Οι πυκνές διεθνείς εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος δεν αφήνουν πια κανένα περιθώριο ανέμελης αισιοδοξίας. Ο χειμώνας που έρχεται θα είναι εξαιρετικά δύσκολος. Το βλέμμα μας συχνά αδυνατεί να δει πέρα από το όριο του βραχυπρόθεσμου. Εδώ που βρισκόμαστε όμως αυτό δεν είναι πια αρκετό. Η εμπειρία των πολυεπίπεδων κρίσεων των τελευταίων ετών και τα υπάρχοντα δεδομένα οδηγούν σε ένα και μόνο συμπέρασμα: το υπάρχον μοντέλο έχει φτάσει στα ιστορικά του όρια. Είναι η ώρα των πολιτικών επιλογών.
Η επίγνωση αυτή οδηγεί στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης -η οποία πληρώνει το υψηλότερο τίμημα της γεωπολιτικής αναταραχής- σε ριζοσπαστικά μέτρα που μέχρι πριν λίγο διάστημα φάνταζαν ακαδημαϊκές ασκήσεις επί χάρτου. Η Γαλλία και η Γερμανία ανακοίνωσαν την κρατικοποίηση ενεργειακών κολοσσών, ενώ την ίδια στιγμή η πρόταση για πλαφόν αγορά ηλεκτρικού ρεύματος κερδίζει διαρκώς έδαφος. Οι κινήσεις αυτές επισφραγίζουν μία πορεία επιστροφής του κρατικού σχεδιασμού και της δημόσιας παρέμβασης στην οικονομική ζωή. Σηματοδοτούν την κρίση της νεοφιλελεύθερης αντίληψης που μέχρι πολύ πρόσφατα θεωρούσε «αυτονόητη» την ιδιωτικοποίηση της ενέργειας και την υπαγωγή της στη λογική της ιδιωτικής κερδοφορίας. Δεν ισχυρίζομαι ότι έχουμε οριστικά απαλλαγεί από τις αντιλήψεις αυτές. Υποστηρίζω όμως ότι δεν μπορούμε να κλείνουμε πια τα μάτια μας στο προφανές: ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε απαιτούν ριζοσπαστικές τομές και μία αντιστροφή του μέχρι πρότινος κυρίαρχου τρόπου σκέψης.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας πιστεύει -και πράττει με συνέπεια- ακριβώς το αντίθετο. Από το 2019 έως το 2021 παρακολουθήσαμε τη συστηματική επίθεση στην έννοια του δημόσιου σχεδιασμού και ελέγχου στον κρίσιμο κλάδο της ενέργειας. Το αποτέλεσμα ήταν από τη μία η προώθηση της ιδιωτικοποίησης βασικών εθνικών ενεργειακών πυλώνων (ΔΕΗ και δίκτυα) και από την άλλη η σταδιακή -και ορατή ήδη πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία- αύξηση των τιμολογίων. Όταν η απρόβλεπτη παράμετρος του πολέμου κατέστησε πασιφανή τα αδιέξοδα των κυβερνητικών επιλογών (από την υποτίμηση της λιγνιτικής παραγωγής έως τη διάλυση των ελεγκτικών μηχανισμών), η Νέα Δημοκρατία κατέφυγε στο πιο παρωχημένο και αποτυχημένο μοντέλο αντιμετώπισης κρίσεων. Αυτό συνοψίζεται στις διαδοχικές επιδοτήσεις της κερδοσκοπίας στην ενέργεια με χρήματα των ίδιων των φορολογουμένων. Πρόκειται για μια καταστροφική επιλογή: αυτή τη στιγμή ούτε τα τιμολόγια μειώνονται, ούτε η παραγωγική οικονομία προστατεύεται από τα εξωφρενικά κόστη της ενέργειας, ενώ το δημόσιο χρέος εκτοξεύεται.
Και το κύριο; Επιδοτείται το πρόβλημα, αντί να επιλύεται. Αυτός είναι ο ορισμός του τρόπου πολιτικής που μας οδήγησε στις χειρότερες μέρες της χρεοκοπίας. Ας αναλογιστούμε το εξής. Η γερμανική κυβέρνηση σκοπεύει να καταβάλλει 8 δισεκατομμύρια ευρώ για την κρατικοποίηση της εταιρείας φυσικού αερίου Uniper. Η ελληνική κυβέρνηση επαίρεται γιατί σε έναν μόνο μήνα θα δώσει 1,9 δισεκατομμύρια ευρώ σε επιδοτήσεις. Η πρώτη επιλογή παραπέμπει σε στρατηγική επένδυση σε μια νέα πολιτική. Η δεύτερη σε παλαιοκομματική διανομή «μποναμάδων». Και δεν είναι η μόνη. Από το 2019 η Νέα Δημοκρατία πορεύεται με έναν τοξικό συνδυασμό νεοφιλελεύθερων επιλογών στην στρατηγική αναδιάρθρωση της χώρας και κρατικοδίαιτης επιδότησης ιδιωτικών συμφερόντων στις μεγάλες κρίσεις που αντιμετωπίζει η χώρα.
Τα καύσιμα αυτής της επιλογής έχουν εξαντληθεί. Η Ελλάδα πληρώνει δυσανάλογο τίμημα εξαιτίας της πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας και οι εξαιρετικά δυσοίωνες εκτιμήσεις οδηγούν στην κοινωνική, αλλά και πολιτική, απομόνωση της κυβέρνησης που ροκανίζει όσο μπορεί τον όποιο χρόνο της έχει απομείνει. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στη Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης κατέθεσε ένα κυβερνητικό σχέδιο με πυρήνα την έννοια της Δικαιοσύνης. Στο πλαίσιο αυτό, πρότεινε μια τομή στον ενεργειακό κλάδο: την ανάκτηση του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών της ΔΕΗ από το Κράτος, την αποφασιστική ρύθμιση της αγοράς, την ουσιαστική προώθηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, την καταφυγή στην λιγνιτική παραγωγή για τις άμεσες ανάγκες που βρίσκονται μπροστά μας. Μπορεί κανείς να διαφωνεί με την πρόταση αυτή. Δεν υπάρχει όμως καμία αμφιβολία ότι αυτή συγκροτεί ένα νέο υπόδειγμα που δεν σχετίζεται με την αναπαραγωγή ενός παρωχημένου μοντέλου. Πρόκειται για μια πρόταση που εγγυάται τη σύγκρουση με τον πυρήνα της ακρίβειας και ευθυγραμμίζεται με τις προοδευτικές πολιτικές που κυριαρχούν διεθνώς.
Ο δικός μας στόχος δεν είναι να γυρίσουμε τους δείκτες του ρολογιού προς τα πίσω. Αυτό δεν είναι εφικτό άλλωστε. Στόχος μας είναι να κάνει η Ελλάδα μετρημένα και τολμηρά βήματα προς το μέλλον. Όχι υπαγορευμένα από κάποιον αόριστο βολονταρισμό. Αλλά από μια διπλή επίγνωση: της αναγκαιότητας αλλαγής του παραγωγικού μας μοντέλου για να μπορέσει αυτή η χώρα να ξεφύγει από τις διαδοχικές κρίσεις και της ρεαλιστικής δυνατότητας να καταστεί η Ελλάδα ενεργειακό υπόδειγμα εκμεταλλευόμενη τη γεωγραφία και το κλίμα της. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ περιγράφει μία τομή. Τομή που η αξία της δεν περιορίζεται στο έτσι και αλλιώς κρίσιμο πεδίο της ενέργειας, αλλά εκτείνεται σε κάτι βαθύτερο: στη μεθοδολογία για το πώς μπορούμε να σχεδιάσουμε το συλλογικό μέλλον της χώρας. Όχι με επιστροφή στα παλιά. Όχι με ανακύκλωση του παρωχημένου. Με ρεαλιστικό πρόγραμμα ριζικών αλλαγών για να κάνει η χώρα μας την νέα αρχή που της αξίζει.
Αλέξης Χαρίτσης