Προσφάτως ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών δήλωσε ότι η Ελλάδα παρανομεί σε σχέση με τη στρατιωτικοποίηση των νήσων του ανατολικού Αιγαίου που είχαν δοθεί στην Ελλάδα με τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923) και με τη Συνθήκη των Παρισίων (1946) υπό καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης, ως εκ τούτου τίθεται σε αμφιβολία η ελληνική κυριαρχία σε αυτά τα νησιά. Πρόκειται για επιχείρημα που έχουν χρησιμοποιήσει εδώ και δεκαετίες αρκετοί Τούρκοι νομικοί της «σκληρής γραμμής» κατά της Ελλάδας.
Ωστόσο, η επίσημη Τουρκία είχε αποφύγει μέχρι τώρα, να χρησιμοποιήσει τέτοια εμπρηστικά επιχειρήματα, αλλά προφανώς τα είχε στη φαρέτρα της όταν η κατάσταση στα ελληνοτουρκικά θα χειροτέρευε. Ας δούμε λοιπόν πώς έχουν τα πράγματα από πλευράς διεθνούς δικαίου. Η υποχρέωση αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νήσων του ανατολικού Αιγαίου ορίζεται από τρία νομικά καθεστώτα:
Λήμνος και Σαμοθράκη: εδώ ισχύει είτε η Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά (1923) είτε η Σύμβαση του Μοντρέ (1936).
Μυτιλήνη, Χίος, Σάμος και Ικαρία: διέπονται από τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης (1923).
Δωδεκάνησα: διέπονται από τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων (1946).
Για Λήμνο και Σαμοθράκη η Τουρκία υποστηρίζει ότι συνεχίζει να ισχύει η Σύμβαση του 1923, ενώ για τα Στενά ισχύει η άρση της αποστρατιωτικοποίησης που υιοθετήθηκε στο Μοντρέ. Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι στο Μοντρέ επήλθε και άρση της αποστρατιωτικοποίησης, γιατί η νέα σύμβαση αντικατέστησε την προηγούμενη, και ας μην αναφέρονται τα νησιά αυτά ρητά στην εν λόγω σύμβαση.
Ως προς αυτό το καθεστώς, η ελληνική θέση φαίνεται ισχυρότερη, κάτι που παραδέχονται και οι ενήμεροι Τούρκοι διπλωμάτες και δημοσιογράφοι (σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες με εμάς). Η ναυαρχίδα μας εδώ είναι η δήλωση του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Ρουστού Αράς, όταν κυρώθηκε η Σύμβαση του Μοντρέ στην τουρκική Εθνοσυνέλευση, που αποδέχθηκε κατηγορηματικά τη μελλοντική ελληνική στρατιωτικοποίηση ως νόμιμη, παρουσία μάλιστα του πρωθυπουργού Ισμέτ Ινονου.
Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη ομάδα νησιών, κανονικά ισχύει μέχρι σήμερα το άρθρο 13 περί της μερικής αποστρατιωτικοποίησης της Συνθήκης της Λωζάννης (1923). Εδώ η τουρκική θέση φαίνεται νομικά πιο ισχυρή. Η Ελλάδα ωστόσο κραδαίνει ένα βασικό επιχείρημα, ότι ασκεί το αναφαίρετο δικαίωμα στην άμυνά της (να είναι καταλλήλως προετοιμασμένη), με δεδομένη την απειλητική στάση της Τουρκίας, όπως προκύπτει από τη συνεχιζόμενη παράνομη κατοχή του σχεδόν 37% του εδάφους της Κύπρου, το casus belli που επικρέμαται απειλητικό, τη δημιουργία της Τέταρτης Τουρκικής Στρατιάς Σμύρνης και τον μεγάλο αριθμό αποβατικών στην περιοχή.
Σε ό,τι αφορά τα Δωδεκάνησα, η ελληνική επιχειρηματολογία, πέραν από τα περί δικαιώματος στη νόμιμη άμυνα, είναι ότι η αποστρατιωτικοποίηση αυτή δεν έχει την Τουρκία ως κράτος-μέρος (Συνθήκη των Παρισίων). Συνεπώς η Τουρκία δεν έχει το δικαίωμα να προβάλλει αιτιάσεις ή διαμαρτυρίες. Οι υποχρεώσεις απορρέουν μόνο για τους υπογράψαντες. Η Αγκυρα αντιτάσσει ότι η αποστρατιωτικοποίηση δεν μπορεί να μην έχει και την ασφάλεια της Τουρκίας στους στόχους της, αφού τα νησιά βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από τα τουρκικά παράλια, με προφανή επακόλουθα γι’ αυτήν όταν είναι στρατιωτικοποιημένα.
Αλλωστε η Αθήνα προς ποιον απευθύνεται με τη στρατιωτικοποίηση, προφανώς προς την Τουρκία, ας μην κρύβονται λοιπόν οι Ελληνες πίσω από το δάκτυλό τους με νομικίστικα επιχειρήματα. Σπεύδω να καθησυχάσω τους αναγνώστες ότι ακόμη και αν η Ελλάδα βρεθεί νομικά εν αδίκω για κάποια από τις τρεις κατηγορίες νησιών, π.χ. στον ΟΗΕ ή σε άλλο διεθνές φόρουμ, δεν τίθεται ζήτημα αμφισβήτησης της κυριαρχίας ή αλλαγής της κυριαρχίας και αυτό για τρεις θεμελιώδεις λόγους.
Πρώτον, γιατί μια στρατιωτικοποίηση μπορεί να λάβει χώρα μονομερώς αν αλλάξουν οι συνθήκες που οδήγησαν στην αρχική αποστρατιωτικοποίηση (π.χ. περίπτωση ιταλικών νησιών, δεκαετίες μετά την Ειρήνη των Παρισίων, χωρίς κανένα κράτος να διαμαρτυρηθεί)· δεύτερον, εκτός ελαχίστων Τούρκων στη Ρόδο, οι κάτοικοι των νησιών αυτών είναι Ελληνες· τρίτον, με βάση τις αρχές του απαραβίαστου των συνόρων και της εδαφικής ακεραιότητας, η αλλαγή συνόρων δύναται να λάβει χώρα μόνο κατόπιν συμφωνίας μεταξύ δύο κρατών και με βάση το διεθνές δίκαιο (δηλαδή ειρηνικά), όσο για τις προσαρτήσεις διά της βίας, δεν ισχύουν (π.χ. βόρεια Κύπρος, Δυτική Οχθη του Ιορδάνη ποταμού, Ανατολικό Τιμόρ μέχρι το 1999).
Πάντως όσο η εκκρεμότητα της μη επίλυσης των διαφορών του Αιγαίου συνεχίζεται και η Ελλάδα σέρνει τα πόδια και δεν επιχειρεί να επιλύσει τη διαφορά διμερώς (σχολή Μολυβιάτη), τότε θα έχουμε τέτοιες και άλλες εμπρηστικές αιτιάσεις και το κλίμα μεταξύ των δύο κρατών θα χειροτερεύει όλο και περισσότερο. Μόνη οδός ο ειλικρινής διάλογος και η τελική ειρηνική επίλυση με δύο κερδισμένους.
Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι Ομότιμος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το τελευταίο του βιβλίο για τη διένεξη του Αιγαίου έχει τίτλο «Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειος: 50+1 όψεις των ελληνοτουρκικών διενέξεων» (Αθήνα, Θεμέλιο, 2020)
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών