Macro

Alvaro Zamarreno: Φωτογραφίες με γατάκια (από την Παλαιστίνη)

Σε μία πρόσφατη επίσκεψη στο Μουσείο «Βασίλισσα Σοφία» στη Μαδρίτη, ο Παλαιστίνιος καλλιτέχνης Γιάζαν Χαλίλι μας ζήτησε να σταματήσουμε να τραβάμε φωτογραφίες. Οχι δικές του ή από τη συνάντηση στην οποία παρευρισκόμασταν. Γενικά. Ενας άνθρωπος που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καλλιτεχνικής του καριέρας γύρω από τη φωτογραφία έχει κουραστεί.
 
Σε συμβολικό επίπεδο, πιστεύει πως η φωτογραφία, ιδιαίτερα η ψηφιακή, καθώς αναζητά το φως, ρίχνει περισσότερο φως σε περιοχές που είναι ήδη φωτισμένες και σκοτάδι στις ήδη σκοτεινές. Το φως εδώ λειτουργεί ως σύμβολο εξουσίας -ειδικά αν μιλάμε για ηλεκτρικό φως- με τρόπο ώστε όποιος κατέχει ήδη εξουσία, στο τέλος να αποκτά ακόμα περισσότερη. Αντίθετα, οι σκοτεινές ζώνες, αυτές που βρίσκονται σε δεύτερο πλάνο, γίνονται ακόμα σκοτεινότερες μέσα από αυτή τη διαδικασία.
 
Σε μια πιο πεζή σκέψη, ο καλλιτέχνης πιστεύει ότι ο ρυθμός με τον οποίο φτάνουν σε εμάς οι εικόνες μάς καθιστά αναίσθητους απέναντι σε αυτό που επιζητεί η τέχνη: τoν υπαινιγμό, ούτως ώστε το μυαλό μας να γίνει αυτό που θα συμπληρώσει τα υπόλοιπα, χάρη στα δικά του αισθητικά και ηθικά μέσα.
 
Και αυτό συγκεκριμενοποιείται, για παράδειγμα, στον τρόπο με τον οποίο βλέπει ο κόσμος όσα συμβαίνουν στη Γάζα. Είναι τέτοια η ποσότητα των εικόνων ώστε, προτού περάσει καλά καλά μια στιγμή, η μια σφαγή θάβεται από μια άλλη. Είναι τέτοια η ποσότητα των εικόνων ώστε δεν χρειάζεται να συμπληρώσουμε τίποτα εμείς με το μυαλό μας. Αν όμως δεν χρειαζόμαστε καθόλου το μυαλό μας για να συμπληρώσουμε αυτή την πραγματικότητα, η οποία υπηρετείται από χιλιάδες εικόνες, δεν θα καθίσει ούτε να σκεφτεί σε σχέση με το γεγονός το οποίο αντικρίζει.
 
Αυτό είναι το παράδοξο των καιρών μας, το οποίο οδήγησε τον Χαλίλι να κρατήσει αποστάσεις από τις αναπαραστάσεις μιας διογκούμενης πραγματικότητας. Ο σκοπός αυτών των αναπαραστάσεων είναι να κάνουν πιο έντονη την αντίληψή μας για έναν πόλεμο, για παράδειγμα. Ο Ισραηλινός αρχιτέκτονας Εγιάλ Βάιζμαν ίδρυσε το πρόγραμμα Forensic Architecture (εγκληματολογική αρχιτεκτονική) για να συνδράμει οργανισμούς όπως η Διεθνής Αμνηστία να συγκεντρώνουν τα χιλιάδες στοιχεία σχετικά με τους βομβαρδισμούς και τα πλήγματα κατά αμάχων, τα οποία βοηθούν στο να δοθεί μια εικόνα για τον βαθμό της βίας στην οποία υποβάλλονται ορισμένες κοινωνίες, όπως η παλαιστινιακή.
 
Πριν από μερικά χρόνια, η Forensic Architecture μίλησε με αρκετές δεκάδες επιζήσαντες από τη φυλακή Σαϊντνάγια, κοντά στη Δαμασκό, στην οποία το καθεστώς της Συρίας φυλακίζει αντιφρονούντες. Χάρη στη μαρτυρία τους και στη βοήθεια της ψηφιακής πραγματικότητας, δημιούργησαν τρισδιάστατα μοντέλα που έδειχναν πώς ήταν εκείνο το στρατόπεδο συγκέντρωσης, βασανιστηρίων και μαζικών δολοφονιών. Σε μια κουβέντα με ανθρώπους της Forensic Architecture, ο Χαλίλι υποστηρίζει ότι, αντί να πλησιάζουμε τα θύματα, τέτοιου είδους μοντέλα μας απομακρύνουν από αυτά διότι μετατρέπουν τον πόνο τους σε προϊόν το οποίο δεν απαιτεί καν την προσπάθειά μας και το οποίο μπορούμε να ξεφορτωθούμε με ευκολία.
 
Κατά την πιο βάρβαρη περίοδο του πολέμου στη Συρία -μπορούμε, άραγε, να πούμε ότι τελείωσε;- μίλησα με ανθρώπους που είχαν περάσει από εκείνα τα στρατόπεδα βασανιστηρίων, ανάμεσά τους με τη Σαϊντνάγια. Θυμάμαι ανήμπορος πόσο λίγη σημασία έμοιαζαν να έχουν συχνά τα λόγια τους. Σαν η δική τους φωνή να μη χρησίμευε ώστε να μπορέσει το δικό μας μυαλό να γνωρίσει, να σκεφτεί και να πάρει τις αποφάσεις τις οποίες υποτίθεται ότι πρέπει να λαμβάνουμε ως ενημερωμένοι πολίτες.
 
Ισως όμως να κάνουμε λάθος. Οτι δηλαδή οι δημοσιογράφοι ελπίζουμε πως κάποιοι, εδώ στην Ισπανία, θα συμπάσχουν με κάποιους από τη Γάζα, χωρίς πολλά πολλά. Για πολλά χρόνια, ο μηχανισμός ενσυναίσθησης των ευρωπαϊκών κοινωνιών απέναντι στην ισραηλινή έτσι λειτούργησε. Γιατί να μη λειτουργήσει και τώρα με την παλαιστινιακή κοινωνία; Εκείνη η ενσυναίσθηση βασιζόταν στην ιδέα ότι οι Ισραηλινοί ήταν πολύ «σαν εμάς».
 
Χωρίς να έχω τίποτα ενάντια σε ιδιοσυγκρασίες διαφορετικές από τη δική μου, στην πραγματικότητα, ο μέσος Ισπανός μοιάζει πολύ περισσότερο με έναν Παλαιστίνιο, έναν Σύρο ή έναν Λιβανέζο. Βέβαια, υποτίθεται πως αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να εξηγούν οι ανταποκριτές, οι ρεπόρτερ ή οι ειδικοί απεσταλμένοι. Και γίνεται με συστηματικό τρόπο.
 
Μπορούμε να το παρουσιάσουμε όπως θέλουμε, όμως, αν είμαστε στη Μαδρίτη, στην Παλένθια ή στην Οσούνα, είναι πολύ δύσκολο να καταλάβουμε τι σημαίνει πείνα. Γιατί, ευτυχώς για εμάς, δεν είναι κάτι που έχουμε βιώσει. Ούτε ξέρουμε πώς είναι να αντέχουμε μαζεμένοι για ώρες ενώ κάθε λίγα λεπτά τα πάντα τραντάζονται με δύναμη -ακόμα και μέσα στο ίδιο μας το σώμα- κάθε φορά που βομβαρδίζει ένα αεροπλάνο. Και να αναρωτιόμαστε αν η επόμενη βόμβα θα πέσει πάνω σε κάποιον από εμάς. Ούτε καν μπορούμε να διανοηθούμε, παρά τις περικοπές στη δική μας δημόσια υγεία, τι σημαίνει να αφήνεις κάποιον συγγενή σου να πεθάνει στη μέση του δρόμου, με το μισό του σώμα ακρωτηριασμένο, γιατί δεν υπάρχουν ούτε ασθενοφόρα, ούτε νοσοκομεία, ούτε γιατροί, ούτε καν αναισθητικά και αναλγητικά. Πώς να το καταλάβουμε εφόσον, ευτυχώς, ζούμε σε μια κοινωνία που έχει αφήσει πίσω της αυτόν τον εφιάλτη;
 
Επομένως, είναι εφικτή η ενσυναίσθηση; Οπωσδήποτε ναι. Ομως, προϋποθέτει κοινά στοιχεία με το άλλο πρόσωπο, που να καθιστούν δυνατή την αντίληψη του «άλλου» ως αυτό που είναι, ως έναν άνθρωπο ίσο με εμάς. Η ενσυναίσθηση αυτή λειτουργεί μόνο αν βασίζεται σε μια ειλικρινή σύνδεση. Πατέρες και μητέρες με μικρά παιδιά αναγνωρίζουν αυτούς τους μήνες ότι, ακόμα κι αν δεν γνώριζαν νωρίτερα για την πραγματικότητα στη Γάζα, νιώθουν έναν ανυπόφορο πόνο όταν βλέπουν πατεράδες και μανάδες από εκείνο το μέρος με τα μωρά τους. Τα μωρά είναι εκ φύσεως πάρα πολύ ευάλωτα σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη και αυτή η αντίληψη της ευαλωτότητάς τους χρησιμεύει στο να «νιώσουμε» τον κάτοικο της Γάζας σαν κάποιο οικείο.
 
Μιλώντας στο ακροατήριό του στο «Βασίλισσα Σοφία», ο Γιάζαν Χαλίλι θέλει να μοιραστεί μαζί μας τη δουλειά που γίνεται στο συνεργατικό πολιτιστικό κέντρο στη Δυτική Οχθη όπου δουλεύει. Δεν θέλει να μας δείξει φωτογραφίες επειδή προτιμά το κέντρο αυτό να γίνει στο μυαλό του καθενός μας όπως θέλουμε εμείς να είναι. Να προβάλουμε στις ιδέες τους τη δική μας φαντασία. Να το κάνουμε δικό μας.
 
Τις πρώτες εβδομάδες αυτής της γενοκτονίας, διάφοροι Παλαιστίνιοι δημοσιογράφοι ανέβαζαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σύντομα βίντεο, φωτογραφίες ή ιστορίες οικογενειών που έτρεχαν να σωθούν -μέσα σε αυτή τη μικροσκοπική φυλακή που είναι η Γάζα- μαζί με τη γάτα τους ή τον σκύλο της. Δεν ήταν επιπολαιότητα κάποιου Ευρωπαίου αλεξιπτωτιστή-δημοσιογράφου (μην ξεχνάτε ότι το Ισραήλ δεν θέλει να σας διηγείται κανένας εκτός Γάζας το τι συμβαίνει εκεί), αλλά ένα αυθεντικό δείγμα της παλαιστινιακής κοινωνίας. Ενας άντρας μετέφερε τη γάτα του, τρομαγμένη, γαντζωμένη στον λαιμό του. Ενα παιδί κρατούσε στην αγκαλιά του ένα κουταβάκι. Και εξηγούσαν στη δημοσιογράφο ότι τα ζωάκια εκείνα ήταν η συντροφιά τους, η χαρά τους, μέλη της οικογένειάς τους και δεν ήθελαν να τα αφήσουν πίσω.
 
Εχει κατηγορηθεί η σχέση μας με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως ένα καπρίτσιο για να βλέπουμε γατάκια τη στιγμή που ο κόσμος είναι γεμάτος δυστυχία. Αν όμως, στην πραγματικότητα, αυτό είναι το αναγκαίο κλειδί που μας λείπει; Αυτή η συναισθηματική σύνδεση που παίρνει σάρκα και οστά σε κάτι που μπορούμε να κατανοήσουμε, επειδή μπορούμε να το βιώσουμε αυθεντικά;
 
Εχω πάψει εδώ και μήνες να βλέπω και να ακούω ειδήσεις για την Παλαιστίνη. Καλά καλά δεν μπορώ να διαβάσω ούτε περιληπτικά τους τίτλους. Κι όμως, ποτέ άλλοτε δεν είχα νιώσει πιο κοντά με τον κόσμο της Παλαιστίνης. Δεν πρέπει να έχω δει καμία φωτογραφία με πτώματα. Παρακολουθώ όμως τις ιστορίες του Gazasunbirds, του Riwaq ή του Ahlan Palestine. Είναι μικρές, καθημερινές ιστορίες για την τέχνη, την αλληλεγγύη, τη ζωή, που με υποχρεώνουν να γεμίσω με τη φαντασία μου ό,τι μένει ατελές: πώς επιτρέψαμε να φτάσουμε σε αυτό το σημείο; Πώς μπορεί μια κοινωνία να υποβαθμίζεται σε κάτι τέτοιο με τη δική μας συνενοχή; Και σε αυτό το σημείο είναι που αρχίζει η αληθινή δουλειά για το μυαλό μας, δηλαδή να πάρουμε τις αποφάσεις που μας αναλογούν.