Macro

Αν Πέτιφορ: Γιατί οι κυβερνήσεις είναι ανίσχυρες;

Στις 9 Οκτωβρίου παρουσιάσαμε στις «Ιδέες» άρθρο της βρετανίδας οικονομολόγου Αν Πέτιφορ για τον κίνδυνο παράλυσης του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το άρθρο είχε δημοσιευτεί στο μπλογκ της, στις 22 Σεπτεμβρίου, στην ενότητα με τίτλο System Change [Αλλαγή του συστήματος]. Κατ’ εξαίρεση όσων συνηθίζουμε σ’ αυτή την στήλη σε σχέση με τη συχνότητα παρουσίασης άρθρων του ίδιου προσώπου, φιλοξενούμε σήμερα άλλο ένα κείμενο της Πέτιφορ, το οποίο μάλιστα εμφανίστηκε προγενέστερα στο μπλογκ της –στις 17 Ιουλίου  [ https://annpettifor.substack.com/p/why-are-western-governments-impotent ]. Ο λόγος αυτής της «παρέκκλισης» είναι η μεγάλη άνοδος των τιμών του πετρελαίου που πλήττει πρωτογενώς, αλλά και δευτερογενώς με την αύξηση των τιμών πολλών προϊόντων, κυρίως όλες τις χώρες της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Στο σημερινό άρθρο –που όπως και το προηγούμενο περιέχει αρκετούς τεχνικούς όρους– η Πέτιφορ ερμηνεύει αυτήν την εξέλιξη με αναφορά το πλαίσιο της χρηματιστικοποίησης της παγκόσμιας οικονομίας, που ξεκίνησε στην Αμερική στις αρχές του 21ου αιώνα, με πρωτοβουλία συγκεκριμένων γνωστών αξιωματούχων. Ανάμεσα στα πολύ ενδιαφέροντα αναλυτικά και ιστορικά στοιχεία, ας κρατήσουμε την επισήμανση της συγγραφέως ότι η τιμή του πετρελαίου καθορίζεται σχεδόν απολύτως από τους κερδοσκόπους των χρηματοπιστωτικών αγορών και ελάχιστα από την προσφορά και τη ζήτηση των παραγωγών και των καταναλωτών του προϊόντος. Η Πέτιφορ δεν προτείνει λύσεις, τα συμπεράσματά της όμως είναι απολύτως χρήσιμα για τη διαμόρφωση της στρατηγικής των κομμάτων εκείνης της διεθνιστικής Αριστεράς που, χωρίς να αγνοεί τον συσχετισμό δύναμης, δεν αρκείται στην προσαρμογή της στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομική τάξη, αλλά ενδιαφέρεται για τον μετασχηματισμό της.

Οι παρενθέσεις στο κείμενο είναι της ίδιας της συγγραφέως, ενώ οι αγκύλες είναι του μεταφραστή/επιμελητή.

 

Χ.Γο.

 

Τον περασμένο Μάιο, επικαλούμενος την υψηλή τιμή του πετρελαίου, ο γερουσιαστής Τζο Μάντσιν [ΣτΜ: μέλος της συντηρητικής/δεξιάς πτέρυγας του Δημοκρατικού Κόμματος] εμπόδισε να ψηφιστεί ο νόμος του προέδρου Μπάιντεν για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Το έκανε αυτό αγνοώντας, με ευκολία, τη χρηματιστικοποίηση των αγορών πετρελαίου, και διατυπώνοντας το πρόβλημα με όρους προσφοράς: «Πώς θα μειώσουμε την τιμή της βενζίνης;» ρωτούσε ο Μάντσιν, [και απαντούσε]: «…. δεν μπορούμε να το καταφέρουμε αυτό, εκτός αν αυξήσουμε την παραγωγή. Αν υπάρχουν κάποιοι που δεν θέλουν να παράγονται περισσότερα ορυκτά, τότε έχουμε πρόβλημα. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Πρέπει κάνουμε αυτό που προτείνω». Είναι σύμπτωση ότι για τον γερουσιαστή Μάντσιν ο ρόλος των «διυλιστηρίων της Γουόλ Στριτ» στον καθορισμό της τιμής του πετρελαίου είναι κατ’ εξοχήν το δικό του τυφλό σημείο; Ή μήπως πιστεύει πράγματι ότι η αύξηση της παραγωγής πετρελαίου θα μειώσει την τιμή του; Όχι! Αυτό το τυφλό σημείο που αφορά το ρόλο της παγκόσμιας οικονομίας είναι κοινό στους περισσότερους ανθρώπους –όχι μόνο στους φίλους της Γουόλ Στριτ.
 
Ενώ η προσφορά και η ζήτηση έχουν αναμφίβολα παίξει ρόλο στη δραματική μεταβλητότητα των τιμών του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και των τροφίμων, η πραγματική αιτία της μεγάλης ανόδου των τιμών (και της μελλοντικής τους κατάρρευσης) βρίσκεται αλλού. Η γνώση αυτής της αιτίας έχει σημασία, γιατί η αστρονομική άνοδος της τιμής του πετρελαίου έχει σοβαρές, και σε ορισμένα μέρη καταστροφικές, συνέπειες για τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Και το σοκ των τιμών του πετρελαίου έχει επίσης επιταχύνει την καταστροφή του κλίματος. Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα αυξήθηκαν, καθώς οι χώρες έχουν θέσει πάλι σε λειτουργία τα ανθρακωρυχεία ως υποκατάστατα των ακριβότερων ορυκτών καυσίμων.
 
Γιατί αυτές οι χαοτικές διακυμάνσεις των τιμών και οι τραγικές συνέπειές τους δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν και να μειωθούν; Γιατί ισχυρές κυβερνήσεις –και κεντρικές τράπεζες– είναι ανίκανες να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές, οικολογικές και πολιτικές αναταράξεις που προκαλεί αυτή η αγορά; Η απάντηση έγκειται στον τρόπο με τον οποίο η απορρύθμιση της οικονομίας ενδυνάμωσε όσους δραστηριοποιούνται στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι τιμές των βασικών προϊόντων σ’ αυτές τις αγορές καθορίζονται από τους κερδοσκόπους της Γουόλ Στρίτ και του Χρηματιστηρίου Εμπορευμάτων του Σικάγου –όχι από τους πολιτικούς στο Ριάντ ή στη Μόσχα. Ούτε από τους διευθύνοντες συμβούλους των παγκόσμιων πετρελαϊκών εταιρειών, όπως η BP ή η EXXON. Ούτε καν από την αυξανόμενη ζήτηση. Αντίθετα, οι τιμές καθορίζονται στις παγκόσμιες αγορές συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης (global futures), δικαιωμάτων προαίρεσης (options) και παραγώγων (derivatives), με τους επενδυτές και τους εμπόρους να κερδοσκοπούν προβλέποντας την πορεία που θα έχει η τιμή του πετρελαίου στο μέλλον, και επηρεάζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την τιμή spot (ή την τρέχουσα τιμή).
 
Όπως εξηγεί η Υπηρεσία Πληροφοριών Ενέργειας των Ηνωμένων Πολιτειών, υπάρχουν διαφορές μεταξύ εκείνων που συμμετέχουν σ’ αυτές τις δύο αγορές πετρελαίου. Οι «εμπορευόμενοι» το προϊόν του κλάδου (π.χ. οι παραγωγοί πετρελαίου και οι αεροπορικές εταιρείες) αγοράζουν και πωλούν φυσικές ποσότητες πετρελαίου. Οι «μη εμπορευόμενοι» το φυσικό προϊόν (τράπεζες, hedge funds, σύμβουλοι εμπορίας προϊόντων και διαχειριστές κεφαλαίων με ουρανομήκη σε μέγεθος χαρτοφυλάκια) δεν αγοράζουν ούτε πωλούν πετρέλαιο. Απλώς αγοράζουν, πωλούν και κερδοσκοπούν στο πεδίο των χρηματοπιστωτικών μέσων – συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης και παραγώγων – που υποστασιοποιούνται σε φύλλα χαρτιού. Η διαφορά είναι ανάμεσα στα αποκαλούμενα από κάποιους «υγρά βαρέλια» πετρελαίου και «χάρτινα βαρέλια» πετρελαίου.
 
Για να καταλάβετε πώς λειτουργεί η αγορά πετρελαίου, είναι χρήσιμο να συγκρίνετε τη δύναμη της Ρωσίας ή της EXXON να καθορίσουν την τιμή ενός βαρελιού πετρελαίου με τη δύναμη της Tesla να καθορίσει την τιμή του ηλεκτρικού της οχήματος. Η τιμή της Tesla είναι υψηλή, αποφέροντας σ’ αυτήν ένα μικτό περιθώριο κέρδους περίπου 30 τοις εκατό για κάθε αυτοκίνητο που πωλείται. Η δυνατότητα καθορισμού αυτής της τιμής και του περιθωρίου κέρδους ανήκει αποκλειστικά στα στελέχη της Tesla, με τη ζήτηση να παίζει φυσικά ρόλο. Αυτή η τιμή μπορεί να προσαρμοστεί στις αλλαγές που πραγματοποιούνται στις παγκόσμιες αγορές συναλλάγματος, ώστε να διασφαλίζεται ότι το μικτό περιθώριο κέρδους θα διατηρείται οπουδήποτε πωλούνται τα αυτοκίνητα.
 
Αντίθετα, ενώ οι Ρώσοι δικτάτορες ή τα στελέχη της EXXON μπορούν να επηρεάσουν την προσφορά πετρελαίου, η κυβέρνηση της Ρωσίας και η εταιρεία EXXON έχουν μικρή επιρροή στον καθορισμό της τιμής ενός βαρελιού πετρελαίου. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν – που όσα λέει δεν είναι ποτέ αξιόπιστα – είχε δίκιο όταν ισχυρίστηκε (τον Ιούνιο του 2022) ότι η Ρωσία δεν καθορίζει τις τιμές του πετρελαίου. Μεγάλο μέρος της εξουσίας του Πούτιν προέρχεται από την «αγορά»: Ο [αμερικανός επιστήμονας και ακτιβιστής] Γιανίρ Μπαρ-Γιάμ εκτιμά ότι από το 2002 έως το 2012 η Ρωσία εισέπραξε, μόνο από τους χρηματοπιστωτικούς κερδοσκόπους, περισσότερα από 560 δισεκατομμύρια δολάρια. Ο [δημοσιογράφος και συγγραφέας] Ρούπερτ Ράσελ σημειώνει ότι μεγάλο μέρος αυτής της «ουρανοκατέβατης προσόδου» προερχόταν απευθείας από τη Γουόλ Στριτ ή το Σίτυ του Λονδίνου1.
 
Όταν οι τιμές του πετρελαίου ήταν χαμηλές, όπως τη δεκαετία του 1990, οι ρώσοι δικτάτορες, όπως ο πρόεδρος Γέλτσιν, δεν είχαν τη γεωπολιτική ισχύ που διαθέτει σήμερα ο πρόεδρος Πούτιν. Και, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των υπερασπιστών των πετρελαϊκών εταιρειών, στο πιο πρόσφατο παρελθόν οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες είχαν σημαντικές απώλειες λόγω της μεγάλης πτώσης των αγοραίων τιμών. [Γράφει ο Ράσελ]: «Τα τελευταία 10 χρόνια, οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου υπέστησαν τεράστιες ζημιές τα έτη 2014, 2015 και 2020. Για την ακρίβεια, το 2020 οι πέντε κάθετα οργανωμένες υπερμείζονες εταιρείες («πετρελαιακοί μεγιστάνες») – ExxonMobil, BP, Shell, Chevron και Total – είχαν ζημιές 76 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι τιμές του πετρελαίου καταβαραθρώθηκαν το 2020».
 
Η δύναμη καθορισμού της τιμής του πετρελαίου ανήκει στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές πετρελαίου. Η αγορά λειτουργεί πέρα από την εμβέλεια των παραγωγών πετρελαίου που αναφέρθηκαν παραπάνω, αλλά και πέρα από τα ρυθμιστικά συστήματα των περισσότερων κυβερνήσεων, όπως επισήμανε το 2006 μια έκθεση της αμερικανικής Γερουσίας:
 
«Την ίδια στιγμή που άρχισε να πραγματοποιείται μια τεράστια εισροή δολαρίων στην Αμερική από την κερδοσκοπία στην αγορά βασικών προϊόντων ενέργειας, η ικανότητα της Επιτροπής Προθεσμιακών Συναλλαγών Εμπορευμάτων [Commodity Futures Trading Commission-CFTC)] να παρακολουθεί τη φύση, την έκταση και τα αποτελέσματα αυτής της κερδοσκοπίας άρχισε να μειώνεται. Το πιο σημαντικό είναι ότι υπήρξε μια έκρηξη των συναλλαγών ενεργειακών βασικών προϊόντων των ΗΠΑ σε χρηματιστήρια που δεν ρυθμίζονται από την CFTC».
 
 
Παίζοντας πόκερ με την οικονομία και το οικοσύστημα
 
 
Ο Ρούπερτ Ράσελ υπενθυμίζει στους αναγνώστες του βιβλίου του Price Wars ότι η δύναμη του κερδοσκοπικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου συνδέθηκε με τις πραγματικές αγορές εμπορευμάτων στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, όταν θεσπίστηκε η νέα αμερικανική νομοθεσία. Βασικά προϊόντα όπως το πετρέλαιο και το σιτάρι, που ήταν μέχρι τότε αντικείμενα διαπραγμάτευσης σε παραδοσιακές αγορές χρηματιστικοποιήθηκαν μέσω της απορρύθμισης που ενσωματώθηκε στο νόμο του 2020 περί εκσυγχρονισμού των συμβάσεων προθεσμιακών συναλλαγών βασικών προϊόντων. Τα νέα εργαλεία των «χάρτινων βαρελιών» πετρελαίου-δικαιώματα προαίρεσης [futures options] και εξωχρηματιστηριακά συμβόλαια παραγώγων [OTC derivatives’ contracts], (όπως τα συμβόλαια ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης [default swaps]) – δεν υπόκειντο πια σε ρυθμίσεις ως «συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης», σύμφωνα με τον νόμο περί ανταλλαγής βασικών προϊόντων του 1936 (Commodities Exchange Act-CEA), ή ως «κινητές αξίες», σύμφωνα με τους ομοσπονδιακούς νόμους περί κινητών αξιών… Απορρίφθηκε επίσης η επιθυμία της Επιτροπής Προθεσμιακών Συναλλαγών Βασικών Εμπορευμάτων (CFTC) για «λειτουργική ρύθμιση» της αγοράς. Αντ’ αυτού, η CFTC θα συνέχιζε να ασκεί «εποπτεία στη [νομική] οντότητα των διαπραγματευτών εξωχρηματιστηριακών παραγώγων».
 
Αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα – ας τα ονομάσουμε μάρκες του πόκερ – αποτελούν το επίκεντρο της κερδοσκοπίας και ως εκ τούτου είναι σε μεγάλο βαθμό αποκομμένα από την αξία του υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου. (Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια αυξημένου κινδύνου [subprime mortgages], τα οποία ομαδοποιήθηκαν ως ομόλογα διασφαλισμένα με απαιτήσεις [Collateralized Debt Obligations], αποσυνδέθηκαν από την πραγματική αγορά κατοικίας κατά την αύξησή τους την περίοδο 2007-9).
 
Τα διακινούμενα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης είναι πολύ περισσότερα από τα αντίστοιχα βαρέλια πετρελαίου. Σύμφωνα με τον [διεθνούς φήμης ειδικό σε θέματα ενέργειας] Δρ. Κεντ Μούρς, τα κερδοσκοπικά χρηματοπιστωτικά μέσα ξεπερνούν κατά 25 έως 50 φορές τη συνολική αξία του πετρελαίου στο οποίο βασίζονται (όλο και λιγότερο). Οι τιμές που καθορίζονται από αυτές τις «μάρκες του πόκερ» -προκαλούνται από κάποια μαγική σκέψη, και πολλαπλασιάζονται από τη νοοτροπία της αγέλης και τον συνεχώς κλιμακούμενο ανταγωνισμό μεταξύ των κερδοσκόπων.
 
Οι κερδοσκόποι που δραστηριοποιούνται στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων του Σικάγου και στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων της Νέας Υόρκης οφείλουν να ευχαριστήσουν την κυβέρνηση Κλίντον για το δώρο του νόμου που ψηφίστηκε το 2000 περί εκσυγχρονισμού των εμπορευματικών συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης. Αυτή η «επαχθής» νομοθεσία για την απορρύθμιση των αγορών εμπορευμάτων βασίστηκε σε έκθεση που συνυπέγραψαν οι «οι τρεις υποστηρικτές των στεγαστικών δανείων αυξημένου κινδύνου»: ο Άλαν Γκρίνσπαν (ΣτΜ: πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών, την περίοδο 1987-2006), ο Λάρι Σάμερς (ΣτΜ: υπουργός οικονομικών της κυβέρνησης Κλίντον, από το 1999 ως το 2001, και διευθυντής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου των Ηνωμένων Πολιτειών της κυβέρνησης Ομπάμα, από το 2009 ως το 2010), και ο Ρόμπερτ Ρούμπιν (ΣτΜ: υπουργός οικονομικών της κυβέρνησης Κλίντον, από το 1994 ως το 1999). Αυτή η πράξη τους ήταν συνέπεια της συντριπτικής ήττας του Μπρούκσλεϊ Μπορν, τότε προέδρου της Επιτροπής Συμβολαίων Μελλοντικής Εκπλήρωσης. Ο Μπρούκσλεϊ Μπορν είχε προειδοποιήσει, σε κατάθεση του στο Κογκρέσο, ότι η επικίνδυνη έκρηξη των μη ρυθμιζόμενων συναλλαγών εξωχρηματιστηριακών παραγώγων θα μπορούσε «να απειλήσει τις ρυθμιζόμενες αγορές μας, ή ακόμα και την οικονομία μας χωρίς αυτό να είναι σε γνώση οποιασδήποτε ομοσπονδιακής υπηρεσίας». Απέτυχε.
 
Ο Σάμερς και ο Γκρίνσπαν έπεισαν το Κογκρέσο ότι η χρηματιστικοποίηση της αγοράς εμπορευμάτων στην πραγματικότητα θα έκανε την αγορά πιο «αποτελεσματική». Χάρη στην παρέμβασή τους, οι τιμές των βασικών προϊόντων υπόκεινται σήμερα σε έναν ασταθή ανταγωνισμό εξοπλισμών χρηματοπιστωτικής αλχημείας που ενισχύει την έντονη ταλάντευση τους προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Και αυτό θα πρέπει να μας ανησυχεί όλους και όλες. Γιατί η διαχείριση του καυσίμου που απειλεί το οικοσύστημά μας να είναι πέρα από την εμβέλεια και τη ρύθμιση δημοκρατικών (ή ακόμα και αντιδημοκρατικών) κρατών και των πολιτών τους; Γιατί οι κοινωνίες εκβιάζονται από εκείνους που δραστηριοποιούνται στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου;
 
 
Είναι το σύστημα…
 
 
Το σύστημα, η παγκόσμια οικονομική τάξη –που σχεδιάστηκε από οικονομολόγους και κεντρικούς τραπεζίτες και εγκρίθηκε από εκλεγμένους πολιτικούς– επιτρέπει και υποβοηθά τους κεφαλαιούχους να μεταφέρουν το κεφάλαιό τους όποτε θέλουν πέρα από τα σύνορα μιας χώρας και να το χρησιμοποιούν για αναζήτηση προσόδων και κερδοσκοπία. Αυτό μπορούν να το κάνουν αδιαφορώντας για τις συνέπειες στη συναλλαγματική ισοτιμία, στα δημόσια οικονομικά ή στις πραγματικές αγορές εμπορευμάτων ενός κράτους.
 
Με αυτά τα μέσα εκείνοι που κατέχουν ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πλούτου – το 1% – ασκούν τεράστια εξουσία πάνω στους ανθρώπους και το παγκόσμιο οικοσύστημα. Και το κάνουν αυτό χρησιμοποιώντας ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που είναι τόσο μυστικοπαθές, κλειστό και «απομονωμένο» από το κοινό, όσο το καθεστώς του Κρεμλίνου. Τα «τείχη» του συστήματος το προστατεύουν, εκ κατασκευής, από τη δημοκρατική ρύθμιση. Η κατασκευή του σχεδιάστηκε, και τροποποιείται περιοδικά, με τον συγκεκριμένο στόχο να εμποδίζει τις κυβερνήσεις να παρεμβαίνουν για να διαχειρίζονται και να ελέγχουν τις αγορές χρήματος, εμπορευμάτων και υπηρεσιών.
 
Το ζήτημα που θέτω είναι το εξής: όπως ο γερουσιαστής Μάντσιν, έτσι και οι προοδευτικοί πολιτικοί αγνοούν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και την τεράστια δύναμη που έχει εδώ και δεκαετίες. Ανίκανοι ή απρόθυμοι να αντιμετωπίσουν την πολυπλοκότητα και την εμβέλεια του κερδοσκοπικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, εστιάζουν σχεδόν πάντα στα εγχώρια οικονομικά και πολιτικά πλαίσια, που μερικές φορές διευρύνονται για να συμπεριλάβουν τη γεωπολιτική διάσταση. Οι κρίσεις των τιμών του πετρελαίου (και των τροφίμων) συζητούνται με απλοποιημένους όρους: καλοί και κακοί. Ζελένσκι εναντίον Πούτιν. Οι ενεργειακά πλούσιοι και οι ενεργειακά φτωχοί. Νικητές και θύματα. Και, το χειρότερο, γίνεται επίκληση της ξεπερασμένης και απλοϊκής θεωρία της πραγματικής «προσφοράς και ζήτησης».
 
Πρέπει να εγκαταλείψουμε αυτά τα ορατά, οικεία και απτά πλαίσια που αποκρύπτουν τις λιγότερο ορατές αλλά πιο επικίνδυνες ενέργειες των κερδοσκόπων στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Η Ακροδεξιά έχει ήδη δείξει ότι είναι πρόθυμη να αντιμετωπίσει τις παγκόσμιες αγορές και για να το πετύχει αυτό είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει τις αποκρουστικές δυνάμεις του αυταρχισμού, του εθνικισμού και του προστατευτισμού. Είναι περισσότερο από επείγον για την Αριστερά να συλλάβει, να κατανοήσει και τελικά να αντιμετωπίσει ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που καθιστά τις κυβερνήσεις και τους πολίτες ανίκανες και ανίκανους απέναντι τόσο στις οικονομικές όσο και στις οικολογικές κρίσεις. Αυτό πρέπει να γίνει στη βάση της μεγαλύτερης συνειδητοποίησης του διεθνούς συστήματος και της αύξησης των πολιτικών ζυμώσεων γύρω από αυτό το θέμα, καθώς και της ρύθμισης. Όλα τούτα σημαίνουν ότι υπάρχει ανάγκη για έναν πιο συνεργατικό και συντονισμένο διεθνισμό της εργασίας -του 99%.
 
Ann Pettifor
 
Μετάφραση-Επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
 
 
Σημείωση:
 
1. Rupert Russell, 2022, σ. 147 στο Price Wars: How Chaotic Markets are Creating a Chaotic World.