Η διαμόρφωση συμμαχιών είναι μια δύσκολη υπόθεση σε μια χώρα που τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένων των κομμάτων της Αριστεράς, φοβούνται τον διάλογο. Είναι όμως αναγκαία. Οπως αναγκαιότητα είναι να πείσουμε ότι η πολιτική συμμαχιών μπορεί τελικά να είναι παραγωγική σε όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας και να μην καταλήξει σε μια άγονη καρικατούρα. Μπορεί να υπάρξει μια πρόταση κυβερνητικής προοπτικής που να μπορεί να συγκινήσει και να κινητοποιήσει; Ναι, αν δεν φοβηθεί να απαντήσει στο κεντρικό πολιτικό ερώτημα που έχει τεθεί κοινωνικά. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη πρέπει να φύγει και η δημοκρατική αντιπολίτευση να ανταποκριθεί στο μείζον: στην ουσιαστική ήττα της δεξιάς πολιτικής και όχι σε μια βελτιωμένη αναπαραγωγή της.
Μετά την 28η Φεβρουαρίου του 2025 η Ελλάδα είναι μια άλλη χώρα. Αυτό το καταλαβαίνουμε όλοι μας. Η απάντηση όμως στο ερώτημα πού ακριβώς βρισκόμαστε δεν είναι καθόλου απλή. Είναι έντιμο να ομολογήσουμε ότι οι αβεβαιότητες είναι περισσότερες από τις βεβαιότητες. Αλλά αυτό δεν πρέπει να μας τρομάζει. Κάθε μετάβαση, κάθε αλλαγή, κάθε ιστορική στιγμή όπου κάτι που μέχρι χθες φάνταζε κυρίαρχο –όπως στην περίπτωση αυτή η κυβέρνηση– κλονίζεται, φέρνει μαζί της νέα δεδομένα και καινούργιες προκλήσεις. Ποιες είναι αυτές;
Πρώτον, αλλάζουν οι όροι της συζήτησης. Το ερώτημα δεν είναι πλέον αν οι πολίτες εμπιστεύονται τους θεσμούς. Ξέρουμε ότι δεν τους εμπιστεύονται. Το ερώτημα πια το θέτει με ένταση η ελληνική κοινωνία: έχουμε τη Δικαιοσύνη που μας αξίζει; Εχουμε ένα κράτος που μας αξίζει; Εχουμε μια κυβέρνηση που μας αξίζει; Αυτό είναι το κυρίαρχο μήνυμα των μεγάλων διαδηλώσεων. Οι πολίτες δηλώνουν ότι απαιτούν μια ριζική αλλαγή γιατί νιώθουν και βιώνουν την αδικία, την απόσταση δηλαδή ανάμεσα σε αυτό που δικαιούνται και αυτό το οποίο εισπράττουν στη ζωή τους.
Δεύτερον, η ανοχή τελείωσε. Το κοινωνικό συναίσθημα της ασφυξίας, που μέχρι πολύ πρόσφατα ήταν υπόκωφο, πια εκφράζεται με τρόπο ηχηρό. Εδώ είναι η μεγάλη αποτυχία μιας κυβέρνησης που επένδυσε στην καθυπόταξη της κοινωνίας και πίστεψε ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει δίχως αντίδραση. Τα αισθήματα πλέον δεν είναι ιδιωτικά. Είναι δημόσια. Η οργή είναι το αποτέλεσμα της κυβερνητικής πολιτικής και της περιφρόνησης. Και η οργή ήρθε για να μείνει μέχρι να υπάρξει εκείνη η πολιτική που θα τη μετασχηματίσει σε ελπίδα.
Τρίτον, άμεση ανάγκη για αλλαγή. Η κοινωνία δεν μπορεί να περιμένει, και γι’ αυτό ήταν τόσο προκλητική η δήλωση του πρωθυπουργού για ασφαλή σιδηρόδρομο το 2027. Τα όρια της υπομονής έχουν εξαντληθεί. Οι πολίτες θέλουν να φύγει η Νέα Δημοκρατία. Αυτό είναι σίγουρο. Αλλά το αίτημα αφορά ευθέως και την αντιπολίτευση. Τα κόμματά της εμφανίζονται βαλτωμένα σε πλήρη αναντιστοιχία με μια κοινωνία που κινείται δυναμικά. Θέλω να είμαι απόλυτα ξεκάθαρος. Γράφω αυτές τις σκέψεις με πλήρη επίγνωση ότι η κριτική της στρέφεται εναντίον όλων μας, και φυσικά και της Νέας Αριστεράς. Είναι μια δίκαιη κριτική.
Τέταρτον, οι συνταγές του παρελθόντος δεν αρκούν. Υστερα από την εκλογή του Τραμπ είναι προφανές ότι έχουμε μπει παγκοσμίως σε μια νέα περίοδο με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: γεωπολιτική αστάθεια, επανεξοπλισμός της Ευρώπης, επίθεση στα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, άρνηση της κλιματικής κρίσης. Αυτή η νέα συνθήκη είναι το τέλος της παλιάς αντίληψης ότι η πολιτική είναι η διαχείριση της φιλελεύθερης κανονικότητας. Δεν υπάρχει πια αυτή η κανονικότητα. Γι’ αυτό είναι ξεπερασμένη –και προκλητική– η οίηση των πολιτικών ελίτ που ζητούν από πολίτες να είναι «μετριοπαθείς», δηλαδή να αποδεχτούν ότι θα είναι οι μόνοι χαμένοι ενός παιχνιδιού όπου οι κανόνες αλλάζουν καθημερινά υπέρ των ισχυρών.
Αν αποδεχτούμε τα παραπάνω δεδομένα, τότε πρέπει να συμφωνήσουμε και στο εξής: απαιτείται αλλαγή πολιτικής αλλά απαιτείται και αλλαγή στον τρόπο άσκησης της πολιτικής. Η πρόταση για μια ριζική επανεκκίνηση της χώρας, για τον περιορισμό της εξουσίας των προνομιούχων ελίτ και τη δημοκρατική χειραφέτηση των κοινωνιών μας πρέπει να είναι συγκεκριμένη και χειροπιαστή. Μπορούμε εδώ να συμφωνήσουμε ή να διαφωνήσουμε στον τρόπο υλοποίησης ώσπου να βρεθεί σημείο σύγκλισης. Αλλά δεν γίνεται να μη συμφωνήσουμε ότι αυτός είναι ο στόχος. Η αλλαγή κυβέρνησης είναι προϋπόθεση. Αναγκαία συνθήκη. Οχι όμως μια αλλαγή στο πλαίσιο της παλιάς κανονικότητας που ένα κόμμα φεύγει για να έρθει ένα άλλο που ακολουθεί πάνω-κάτω την ίδια πολιτική.
Η δική μας πρόταση, η πρόταση της Νέας Αριστεράς, είναι η συγκρότηση ενός Λαϊκού Μετώπου. Μιας πλατιάς δηλαδή συμμαχίας που περιλαμβάνει πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που μπορεί να μη συμφωνούν σε όλα, αλλά συμπορεύονται πάνω σε ένα άμεσο πρόγραμμα ριζικών αλλαγών που στόχο έχει την κοινωνική ισότητα, την κλιματική δικαιοσύνη και τον εκδημοκρατισμό της καθημερινής ζωής.
Η διαμόρφωση συμμαχιών είναι μια δύσκολη υπόθεση σε μια χώρα που τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένων των κομμάτων της Αριστεράς, φοβούνται τον διάλογο. Είναι όμως αναγκαία. Οπως αναγκαιότητα είναι να πείσουμε ότι η πολιτική συμμαχιών μπορεί τελικά να είναι παραγωγική σε όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας και να μην καταλήξει σε μια άγονη καρικατούρα. Μπορεί να υπάρξει μια πρόταση κυβερνητικής προοπτικής που να μπορεί να συγκινήσει και να κινητοποιήσει; Ναι, αν δεν φοβηθεί να απαντήσει στο κεντρικό πολιτικό ερώτημα που έχει τεθεί κοινωνικά. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη πρέπει να φύγει και η δημοκρατική αντιπολίτευση να ανταποκριθεί στο μείζον: στην ουσιαστική ήττα της δεξιάς πολιτικής και όχι σε μια βελτιωμένη αναπαραγωγή της.
Αυτό προϋποθέτει τραπέζι διαλόγου των πολιτικών δυνάμεων από τη ριζοσπαστική Αριστερά μέχρι την προοδευτική σοσιαλδημοκρατία και την πολιτική οικολογία καθώς και τις οργανωμένες κοινωνικές δυνάμεις. Πάνω σε συγκεκριμένη προγραμματική βάση. Τραπέζι διαλόγου που θα καταλήξει σε πρόγραμμα δηλαδή. Οχι ένα στρογγυλεμένο πρόγραμμα μέσου όρου για να τα έχουμε καλά με όλους. Αλλά ένα πραγματικά ριζοσπαστικό πρόγραμμα υπεράσπισης των λαϊκών τάξεων, υπεράσπισης των συμφερόντων της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Ξέρω ότι η πρόταση αυτή έχει δυσκολίες, με πρώτη τον τρόπο που τα κόμματα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς έχουν συνηθίσει να κάνουν πολιτική. Αλλά, όπως είπα, η πολιτική της παλιάς κανονικότητας έχει τελειώσει. Η κοινωνία βρίσκεται ένα βήμα πιο μπροστά. Εκφράζει την απαίτησή της για ένα διαφορετικό πολιτικό σύστημα. Πρέπει να επιχειρήσουμε κάτι που δεν έχουμε ξανακάνει λοιπόν.