Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε την πόλη μας να αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς και σε όλα τα επίπεδα. Και η λίστα είναι μακρά: από τη συνεχή υποβάθμιση των (ελάχιστων) δημόσιων χώρων και χώρων πρασίνου που καταλήγουν να δίνονται βορρά στην ιδιωτικοποίηση (βλ. Λόφος Στρέφη, πάρκο Δρακόπουλου, πλατεία Πρωτομαγιάς ή τη συζήτηση που κάθε τόσο ανοίγει για τον Εθνικό Κήπο), τη συστηματική πολιτιστική υποβάθμιση της Αθήνας (με το τσιμεντάρισμα της Ακρόπολης, το κλείσιμο του Συλλόγου Αρχαιολόγων κλπ), την αβίωτη κατάσταση στο κέντρο με αχρείαστα έργα-βιτρίνα που κατασπαταλούν τους πόρους του δήμου (πεζοδρόμηση Πανεπιστημίου, πεζοδρόμηση Βασιλίσσης Όλγας, ανάπλαση πλατείας Συντάγματος), την αυξανόμενη ένταση φαινομένων τουριστικοποίησης, την άλωση των γειτονιών μας από τα τραπεζοκαθίσματα και τη μονοκαλλιέργεια της διασκέδασης, την αύξηση των φαινομένων εξευγενισμού με την εκτίναξη των ενοικίων και των τιμών γης και το πρωτοφανές, για τα αθηναϊκά δεδομένα, και διογκούμενο στεγαστικό πρόβλημα, μέχρι τη βίαιη καταστολή όσων διανοηθούν να αντισταθούν σε κάποιο από τα παραπάνω (όπως χαρακτηριστικά γίνεται με την πρωτοβουλία των κατοίκων των Εξαρχείων).
Με την πρώτη μεγάλη βροχή η Αθήνα πλημμυρίζει, παρασύροντας όλη την πλαστή αυτή εικόνα «εξευρωπαϊσμού» της, με τον πρώτο καύσωνα (όλο και πιο συχνά πλέον) η μετακίνηση στο κέντρο μετατρέπεται σε επικίνδυνο σπορ και τα λιγοστά πάρκα που μπορούν να προσφέρουν λίγη δροσιά κλείνουν (δήθεν για την αποφυγή πυρκαγιάς), ενώ όταν χιονίζει η πόλη παραλύει, τα ακλάδευτα δέντρα σπάνε κάτω από το βάρος του χιονιού και κινδυνεύουμε να μπλοκαριστούμε σε κάποιον δρόμο για ώρες.
Κι ενώ όλα αυτά συμβαίνουν με καταιγιστικούς ρυθμούς όσο εμείς τρέχουμε να υπερασπιστούμε ό,τι προλαβαίνουμε, ο κυρίαρχος λόγος μας καλεί να γίνουμε «ανθεκτικοί» –το νέο «σύνθημα» που μας επιβάλλεται συστηματικά, με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία. Ανθεκτικότητα σε τι, για ποιον και με ποιον στόχο, θα ήταν κάποιες πρώτες εύλογες ερωτήσεις. Στην ουσία καλούμαστε να εξατομικεύσουμε την ευθύνη της επιβίωσής μας και να προσαρμοστούμε σε ένα πλαίσιο που –όπως διατείνονται οι υποστηρικτές της ανθεκτικότητας– ούτε μπορούμε να επιλέξουμε, αλλά ούτε και να αλλάξουμε.
Μια πόλη για ποιους;
Για να καταλάβουμε, όμως, τι στο καλό συμβαίνει πια σ’ αυτή την πόλη, χρειάζεται να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να δούμε το ευρύτερο πλαίσιο που η εικόνα αυτή συνθέτει. Στην πραγματικότητα, όλα αυτά δεν είναι αποσπασματικά, ούτε και «μεμονωμένα γεγονότα». Αντίθετα, αποτυπώνουν (υλικά και στην πράξη) μία ευρύτερη αντίληψη και πρακτική της ανάπτυξης των πόλεων και δεν αφορούν μόνο την Αθήνα, αλλά εμφανίζονται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, σε όλες τις μεγαλουπόλεις του δυτικού κόσμου.
Ναι, σίγουρα, οι πόλεις, ως ζωντανοί κοινωνικοί χώροι, δεν παραμένουν στάσιμες, αλλά αλλάζουν. Αυτό που, όμως, βιώνουμε σήμερα, είναι μία ολομέτωπη επίθεση και ένα σύνολο βίαιων και επιβεβλημένων εκ των άνωθεν αλλαγών, που, είναι πλέον ολοφάνερο, ότι στοχεύουν στην άρδην αλλαγή του χαρακτήρα της πόλης στο σύνολό της. Και τελικά, η «νέα» αυτή Αθήνα δεν απευθύνεται στους κατοίκους της πόλης μας, δηλαδή σε εμάς που ζούμε, κοινωνικοποιούμαστε και εργαζόμαστε εδώ, αλλά μάλλον σε ανθρώπους που περιφέρονται, ως άλλοι flâneurs, άσκοπα στην πόλη, είναι σε μόνιμες διακοπές ή τρέχουν κάθε λίγο και λιγάκι σε κάποιον από τους πολλούς μαραθώνιους, διαφημίζοντας στα μπλουζάκια τους κάθε φορά και κάποια άλλη εταιρεία.
Κι αν όλα αυτά μοιάζουν καινούρια, τα μοντέλα ανάπτυξης που τώρα βλέπουμε να ολοκληρώνουν τον κύκλο τους αλλάζοντας τον χαρακτήρα των πόλεών μας, όχι μόνο είναι ενδεικτικά των συνεχών κύκλων αναβάθμισης, υποβάθμισης και επανα-αναβάθμισης που είναι τόσο δομικοί για την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά, στη μορφή που έχουν πάρει σήμερα εκκινούν ήδη από την περίοδο της απομάκρυνσης της βιομηχανίας και των «οχλουσών χρήσεων» από τα κέντρα των πόλεων που συμπαρέσυραν και όλη την εργατική τάξη, και του ενδιαφέροντος των ανώτερων (μέχρι τότε προαστιοποιημένων) κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων –αλλά και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου– για «επιστροφή στο κέντρο» (άλλη μία φράση που έχουμε τόσο συχνά ακούσει ως κεντρική στόχευση των πολιτικών για την πόλη μας). Το γνωστό σλόγκαν του τότε δημάρχου της πόλης της Νέας Υόρκης, Ρούντι Τζουλιάνι, «να ανακαταλάβουμε τους δημόσιους χώρους μας» της δεκαετίας του 1990 έχει πολλάκις αναμασηθεί από τότε και σήμερα μας μοιάζει εξαιρετικά οικείο. Το ερώτημα, βέβαια, είναι ποιοι είναι αυτοί που θα ανακαταλάβουν τελικά τις πόλεις και από ποιους;
Μια άλλη πόλη είναι εφικτή
Αντίθετα, λοιπόν, από όσα μας επιβάλλουν, εμείς και μπορούμε και πρέπει να φανταστούμε και να διεκδικήσουμε μία άλλη πόλη. Και για να το κάνουμε αυτό πρέπει, αφενός, να κατανοήσουμε το πώς όλα αυτά που σήμερα βιώνουμε στην πόλη μας συνδέονται κάτω από την ομπρέλα των ευρύτερων αναπτυξιακών σχεδίων –άρα να αποκωδικοποιήσουμε τις τάσεις και τις κατευθύνσεις που τα αναπτυξιακά διαμορφώνουν.
Η απρόσμενη και συντριπτική ήττα του απερχόμενου δημάρχου Μπακογιάννη είναι ίσως μία πρώτη νίκη, αλλά σίγουρα δεν είναι αρκετή. Γιατί τα όσα οραματίστηκε και υλοποίησε στην Αθήνα δεν αποτελούν το ιδιαίτερο, δικό του όραμα, αλλά έρχονται σε συνέχεια μίας πολιτικής που ακολουθείται και σχεδιάζεται για την πόλη μας εδώ και δεκαετίες, στοχεύοντας στη μετατροπή της Αθήνας σε μία πόλη για τουρίστες και συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα.
Αξίζει να θυμηθούμε το πώς ολόκληρες γειτονιές της Αθήνας, όπως η Πλάκα, του Ψυρρή, το Γκάζι, το Μεταξουργείο ή το Εμπορικό Τρίγωνο, μετατράπηκαν από πραγματικά ζωντανές γειτονιές σε υπερτοπικά διασκεδαστήρια και «φθηνή» σκηνογραφία για τον κάθε περαστικό. Άλλωστε, είναι χαρακτηριστικό πως η νέα στόχευση για τις γειτονιές των πόλεών μας είναι να μετατραπούν σε «vibrant» (δυναμικές, ζωντανές). Είναι, άραγε πιο ζωντανή μία γειτονιά όπου έχει επέλθει η επέλαση της εστίασης και της διασκέδασης ή μία γειτονιά στην οποία οι κάτοικοι αναπτύσσουν ουσιαστικές κοινωνικές σχέσεις και δίκτυα αλληλεγγύης; Επομένως, πρώτο βήμα είναι η ουσιαστική κατανόηση των ευρύτερων τάσεων που διαμορφώνει η σύγχρονη αστική ανάπτυξη, χωρίς να τις θεωρούμε κάτι δεδομένο, αναμφισβήτητο ή μη ανατρέψιμο.
Αφετέρου, οφείλουμε να επαναδιεκδικήσουμε το δικό μας δικαίωμα στην πόλη στο επίπεδο των γειτονιών μας. Και για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να στηρίξουμε και να ενδυναμώσουμε τα υφιστάμενα κινήματα των γειτονιών που διεκδικούν στην πράξη έναν άλλο τρόπο ύπαρξης στην πόλη μας, αλλά και, ως ουσιαστικοί χώροι κοινωνικοποίησης και διαλόγου, αποτελούν το πρώτο βήμα για να οραματιστούμε συλλογικά και από τα κάτω την Αθήνα που πραγματικά θέλουμε.
Η Άλκηστις Πρέπη είναι αρχιτέκτονας πολεοδόμος και δρ ΕΜΠ