Αμελία Ροσέλι «Ποιήματα», μετάφραση – σημειώσεις: Μαρία Φραγκούλη, εκδόσεις Ενύπνιο, 2022
Ο λιτός αλλά στεντόρειος αυτός στίχος ανήκει στην ιταλίδα ποιήτρια Αμέλια Ροσέλι (Παρίσι, 1930 – Ρώμη,1996), μία επιλογή ποιημάτων της οποίας κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ενύπνιο, υπό τον τίτλο «Ποιήματα» σε μετάφραση και σημειώσεις της Μαρίας Φραγκούλη.
Η Αμέλια Ροσέλι, η αυτοαποκαλούμενη «ποιήτρια της έρευνας», μεγάλωσε ως πρόσφυγας. Πολύγλωσση και εκπατρισμένη, η Ροσέλι έζησε τα παιδικά και νεανικά της χρόνια μεταξύ Γαλλίας, Αγγλίας και Ηνωμένων Πολιτειών πριν επιστρέψει τελικά στην Ιταλία. Σπούδασε μουσική και εθνομουσικολογία, αφιερώθηκε στην πειραματική σύνθεση, μετέφρασε Ντίκινσον και Πλαθ και έγραψε συνολικά οκτώ ποιητικές συλλογές. Κορυφαίο έργο της θεωρείται η συλλογή των Πολεμικών παραλλαγών (Variazioni belliche) που εκδόθηκαν το 1964.
Ποιήτρια της μεταπολεμικής εμπειρίας και παιδί αντιστασιακών, η Ροσέλι είδε τη ζωή της να σημαδεύεται από τα μεγάλα γεγονότα του 20ού αιώνα. Ο φασισμός, ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, το ολοκαύτωμα, η πολιτική βαρβαρότητα και το στίγμα της μακροχρόνιας ψυχικής νόσου συνυπάρχουν σ’ ένα άφοβο ποιητικό corpus με διακριτό ιδίωμα, προσανατολισμένο στον γλωσσικό πειραματισμό, τη δοκιμή και τη μουσικότητα ως αντιστάθμισμα της αληθινής φρίκης.
Η Ροσέλι ήταν κόρη της ακτιβίστριας του βρετανικού Εργατικού Κόμματος Μάριον Κέιβ και του ιταλοεβραίου αντιφασίστα αγωνιστή και διανοούμενου Κάρλο Ροσέλι, συγγραφέα του Φιλελεύθερου Σοσιαλισμού (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις) και ιδρυτή, επίσης, του αριστερού κινήματος «Δικαιοσύνη και Ελευθερία». Τον Ιούνιο του 1937, περίοδο κατά την οποία η ποιήτρια είναι μόλις επτά ετών, ο πατέρας της και ο θείος της Νέλο Ροσέλι δολοφονούνται από τη γαλλική ακροδεξιά οργάνωση La Cagoule, σε συνεργασία με τις ιταλικές μυστικές υπηρεσίες κατ’ εντολή του Μουσολίνι.
Μετά την τραγική δολοφονία οι δύο χήρες των αδελφών Ροσέλι καταφεύγουν στη Βρετανία, όπου και παραμένουν για τα επόμενα οχτώ χρόνια. Για την Αμέλια Ροσέλι, που είχε γεννηθεί στα χρόνια της παρισινής εξορίας των γονιών της, ο διωγμός συνεχιζόταν αυτή τη φορά με τον πατέρα της νεκρό.
To 1949 η μητέρα της θα αρρωστήσει και θα φύγει από τη ζωή, αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο συναισθηματικό κενό στην ποιήτρια, που θα κλονιστεί σοβαρά και θα στραφεί στην ψυχοθεραπεία. Το καλοκαίρι του 1954, η Αμέλια Ροσέλι στα εικοσιτέσσερά της χρόνια θα διαγνωστεί με παρανοϊκή σχιζοφρένεια. Θα ακολουθήσουν περίοδοι νοσηλείας, θεραπείες ηλεκτροσόκ, αλλά και χρόνια με σπάνιο δημιουργικό σθένος.
Το 1962, η Ροσέλι θα γνωρίσει τον Πιερ Πάολο Παζολίνι στο σπίτι του Αλμπέρτο Μοράβια και θα κάνει το ποιητικό της ντεμπούτο δημοσιεύοντας ποιήματά συνοδευόμενα από σημείωμα του Παζολίνι στο πρωτοποριακό περιοδικό «Il Menabò» των Βιτορίνι και Καλβίνο. Η ποιήτρια θα συνδεθεί με αρκετά πρωτοποριακά και προωθημένα ποιητικά κινήματα χωρίς να προσχωρήσει δηλωτικά σε κάποιο. Ωστόσο, θα είναι η μοναδική γυναίκα που θα συμπεριλάβει ο Πιερ Βιντσέντζο Μενγκάλντο το 1978 στη θρυλική του ανθολογία «Ιταλοί ποιητές του εικοστού αιώνα».
Η γλωσσική αγωγή της Ροσέλι, ο λεκτικός και δομικός πειραματισμός της, θα προσδώσουν σαφή χαρακτήρα στη φωνή της. Ο λόγος της είναι ένας «λόγος ορφανός», για να θυμηθούμε την κρίση του Alessandro Baldacci για το έργο της. Ένας ποιητικός λόγος καμωμένος από άλλο μέταλλο –σκοτεινός κι αλλιώτικα γοητευτικός– που υπαγορεύει και ρυθμικά μεταγλωττίζει το προσωπικό χρονικό του πόνου και της λύτρωσης με την αυστηρή και μελετημένη χάρη ενός μετρονόμου.
Η ποίηση της Ροσέλι, δίχως να μετατρέπεται σε αντι-γλώσσα και δίχως να υποφέρει από λεξιλογική, συντακτική ή υφολογική εκζήτηση, είναι μια αυθεντική κατάθεση γεμάτη αμφισημίες, λεξιπλασίες και φυσικά, μουσική. Η πολύ ωραία δουλειά που κάνει η Ροσέλι στις Πολεμικές παραλλαγές της, συνεχίζεται κατασταλαγμένη και στο βιβλίο που τις ακολούθησε, στη Νοσοκομειακή σειρά. Εκεί θα γράψει: «Να δοκιμάσεις μία λύση: έστω κι αν είναι μόνο ο θάνατος».
Η μελετήτρια και μεταφράστριά της Ροσέλι, Lucia Re, την περιγράφει ως μια σπουδαία αντιφασίστρια εβραία, πειραματική και αιώνια εξόριστη δημιουργό. Η δραματική αλλά και παράξενα παρηγορητική φωνή της οποίας, όπως λέει, είναι συγκρίσιμη μόνο με αυτή ποιητών όπως ο Τσέλαν, η Μπάχμαν, ο Σαρ, ο Παστερνάκ, η Αχμάτοβα και η Πλαθ.
Η Ροσέλι υπογράφοντας τον δικό της επίλογο, θα αποφασίσει να δώσει τέλος στη ζωή της στις 11 Φεβρουαρίου του 1996 πέφτοντας από το παράθυρο της σοφίτας της στην Ρώμη, ανήμερα της τριακοστής τρίτης μαύρης επετείου από την αυτοκτονία της Πλαθ.
Περισσότερο σιβυλλική παρά εξομολογητική, η Ροσέλι δημιούργησε τις δικές τις παραλλαγές ζωής και θανάτου, αλλάζοντας ρυθμό και συνηχήσεις στον σπαραχτικό απόηχο των εξωτερικών και εσωτερικών «πολεμικών γεγονότων» που ρημάζουν τις ψυχές των ανθρώπων.
Η σύρτις, με τη σκέψη της στο διαγενεακό τραύμα και το αποτύπωμά του, αλλά και στην απουσία ιστορικής προοπτικής –μετά και τις πρόσφατες ζοφερές πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία– αποσύρεται με ένα απόσπασμα των Παραλλαγών της Ροσέλι.
[…] Αναχωρήτρια και ντροπαλή. Αναχωρήτρια ντροπαλή ντρεπόταν
για το κάλλος της. Μελετούσε επίπεδα και ημισφαίρια
ανεξέλεγκτα. Μ’ ένα μπουκάλι ζεστό νερό πάνω της
μελετούσε επίπεδα και ημισφαίρια. Με το σταγονόμετρο της
μοναξιάς συγκρατούσε το πάθος της για το ωραίο. Με το
πάθος της για το ωραίο συγκρατούσε την πορεία της προς τη μοναξιά.
Με το πάθος της για το ωραίο αποκρυπτογραφούσε τη μοναξιά.
Το φάντασμα της μοναξιάς φώναζε! Φώναζε πως τούτη
είχε ξαναβρεί το καλό, το κάλλος και τα ουσιώδη
της ζωής – φώναζε να ξαναδώσει ζωή φώναζε δυνατά πως
η ζωή είχε επιστρέψει και ζωή ήταν το να χαρίζεις. Όχι χρήμα,
όχι τη δύναμη μήτε τον χρόνο ή άλλα ουσιώδη
παρά: – μία πορεία προς την αγχόνη που μαινόταν ατάραχη ενάντια
σε κάθε γενναιοδωρία ενάντια σε κάθε ουσιώδες ενάντια σε κάθε
εμπόδιο. Το καλό έπεφτε ανάσκελα στο κρεβάτι
μπρούμυτα ανάμεσα στα τέσσερα νεκρά κεριά του. Η νύχτα
το ξανατύλιγε στο μυστηριώδες σάλι της από
χοντρό ξεθωριασμένο μαλλί – μια αληθινή κόλαση.
Κωνσταντίνα Κορρυβάντη