Συχνά όροι, όπως «έμφυλα προσδιορισμένα μέσα επικοινωνίας (gendered media)», «μιντιακή προκατάληψη», καθώς και η υποεκπροσώπηση των γυναικών ως το «πρόβλημα των μέσων» χρησιμοποιούνται αντί της έννοιας του «μιντιακού σεξισμού» στη βιβλιογραφία, καθιστώντας δύσκολη την εύρεση ενός κοινά αποδεκτού ορισμού. Τον μιντιακό σεξισμό τον ορίζουμε ως (ανα)παραγωγή κοινωνικού ρατσισμού μέσω της υποεκπροσώπησης ή της στρεβλής εκπροσώπησης των γυναικών στα μέσα επικοινωνίας, που οδηγεί σε μια ψευδή απεικόνιση της κοινωνίας μέσα από έναν έμφυλα χρωματισμένο φακό. Ο μιντιακός σεξισμός, αφενός, αντικατοπτρίζει τον σεξισμό [που υπάρχει] στην κοινωνία (τα μέσα αναπαράγουν τον σεξισμό) και, αφετέρου, φιλοτεχνεί μια περισσότερο έμφυλα διαχωρισμένη (gender-segregated) εικόνα σε σχέση με την πραγματικότητα (τα μέσα παράγουν σεξισμό), έτσι ώστε τα μέσα να είναι ένα καλό μέτρο του κοινωνικού ρατσισμού, αλλά και να κάνουν την κοινωνία περισσότερο σεξιστική απ’ όσο θα ήταν αλλιώς.
Η έννοια του σεξισμού είναι διαφιλονικούμενη (Rosalind Gill, 2011, Sara Mills, 2003, Janet K. Swim, Kathryn J. Aikin, Wayne S. Hall and Barbara A. Hunter, 1995). Ωστόσο, εδώ εκκινούμε από έναν ορισμό προτεινόμενο από την UNESCO (2012: 54): «Η υπόθεση, η πεποίθηση ή ο ισχυρισμός ότι το ένα φύλο είναι ανώτερο του άλλου, που συχνά διατυπώνεται στο πλαίσιο μιας παραδοσιακής στερεοτυπικής αντίληψης για τους κοινωνικούς ρόλους με βάση το φύλο, με αποτέλεσμα να γίνονται διακρίσεις σε βάρος μελών του υποτιθέμενου υποδεέστερου φύλου». Θα τονίζαμε περαιτέρω τη λεπτή και λανθάνουσα φύση του σύγχρονου σεξισμού, πιστεύουμε όμως ότι αυτός ο ορισμός υπογραμμίζει πώς ο σεξισμός μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ικανότητα των γυναικών να υπερβούν τα στερεότυπα, υπονομεύοντας τη θέση τους και την ανοδική κινητικότητά τους στην κοινωνία· εν προκειμένω την προθυμία των γυναικών να θέσουν υποψηφιότητα για κάποιο πολιτικό αξίωμα. Παλαιότερες έρευνες για τις γυναίκες στα μέσα επικοινωνίας παρέχουν λόγους να υποθέτουμε πως ό,τι παράγεται και αναπαράγεται από τα μέσα συνολικά συνιστά ψευδή ή στρεβλή απεικόνιση των γυναικών (Cynthia Carter and Linda Steiner, 2004, Monika Djerf-Pierre, 2011).
Η βιβλιογραφία στο πεδίο του μιντιακού σεξισμού τείνει να επικεντρώνεται στο να «μετράει κεφάλια», δηλαδή στην υποεκπροσώπηση σε απόλυτους αριθμούς (Maria Edstrom and Josefine Jacobsson, 2015, GMMP, 1995, 2010, 2015a, Kim Fridkin Kahn and Edie N. Goldenberg, 1991, Justin L. Mathews, 2007, Rattvisaren, 2015, Debby Vos, 2013). Δεν είναι πάντοτε προφανές ποιο θα έπρεπε να είναι το σημείο αναφοράς, αλλά ορισμένες φορές τα αποτελέσματα είναι πράγματι συντριπτικά. Για παράδειγμα, στις εκλογές του 2002 στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) επισήμανε τον χαμηλό βαθμό επιτυχίας των γυναικών υποψηφίων. Στην αναφορά του ο ΟΑΣΕ υπογράμμιζε ότι μόλις το 3% του τηλεοπτικού χρόνου και το 1% του χώρου των έντυπων μέσων είχαν δοθεί σε γυναίκες υποψήφιες, υποδηλώνοντας ότι τα μέσα επικοινωνίας υποτιμούσαν τον ρόλο των γυναικών ως πολιτικών δρώντων (OSCE, 2003: 18).
Πολλές μελέτες επικεντρώνονται στη στρεβλή εκπροσώπηση των γυναικών – μια πιο ποιοτική οπτική. Σε μια ανάλυση μιντιακών αναφορών σε πολιτικούς ηγέτες της Νέας Ζηλανδίας οι Karen Ross και Margie Comrie (2012) εντόπισαν υπόρρητες αναφορές στο φύλο και σε άλλα προσωπικά γνωρίσματα των γυναικών υποψηφίων, όχι όμως και των ανδρών ανθυποψηφίων τους. Η Kim Fridkin Kahn (1994) διαπίστωσε ότι η μιντιακή ατζέντα παρακολουθεί την πολιτική ατζέντα των ανδρών υποψηφίων περισσότερο απ’ ό,τι των γυναικών και ότι είναι πιο πιθανό να αμφισβητήσει τις πιθανότητες που έχουν οι γυναίκες να κερδίσουν. Οι μιντιακές πλαισιώσεις (media frames), περιλαμβανομένης της ευτελιστικής πλαισίωσης (trivialization framing), και το είδος της μιντιακής προσοχής -σκανδαλοθηρικές φυλλάδες στην περίπτωση των γυναικών και έγκριτες εφημερίδες σε εκείνη των ανδρών- συνέτειναν στη μιντιακή προκατάληψη έναντι των γυναικών υποψηφίων, σύμφωνα με τη μελέτη των Viorela Dan και Aurora Iorgoveanu (2013) για τις ευρωεκλογές του 2009 στη Ρουμανία. […]
Επισκοπώντας τη βιβλιογραφία, βρίσκουμε αρκετές αξιόλογες συγκριτικές μελέτες περιπτώσεων. Οι Diana D. Carlin και Kelly L. Winfrey (2009) συνέκριναν τις μιντιακές απεικονίσεις των Sarah Palin και Hillary Clinton και διαπίστωσαν ότι, παρά τις παραλλαγές στον τρόπο με τον οποίο εμφανιζόταν ο μιντιακός σεξισμός, και οι δύο περιπτώσεις καταδείκνυαν ότι ο μιντιακός σεξισμός ενισχύει τη «γυάλινη οροφή» για τις γυναίκες πολιτικούς. Η Erika Falk (2008) συνέκρινε τις προεκλογικές εκστρατείες ενός αριθμού επιλεγμένων γυναικών υποψηφίων για την προεδρία των ΗΠΑ από το 1872 ως το 2004 με εκείνες συγκρίσιμων ανδρών υποψηφίων και διαπίστωσε ότι ο μιντιακός σεξισμός δεν είχε αλλάξει στο πέρασμα του χρόνου. Αυτές οι μελέτες διαπίστωσαν ότι ο μιντιακός σεξισμός πράγματι έχει επίπτωση στις γυναίκες υποψήφιες για πολιτικά αξιώματα και στις εκλεγμένες πολιτικούς, υπάρχουν όμως και μελέτες, οι οποίες βασίζονται σε παρόμοια μεθοδολογία και δείγμα, που δείχνουν είτε ότι οι γυναίκες και οι άνδρες αντιμετωπίζονται κατά βάση το ίδιο (Lesley Lavery, 2013, K. Smith, 1997) είτε ότι η διαφοροποιημένη μιντιακή αντιμετώπιση δεν έχει καμία επίπτωση στους/στις υποψηφίους/ες (Danny Hayes and Jennifer L. Lawless, 2015). Αυτή η καταγραφή διαφορετικών ευρημάτων επισημαίνεται και από τις Luhiste και Banducci (2016: 225) στην επισκόπησή τους για την έρευνα στο πεδίο.
Οταν οι μελετητές πραγματεύονται περισσότερο λεπτομερώς τους μηχανισμούς που τίθενται σε λειτουργία, συνήθως τονίζουν ότι ο μιντιακός σεξισμός επηρεάζει άμεσα τις πιθανότητες επιτυχίας των γυναικών υποψηφίων. Οι Philo C. Wasburn και Mara H. Wasburn (2011) μελέτησαν την περίπτωση της προεκλογικής εκστρατείας της Sarah Palin για την αντιπροεδρία των ΗΠΑ μέσω των «μοτίβων έμφυλα προσδιορισμένων αναφορών που… αποθαρρύνουν τις γυναίκες από το να μπουν στην πολιτική» (1027). Εντόπισαν πέντε μοτίβα: Οι γυναίκες υποψήφιες έχουν αναλογικά μικρότερη προβολή από τους άνδρες υποψηφίους· τα ρεπορτάζ για τις γυναίκες υποψήφιες επικεντρώνονται περισσότερο σε πτυχές, όπως η εμφάνιση και η οικογένεια· οι γυναίκες συγκεντρώνουν περισσότερες πιθανότητες να υποτιμηθούν και να υποβληθούν σε εξονυχιστικό έλεγχο ως προς την επάρκειά τους· στο επίκεντρο θα βρεθούν οι πολιτικές θέσεις των γυναικών σε ζητήματα που τις αφορούν, είτε αυτό είναι ένα πεδίο πολιτικής στο οποίο δραστηριοποιούνται είτε όχι· και η δυνητική επιρροή τους, σε περίπτωση που νικήσουν, αμφισβητείται. Παρόμοια μοτίβα έχουν εντοπίσει και άλλοι/ες (Jemima Asabea Anderson, Grace Diabah and Patience Afrakoma Mensa, 2011, Tobias Bromander, 2012, Carlin and Winfrey, 2009, Dan and Iorgoveanu, 2013, Richard L. Fox and Jennifer L. Lawless, 2014, Caroline Heldman, Susan J. Carroll and Stephanie Olson, 2006, Kahn, 1994, Jennifer L. Lawless, 2009, Rachel Larris and Rosalie Maggio, 2012, Katharine A. M. Wright and Jack Holland, 2014).
Η μελέτη μας δεν αφορά το πώς ο σεξισμός των μέσων ενημέρωσης επηρεάζει τη ζήτηση για γυναίκες πολιτικούς, αλλά το πώς επηρεάζει την προθυμία των γυναικών να εισέλθουν στην πολιτική. Οι Jill C. Bradley-Geist, Ivy Rivera και Susan D. Geringer (Citation2015, 29) διεξήγαγαν ένα πείραμα και βρήκαν ότι η παρατήρηση του σεξισμού (δηλαδή, η εμπειρία του ατμοσφαιρικού σεξισμού) μειώνει την αυτοεκτίμηση -η οποία μειώνει την αίσθηση της προσωπικής αποτελεσματικότητας και, ως εκ τούτου, τις φιλοδοξίες σταδιοδρομίας- του παρατηρητή μέσω της ενίσχυσης των παραδοσιακών ρόλων των φύλων και πως οι γυναίκες επηρεάζονται περισσότερο από την παρατήρηση του σεξισμού σε σχέση με τους άνδρες. Ο ατμοσφαιρικός σεξισμός περιγράφει μια έμμεση εμπειρία και το επιχείρημα είναι ότι τα άτομα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον μπορεί να επηρεαστούν αρνητικά, παρόλο που δεν στοχοποιούνται άμεσα (βλ. David E. Campbell and Christina Wolbrecht Citation2006, Jesse Fox, Carlos Cruz and Ji Young Lee Citation2015). Υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύουμε ότι η έμμεση έκθεση στον σεξισμό μέσω των μέσων ενημέρωσης θα είχε αρνητική επίδραση στην πολιτική φιλοδοξία των γυναικών. Η πειραματική μελέτη των Stefanie Simon και Crystal L. Hoyt (Citation2012) διαπιστώνει ότι οι γυναίκες που εκτέθηκαν σε στερεοτυπικές ως προς το φύλο διαφημιστικές εικόνες στα μέσα ενημέρωσης αναφέρουν λιγότερες ηγετικές φιλοδοξίες από εκείνες που εκτέθηκαν σε αντιστερεοτυπικές εικόνες. Αυτή η συλλογιστική τεκμηριώνεται από τους Wasburn και Wasburn (Citation 2011), οι οποίοι δείχνουν πώς οι γυναίκες μπορούν να αποθαρρυνθούν από το να γίνουν πολιτικοί υποψήφιοι με το να υπόκεινται σε εκμετάλλευση, για παράδειγμα με το να εκτίθενται δυσανάλογα συχνά σε φωτογραφίες. Η επίδραση επί των παρευρισκομένων (bystander effect) υποδηλώνει ότι οι γυναίκες, που διαφορετικά θα μπορούσαν να έχουν σκεφτεί την πολιτική υποψηφιότητά τους και που παρατηρούν ότι ο σεξισμός στοχεύει γυναίκες στα μέσα ενημέρωσης, μπορεί να είναι λιγότερο πιθανό να τρέφουν φιλοδοξίες για μια πολιτική καριέρα. […]
Το μερίδιο των γυναικών ως εκλεγμένων αντιπροσώπων είναι το κύριο επίκεντρο των περισσότερων διεθνών οργανισμών που μελετούν την ισότητα των φύλων (African Development Bank Group Citation2015, European Institute for Gender Equality Citation2015, Social Watch Citation2008, UNDP.org Citation2015). Το να είσαι υποψήφια είναι, ωστόσο, ένα πρώτο βήμα στη διαδικασία στρατολόγησης και, ακόμα και αν ορισμένες δυναμικές που εξηγούν την τελική επιτυχία των γυναικών είναι επίσης σχετικές με τις προηγούμενες φάσεις, υπάρχουν παράγοντες στην κοινωνία που κινδυνεύουν να παραβλεφθούν εάν κάποιος αγνοήσει τα πρώιμα βήματα.
Η πολιτική υποεκπροσώπηση των γυναικών αντιμετωπίζεται συχνά ως ζήτημα προσφοράς και ζήτησης, όπου η προσφορά αναφέρεται στο πόσο πρόθυμες είναι οι γυναίκες να εισέλθουν σε μια πολιτική καριέρα (Leonardo R. Arriola and Martha C. Johnson Citation2013, Jeanette Ashe and Kennedy Stewart Citation2012, Joni Lovenduski and Pippa Norris Citation1993). Μεταξύ άλλων παραγόντων, οι Drude Dahlerup, Zeina Hilal, Nana Kalandadze και Rumbidzai Kandawasvika-Nhundu (Citation2013) επεσήμαναν τον ρόλο του εκλογικού συστήματος, το οποίο αλληλεπιδρά με τις ποσοστώσεις των εκλογικών φύλων. Συνολικά, οι συγγραφείς υποστήριξαν ότι «συστήματα με μεγάλα μεγέθη περιφερειών (αυτά που χρησιμοποιούν περιφέρειες με πολλούς υποψηφίους) δίνουν στα κόμματα τη δυνατότητα να παρουσιάζουν μια πιο ισορροπημένη λίστα υποψηφίων, στην οποία γυναίκες και άνδρες δεν χρειάζεται να ανταγωνίζονται για μία θέση στη διαδικασία διορισμού εντός ενός κόμματος (Dahlerup et al. Citation2013, 22, βλ. επίσης Amanda Clayton Citation2015). Σε αυτό το είδος έρευνας οι πολιτικοί θυροφύλακες θεωρούνται συχνά ως κεντρικό μέρος του προβλήματος (Christine Cheng and Margit Tavits Citation2011, Fox and Lawless Citation2014, Hayes and Lawless Citation2015), ενός προβλήματος που οι εκλογικές ποσοστώσεις φύλου μπορούν να βοηθήσουν τις γυναίκες να ξεπεράσουν (Dahlerup et al. Citation2013). Οι Ronald Inglehart και Pippa Norris (Citation2003) συζήτησαν πώς τα δομικά, θεσμικά και πολιτισμικά εμπόδια για την είσοδο των γυναικών στην πολιτική θα μπορούσαν από κοινού να εξηγήσουν τη στασιμότητα των γυναικών στην πολιτική εκπροσώπηση. Επιπλέον, κοινωνικοπολιτιστικοί θεσμοί, όπως ο εθνικισμός (Ann Towns, Erika Karlsson and Joshua Eyre Citation2014) και η εθνοτική προστασία (Arriola and Johnson Citation2013), μπορούν να ενισχύσουν τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων που εξουδετερώνουν οποιαδήποτε επίσημη νομοθεσία για την ισότητα των φύλων.
Μετάφραση: Σταυρούλα Μανώλη, Δημήτρης Παπανικολόπουλος
Απόσπασμα από το άρθρο των Amanda Haraldsson και Lena Wangnerud (2019) «The effect of media sexism on women’s political ambition: evidence from a worldwide study», Feminist Media Studies 19: 525-541