυναμική και τη συνοχή των κοινωνικών κινημάτων. Συνεπώς, η κυβέρνηση κρίνει ότι η ιστορική συγκυρία είναι ευνοϊκή για την υλοποίηση του διαχρονικού στόχου της Δεξιάς να καθυποτάξει και να απογυμνώσει οριστικά τις λαϊκές αντιστάσεις. Χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα τον περιορισμό των μικρών διαδηλώσεων, προβαίνει σε μια πολυεπίπεδη αποδυνάμωση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι.

Από τα κόμματα της αριστεράς υπογραμμίζεται ότι η κυβέρνηση επί της ουσίας αντιγράφει τις χουντικές διατάξεις της νομοθεσίας του 1971. Εντοπίζετε βάση σε αυτό το επιχείρημα; Ποιες είναι οι διατάξεις που σας προβληματίζουν περισσότερο; Διαπιστώνετε να υπάρχουν νομικά κενά και αντιφάσεις, που δεν θα επέτρεπαν έτσι κι αλλιώς την εφαρμογή του νομοσχεδίου με βάση το ισχύον Σύνταγμα;

Όχι μόνο αντιγράφει ουσιαστικά χουντικές διατάξεις που, ειρήσθω εν παρόδω, καμία κυβέρνηση της μεταπολίτευσης δεν είχε το πολιτικό θάρρος να καταργήσει, αλλά σε πολλά σημεία τις υπερβαίνει. Είναι  πιο αντιδημοκρατικό ακόμα και από τη χουντική νομοθεσία. Παρουσιάζει τόσα προβλήματα νομιμότητας και συνταγματικότητας που είναι αδύνατον να απαριθμηθούν, πολλώ μάλλον να αναλυθούν εδώ. Θα επικεντρωθώ σε ορισμένα μόνο σημεία τονίζοντας εξ αρχής ότι οι προϋποθέσεις που θέτει ο συντάκτης του νομοσχεδίου για να θεωρηθεί νόμιμη μια διαδήλωση (ορισμός οργανωτή, γνωστοποίηση στις αρχές, κλπ.) αντίκεινται στο Σύνταγμα, που προβλέπει περιορισμό του δικαιώματος του συνέρχεσθαι μόνο για λόγους δημόσιας ασφάλειας ή διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής σε τοπικό επίπεδο.

Πρώτα απ’ όλα, το νομοσχέδιο, που υποτίθεται ότι σκόπευε να περιορίσει τις μικρές διαδηλώσεις, αποφεύγει να ορίσει τη μικρή διαδήλωση, αφήνοντας έτσι τεράστιο περιθώριο στη διακριτική ευχέρεια/αυθαιρεσία της αστυνομίας με ό,τι αυτό εύλογα συνεπάγεται για τους διαδηλωτές.

Το νομοσχέδιο προβλέπει περαιτέρω ότι ο οργανωτής της διαδήλωσης καθίσταται αστικά υπεύθυνος για πράξεις τρίτων (α. 13§4) και, κατ’ επέκταση, υπόχρεος αποζημίωσης “όσων υπέστησαν βλάβη της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ιδιοκτησίας” από συμμετέχοντες στη διαδήλωση, εκτός αν αποδείξει ότι είχε λάβει όλα τα πρέποντα μέτρα για να αποτραπούν τυχόν βλάβες. Δεδομένου ότι, μέχρι τώρα, η υποχρέωση αποζημίωσης βαρύνει το Δημόσιο, η ρύθμιση αυτή εγείρει ερωτήματα ως προς την προτεινόμενη σχέση μεταξύ αστικής και διοικητικής ευθύνης. Τι ακριβώς εννοεί ο συντάκτης του νομοσχεδίου; Ότι οι δύο ευθύνες θα υπάρχουν εφεξής σωρευτικά και όποιος έχει υποστεί σωματική βλάβη ή υλική ζημιά θα μπορεί να στραφεί εναντίον του Δημοσίου ή του οργανωτή; Στην περίπτωση αυτή, καθώς αδυνατώ να συλλάβω ποιος θα επέλεγε να αποζημιωθεί από τον οργανωτή, εκτός αν πρόκειται για άτομο εγνωσμένου πλούτου, τι λόγο ύπαρξης έχει η θέσπιση της αστικής ευθύνης; Δεν θα ήθελα βέβαια να υποθέσω ότι ο νομοθέτης ελπίζει πως, παρόλα αυτά, θα επιλεγεί ο οργανωτής προκειμένου να εξοντωθεί οικονομικά και αυτό να λειτουργήσει αποτρεπτικά για όλους τους επίδοξους οργανωτές μελλοντικών διαδηλώσεων διότι αυτό θα συνιστούσε έμμεση παραβίαση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι. Ούτε θα ήθελα να υποθέσω ότι ο νομοθέτης ελπίζει πως η προοπτική αυτής της ευθύνης θα αποτρέψει τους πολίτες να οργανώσουν διαδηλώσεις διότι αυτό θα αποτελούσε επίσης έμμεση παραβίαση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι.

Επιπλέον, αδυνατώ να αντιληφθώ πώς, σχετικά με την τήρηση της δημόσιας τάξης, ο νομοθέτης εξομοιώνει αυθαίρετα τον οργανωτή με τον ειδικά εκπαιδευμένο ένστολο, ο οποίος πληρώνεται από τους φορολογούμενους πολίτες προκειμένου να αναλάβει αυτήν ακριβώς την επικίνδυνη αποστολή. Εφόσον θεωρούνται συνυπεύθυνοι, θεωρούνται ισότιμοι προστάτες της δημόσιας τάξης παρά τις αβυσσαλέες συνταγματικές, νομικές και επιχειρησιακές τους διαφορές. Πρόκειται περί άδηλης εκχώρησης μέρους της κυριαρχίας του κράτους στην κοινωνία των πολιτών; Στην περίπτωση αυτή, η αστυνομία αναλαμβάνει επικουρικό ρόλο για την προστασία της δημόσιας τάξης; Εάν ναι, πώς νομιμοποιείται η αποστολή της και, κατ’ επέκταση, η μισθοδοσία του προσωπικού της; Εάν θεσπιστεί αυτός ο νέος συσχετισμός δυνάμεων ως προς την προστασία της δημόσιας τάξης, μπορούμε να υποθέσουμε ότι σε βάθος χρόνου θα χρησιμοποιηθεί ως νομικό έρεισμα για τη δημιουργία πολιτοφυλακών;

Εάν, αντιθέτως, ο νομοθέτης εννοεί ότι το Δημόσιο απεκδύεται της ευθύνης του για πράξεις ή παραλείψεις των εκπροσώπων του, και μετακυλίει την ευθύνη στον οργανωτή, η ρύθμιση εγείρει πολλαπλά ζητήματα νομικής και πολιτειακής τάξης. Στο βαθμό που οι ένστολοι πληρώνονται από τους φορολογούμενους πολίτες προκειμένου να εκτελέσουν μια συγκεκριμένη αποστολή, δεν νοείται απέκδυση ευθύνης σε περίπτωση πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων τους. Πέραν αυτού, η τυχόν επίκληση ανευθυνότητας της αστυνομίας θα ήταν προσβλητική προς τον πολίτη που θα έχει μεν υποστεί σωματική βλάβη ή υλική ζημιά αλλά θα καλείται να αποζημιωθεί αποκλειστικά από έναν ενδεχομένως αντικειμενικά αφερέγγυο οργανωτή διαδήλωσης.

Σε άλλες χώρες της Ευρώπης έχουν εφαρμοστεί κατά καιρούς ορισμένα μοντέλα συνεργασίας μεταξύ διαδηλωτών και αρχών, ώστε με αυτό τον τρόπο να αποφευχθεί η βία μεταξύ των δύο πλευρών. Σε κάποιες περιπτώσεις και για ορισμένα διαστήματα, αυτό φάνηκε να έχει ένα αποτέλεσμα, σε ό,τι αφορά τη διατήρηση της ειρήνης στον δρόμο. Το παρόν νομοσχέδιο έχει τέτοια χαρακτηριστικά και (ειλικρινή) στόχευση; Θα μπορούσε να έχει παρόμοια αποτελέσματα;

Όντως το νομοσχέδιο εμπνέεται από ξένες νομοθεσίες, η εφαρμογή των οποίων επέφερε σε βάθος χρόνου αποκλιμάκωση της βίας στις διαδηλώσεις. Αλλά οι διατάξεις ενός νομοσχεδίου δεν αναλύονται μεμονωμένα, αποκτούν νόημα όταν προβαίνουμε σε μια σφαιρική ανάγνωση όλου του κειμένου, το οποίο, εν προκειμένω, προάγει μια θεμελιωδώς διαφορετική φιλοσοφία από ό,τι τα ξένα μοντέλα αστυνόμευσης των διαδηλώσεων. Το νομοσχέδιο προβλέπει την ύπαρξη αστυνομικού διαμεσολαβητή (α. 5) με τον οποίον είναι υποχρεωμένος να συνεργαστεί ο οργανωτής της διαδήλωσης (α. 4) προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση της δημόσιας τάξης. Εκ πρώτης όψεως, η συνεργασία αυτή νομιμοποιείται στο όνομα της διαφύλαξης ενός έννομου αγαθού, της δημόσιας τάξης. Ωστόσο, η συνδυαστική ανάγνωση των δύο άρθρων δηλώνει σαφώς ότι, κατά τον νομοθέτη, η διασάλευση της δημόσιας τάξης δύναται να προέλθει αποκλειστικά από πράξεις ή παραλείψεις των πολιτών. Παραγνωρίζεται εντελώς το γεγονός ότι, πάρα πολλές φορές στο παρελθόν, η δημόσια τάξη έχει διασαλευθεί από αδικήματα που διαπράττουν οι ένστολοι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι οποίοι παραμένουν συνήθως ατιμώρητοι επειδή, καθώς αρνούνται να φέρουν διακριτικά, προστατεύονται από την τυπική ανωνυμία τους. Σας υπενθυμίζω ότι, όταν πρόσφατα ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη ζήτησε από τους ένστολους να συμμορφωθούν με τον νόμο και να φέρουν διακριτικά, προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση ορισμένων συνδικαλιστών της ΕΛ.ΑΣ που, κοροϊδεύοντας δημόσια και αυτόν και όλους τους πολίτες, ισχυρίστηκαν ότι τα τελευταία δέκα χρόνια φέρουν όλοι ανελλιπώς διακριτικά. Εάν ο νομοθέτης ενδιαφέρεται πραγματικά για την τήρηση της δημόσιας τάξης, θα πρέπει να βρει το θάρρος να επιβάλει τον νόμο σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη σε μια διαδήλωση. Οφείλει να υποχρεώσει τον αστυνομικό διαμεσολαβητή να απομακρύνει άμεσα από τον χώρο διεξαγωγής της διαδήλωσης όλους τους ένστολους που δεν φέρουν ευδιάκριτα διακριτικά, είτε αυτοβούλως είτε κατόπιν υποδείξεως του οργανωτή της διαδήλωσης, και να προβλέψει κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης της σχετικής υποχρέωσης του αστυνομικού διαμεσολαβητή. Αυτό θα συνιστούσε ισότιμη συνεργασία αστυνομίας-πολιτών για τη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης και όχι υποταγή των πολιτών στη διαχρονικά ατιμώρητη αστυνομική βία και αυθαιρεσία.

Ακόμη κι έτσι, θα ήταν δύσκολο πάντως να φανταστεί κανείς ότι σχήματα από τον αριστερό και ελευθεριακό χώρο, θα έφταναν ποτέ στο σημείο να συμπληρώνουν κουτάκια για να κατέβουν στον δρόμο. Επιπλέον δεν δημιουργείται ζήτημα με τις αυθόρμητες κινητοποιήσεις; Θα μπορούμε να έχουμε ξανά «Αγανακτισμένους» στις πλατείες; Πόσο δημοκρατικό είναι να θέλει μία κυβέρνηση να ορίσει τον τρόπο αντίδρασης της κοινωνίας, να της ορίσει πώς θα διαδηλώσει;

Όπως είπα στην αρχή, το Σύνταγμα προβλέπει περιορισμό του δικαιώματος του συνέρχεσθαι μόνο για λόγους δημόσιας ασφάλειας ή διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής. Συνεπώς, οι διατάξεις περί αδειοδότησης της διαδήλωσης, περί διάλυσης διαδήλωσης που πραγματοποιείται χωρίς να έχει γνωστοποιηθεί (α. 9δ) και περί ποινικοποίησης της συμμετοχής σε μη αδειοδοτημένη διαδήλωση (α. 13§1) είναι τόσο εμφανώς αντισυνταγματικές που θεωρώ ότι περιττεύει οποιοσδήποτε περαιτέρω σχολιασμός τους.

Εξίσου αντισυνταγματικές είναι και πολλές επιμέρους πτυχές αυτών των διατάξεων. Αναφέρω ενδεικτικά ότι η υποχρέωση του οργανωτή της διαδήλωσης να μεριμνήσει για την περιφρούρησή της (α. 4γ) δεν θέτει ίσως ιδιαίτερο πρόβλημα σε συνδικάτα ή πολιτικές παρατάξεις και συλλογικότητες, που έχουν εξοικειωθεί εδώ και χρόνια με αυτή την πρακτική, αλλά συνιστά δυσχερές καθήκον για οργανωτές διαδηλώσεων απλών εργαζόμενων ή ευαίσθητων κατηγοριών πολιτών (συνταξιούχοι, ΑμΕΑ κ.ά.) που δεν έχουν έως τώρα υιοθετήσει παρεμφερείς πρακτικές. Σε συνδυασμό με τη θέσπιση αστικής ευθύνης του οργανωτή διαδήλωσης, η ανάδειξη της αποτελεσματικής περιφρούρησης σε προϋπόθεση για την αδειοδότηση της διαδήλωσης θα αποτρέψει πολλούς πολίτες από το να οργανώσουν ή να συμμετέχουν σε διαδήλωση, παραβιάζοντας και πάλι έμμεσα το δικαίωμα του συνέρχεσθαι.

Ποιες ακόμη διατάξεις βρίσκετε προβληματικές; Έχουν δίκιο όσοι ζητούν την πλήρη και οριστική απόσυρσή του νομοσχεδίου;

Ιδιαίτερα προβληματική είναι και η ρύθμιση του α. 7§4 που επιτρέπει στην αστυνομία να απαγορεύσει ή να επιβάλει περιορισμούς σε μια διαδήλωση λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τον εκτιμώμενο αριθμό συμμετεχόντων. Με πρόσχημα τον περιορισμό των μικρών διαδηλώσεων, ο νομοθέτης παραβιάζει κατάφωρα το Σύνταγμα επιτρέποντας στην αστυνομία να απαγορεύσει ογκώδεις διαδηλώσεις αν κρίνει ή ισχυρίζεται ότι αδυνατεί να τις ελέγξει.

Δεν ξέρω τι είναι πιο θλιβερό και πολιτειακά επικίνδυνο. Το ότι ο λαός ψήφισε μια κυβέρνηση που τολμά να καταθέσει στη Βουλή ένα νομικό έκτρωμα, επιτομή αντιδημοκρατικής αντίληψης της διακυβέρνησης της χώρας; Το ότι τα ΜΜΕ έχουν επιδοθεί σε μια χορωδιακή εξύμνηση των αρετών του νομικού αίσχους; Ή το ότι ο επιχειρούμενος ευτελισμός του Συντάγματος υποστηρίζεται ευθαρσώς από έναν άνθρωπο που στα νιάτα μου θαύμαζα ως καθηγητή Συνταγματικού δικαίου στη Νομική Σχολή; Το μόνο που ξέρω είναι ότι το μεθύσι της εξουσίας είναι ο χείριστος σύμβουλος για τους όποιους κυβερνώντες, πρόξενος κακών μόνο μπορεί να είναι.

Πηγή: 3point magazine