Οφέλη για την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ, που πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη στα δικά τους μέτρα
Εκλογές; Νέα Δημοκρατία και Δημοκρατική Συμπαράταξη —όχι το Κίνημα Αλλαγής— έθεσαν θέμα προσφυγής στις κάλπες. Αντίθετα, όμως, από τη γνωστή ρήση ότι «ενίοτε γίνεται αποδεκτό» το αίτημα και τότε αποκαλύπτεται ότι ο αιτών δεν τα μέτρησε καλά, αυτή τη φορά η κυβέρνηση απάντησε ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της θητείας, μάλιστα τον Οκτώβρη του 2019.
Ο τρόπος που το έθεσε ο κ. Μητσοτάκης —παρά το ότι έχει αυτοϋπονομευθεί, διότι ζητά εκλογές τρία χρόνια τώρα—, να γίνουν εκλογές αμέσως μετά τη συμφωνία για το τέλος του προγράμματος, έχει μια βάση για ένα κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ας κρίνει ο λαός, υποστήριξε, πόσο καθαρή θα είναι η έξοδος. Βέβαια, στη συνέχεια βυθίστηκε στη γνωστή του επιθετική-λαϊκιστική ρητορική: «Ο κ. Τσίπρας είναι ένας πρωθυπουργός σε αποδρομή, είναι ήδη παρελθόν, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να διχάζει και να πολώνει. Έχει κάνει κυβερνητική γλώσσα τη χειρότερη μορφή αυριανισμού…», υποστήριξε.
Η κ. Φ. Γεννηματά ήθελε προφανώς να υπερκεράσει σε «αποφασιστικότητα» τον κ. Μητσοτάκη και ζήτησε εκλογές άμεσα, πριν την υπογραφή συμφωνίας για το τέλος του προγράμματος. Κανείς δεν κατάλαβε γιατί έσπευσε, διότι ως επιλογή δεν έχει καμία λογική, κυρίως κάτι υπέρ του κόμματός της που δεν φαίνεται και να εμπνέει τον κόσμο του κέντρου. Επιπλέον, ήταν μια απόφαση που πάρθηκε ερήμην τόσο του Ποταμιού όσο και της ΔΗΜΑΡ, επιδεινώνοντας έτσι περισσότερο το κλίμα στο εσωτερικό του Κινήματος Αλλαγής.
Η απάντηση της κυβέρνησης, και πιο συγκεκριμένα του ΣΥΡΙΖΑ, ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της θητείας, μάλιστα τον Οκτώβριο για να δοθεί η ανάλογη έμφαση, συνδέεται κυρίως με την άποψη ότι μετά το τέλος του προγράμματος το κλίμα θα είναι ευνοϊκότερο για να αποδώσουν τα μέτρα που έχει πάρει ως τώρα η κυβέρνηση και όσα νέα πάρει. Αυτό που χρειάζεται είναι χρόνος, ο οποίος αντίθετα εργάζεται σε βάρος της ΝΔ για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι η ΝΔ θα αγωνίζεται στις εκλογές με το μειονέκτημα ότι τέσσερα περίπου χρόνια τις ζητούσε, αλλά δεν το πέτυχε, ότι έπεσε έξω στις εκτιμήσεις της για την αντοχή της κυβέρνησης.
Στον ευνοϊκότερο χρόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ
Ο άλλος, πιο σπουδαίος προφανώς, είναι ότι στο διάστημα αυτό η ΝΔ θα είναι αφενός υποχρεωμένη να διατυπώσει το πρόγραμμά της, αφετέρου με βάση την ως τώρα τακτική της να μην ψηφίζει νομοθετήματα της κυβέρνησης, θα είναι εκτεθειμένη σε διάφορα κοινωνικά στρώματα. Αυτό σημαίνει ότι θα παίρνει σαφές περιεχόμενο η αντιπαράθεση μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, πράγμα που θα θίγει τη ΝΔ, ενώ συγχρόνως θα δίνει το περιθώριο στον ΣΥΡΙΖΑ να αμβλύνει την αρνητική επίπτωση μέτρων που υποχρεώθηκε να πάρει η κυβέρνηση, ιδίως τα τρία πρώτα χρόνια.
Επικουρικά, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι οι μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις, παρά τη μεγάλη διαφορά υπέρ της ΝΔ, εντούτοις δημιουργούν πονοκεφάλους στην αξιωματική αντιπολίτευση, διότι χάνει ελαφρά έδαφος, αντί να κερδίζει, αντίθετα από ό,τι ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι λογικό να αναμένει κανείς ότι μετά το τέλος του προγράμματος, ακόμη και με τις προβληματικές πλευρές που θα έχει, θα είναι μια νέα κατάσταση για τη χώρα και αυτό θα πιστωθεί στην κυβέρνηση και ασφαλώς θα φανεί στις δημοσκοπήσεις, όπως συνέβη και με το τέλος της δεύτερης αξιολόγησης, παρά τα πρόσθετα μέτρα που υποχρεώθηκε να δεχθεί η κυβέρνηση.
Η ΝΔ —επικουρούμενη και από το Κίνημα Αλλαγής— επιλέγει καιρό τώρα μια οξεία πολεμική στην κυβέρνηση και επιδίδεται σε μια άκρατη καταστροφολογία. Εν μέρει αυτό είναι επιλογή, λόγω αντίληψης, αλλά εν μέρει είναι και τακτική για λόγους εσωκομματικών ισορροπιών που συχνά καταδυναστεύουν και τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη. Είναι γνωστό ότι αυτή η τακτική, της άκρατης έντασης, δεν καλύπτει ολόκληρη τη συντηρητική παράταξη, ούτε αποδίδει. Ωστόσο, δεν μπορεί πλέον να την αλλάξει η ΝΔ, διότι θα φανεί ως ήττα. Η ένταση, λοιπόν, θα είναι οδηγός της ως τις εκλογές και ιδίως τότε.
Χωρίς εμπιστοσύνη
Δεν φαίνεται, ωστόσο, να αποφεύγει την ένταση και η κυβέρνηση, με το Μαξίμου να προκαταλαμβάνει και το κόμμα, τον ΣΥΡΙΖΑ. Η αφετηρία είναι προφανώς η άκρατη πολεμική της ΝΔ ως ανάλογη απάντηση. Αλλά αυτό έχει σαν παρενέργεια τη δυσκολία να λειτουργήσουν οι πρωτοβουλίες, τα μέτρα, οι προτάσεις της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ σε ήρεμο κλίμα και να μεγιστοποιηθεί η επενέργειά τους στην κοινωνία.
Έχουμε σημειώσει και άλλοτε από αυτή τη στήλη ότι η κυβέρνηση συχνά δρα σαν να μην εμπιστεύεται αρκετά την αξία των –δικών της– μέτρων που ψηφίζει στη Βουλή. Ότι θεωρεί ότι υπάρχει ένα κομμάτι απομακρυσμένων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ που έλκεται από την οξεία αντιπαράθεση με τη ΝΔ. Ασφαλώς υπάρχει, όμως δεν είναι μεγάλο και εν πάσει περιπτώσει η κυβέρνηση οφείλει να προστατεύει την εικόνα της.
Το τελευταίο συμβάν με το νόμο της Θεανώς Φωτία για την υιοθεσία και την αναδοχή είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η τοποθέτηση του κ. Ευ. Βενιζέλου για την αναδοχή, όπως μετά και της κας Μπακογιάννη δείχνουν ακριβώς ότι τα ρήγματα στην αντιπολίτευση, όταν ακολουθεί στείρα τακτική, τα προκαλεί η ουσία των προτάσεων και η συγκροτημένη επιχειρηματολογία.
Η στείρα στάση έναντι του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, γενικότερα, προκαλεί βαθύτερες ακόμα διαφοροποιήσεις στον ευαίσθητο και ανομοιογενή χώρο της κεντροαριστεράς. Η αρθρογραφία των τελευταίων εβδομάδων, οι αντιπαραθέσεις είναι πολύ χαρακτηριστικές για το τι στάση θα πρέπει να τηρηθεί έναντι της κυβέρνησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μία πραγματικότητα που όλο και περισσότερο δεν θα μπορεί να ευνοηθεί το επόμενο διάστημα. Αυτή είναι και η ποινή της στείρας και ανιστόρητης γραμμής «η αριστερά στη γωνία».
Δοκιμές στη δοκιμαζόμενη Λέσβο;
Οταν μιλάμε για την Λέσβο σε σχέση με τους πρόσφυγες-μετανάστες, η λέξη που έρχεται αμέσως στο νου σου είναι η τραγωδία. Το νησί που με την αλληλεγγύη που επέδειξαν οι κάτοικοί του, μαζικά, όταν κατέφθαναν καραβιές προσφύγων, έγινε σύμβολο διεθνώς και συνέβαλε σε ένα θετικό πρόσωπο για την Ελλάδα, τώρα δοκιμάζεται τραγικά και οι κάτοικοι του αναζητούν, εν μέσω αντιφάσεων, τον τρόπο που θα ανταπεξέλθουν σε ένα δυσβάσταχτο πρόβλημα. Ανοιχτοί, ταυτόχρονα, σε πολιτικούς σχεδιασμούς, κάποιοι εκ των οποίων με εγκληματικούς στόχους.
Ο πρωθυπουργός, ασφαλώς, γνώριζε τι ζει το νησί και ο πληθυσμός του, πόσο υποφέρει και αυτό έφτασε στο περιεχόμενο της ομιλίας του χωρίς φτιασίδια. Και προσπάθησε να εξοικονομήσει μέτρα ανακούφισης, αλλά ταυτόχρονα αποκάλυπτε και την αδυναμία του, λόγω των περιορισμών που υπάρχουν, να είναι και ουσιαστικά, αποτελεσματικά. Και είχε δίκιο όταν απευθύνθηκε σε όσους οργάνωσαν, δίκαια και επιβεβλημένα, τη συγκέντρωση έξω από την αίθουσα του συνεδρίου και τους κάλεσε να μπούνε μέσα να πούνε τις απόψεις και να καταθέσουν τις προτάσεις τους.
Τρία – τέσσερα σημεία πρέπει να τονιστούν με αυτή την ευκαιρία, που τις συνέπειες τους θα παρακολουθούμε και το επόμενο, μακρύ, διάστημα. Πρώτον, ότι η συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας, όσο περνάει ο χρόνος, όλο και περισσότερο αποδεικνύεται –αυτό είχε ειπωθεί έγκαιρα από πολλές οργανώσεις– ότι δεν καταδικάζει μόνο τους πρόσφυγες, αλλά και τα νησιά, μετατρέποντάς τα σε φυλακές κυνηγημένων ανθρώπων. Η χώρα είναι υπό εκβιασμό και θέλει πολύ σκέψη για να εντοπιστεί το πρόβλημα αυτό, δύσκολο, καθώς εμπλέκεται και με γεωπολιτικές πτυχές, το οποίο θα έχει διάρκεια.
Δεύτερον, με αφετηρία των παραδοχών του πρωθυπουργού για λάθη και παραλήψεις που έχουν γίνει, η κυβέρνηση οφείλει ταυτόχρονα να απομακρυνθεί από την πρακτική του προηγούμενου υπουργού. Ο Γ. Μουζάλας εφάρμοσε τη συμφωνία ΕΕ–Τουρκίας με το πιο αυστηρό πνεύμα και με την αντίληψη που γινόταν και αποδοχή ότι εφόσον έχουμε πρόσφυγες και στρατόπεδα, θα έχουμε και διάφορα ανεπιθύμητα φαινόμενα. Τα οποία, εν τέλει, άφηνε να εξελίσσονται, διαμορφώνοντας τραγικές συνθήκες ζωής ως μέτρο και αποθάρρυνσης των ροών. Αυτό τον οδήγησε ταυτόχρονα και στην παράκαμψη και πλήρη απαξίωση των εθελοντών και κατά συνέπεια των ανθρώπων και του ΣΥΡΙΖΑ που από την πρώτη στιγμή έδιναν τη μάχη μαζί με πολλούς άλλους, του ρόλου τελικά του κόμματος. Αυτό πρέπει να αλλάξει γρήγορα και στα νησιά και στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Τρίτον, η ΝΔ σπεύδει και αξιοποιεί πλήρως την όλη δύσκολη κατάσταση εν μέσω άφθαστου λαϊκισμού. Ως τώρα κράτησε μια κάπως προσεκτική στάση με ήπια ρητορική, όχι ρατσιστική. Στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας της Πέμπτης έπαιξε κεντρικό ρόλο –ο «Ριζοσπάστης» ήταν αμήχανος την Παρασκευή, με φωτογραφίες πολύ μαζεμένες– έριξε τα συνθήματα της αλλά δεν έκανε το μεγάλο βήμα της κατά μέτωπο επίθεσης, με αντιμεταναστευτική ρητορική. Ωστόσο, μπορεί να θεωρηθεί η συγκέντρωση της Λέσβου και ως πρόγευση και πείραμα για το κλίμα πριν τις εκλογές, όταν θα γίνουν, με κίνδυνο να χρησιμοποιηθούν παραπλήσια συνθήματα με αυτά που επικράτησαν στις άλλες χώρες της Ευρώπης. Αυτό θα ήταν πολύ επικίνδυνο.
Τέταρτον, η ακροδεξιά βρήκε την ευκαιρία να δράσει και τώρα, εμπλουτίζοντας τα μελλοντικά της σχέδια, ενδεχομένως. Οι συλλήψεις την Παρασκευή ακροδεξιών είναι απαραίτητες, αλλά όπως πάντα ανεπαρκείς. Η κοινωνία, οι πολιτικές δυνάμεις πρέπει να δράσουν από κοινού σε ένα ευρύ αντιφασιστικό μέτωπο, που θα προστατεύει πρώτα απ΄ όλα τους πρόσφυγες-μετανάστες. Η ΝΔ έχει τεράστια ευθύνη, γιατί δεν μέτρησε πόσο σημαντικό είναι ότι η παρέμβασή της ακολουθεί μετά τα ακροδεξιά πογκρόμ κατά των προσφύγων στη Λέσβο, που γενικεύθηκαν και την Πέμπτη το βράδυ.
Παύλος Κλαυδιανός
Πηγή: Η Εποχή