Αυτός είναι ο τίτλος της έκθεσης των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας που είναι αφιερωμένη στην αποσιωπημένη εμπειρία της αλβανικής μετανάστευσης στην Ελλάδα. Και αυτό είναι το τεκμήριο που δεσπόζει, συμβολικά, στην έκθεση. Μια σακούλα στην οποία ένας μετανάστης μάζευε τις τηλεκάρτες που χρησιμοποιούσε για να επικοινωνεί με τους συγγενείς του που είχαν μείνει «πίσω».
Δεν μπορούμε να ξέρουμε τις συνομιλίες τους. Ξέρουμε όμως τη ζωή των ανθρώπων που τις κρατούσαν στα χέρια τους: μια ζωή σκληρής εργασίας, εντατικής εκμετάλλευσης, καθημερινής αναμέτρησης με τους πολλαπλούς αποκλεισμούς και τις διακρίσεις της δεκαετίας του 1990.
Μια ματιά στα πρωτοσέλιδα που φιλοξενεί η έκθεση μας θυμίζει το βλέμμα της καχυποψίας και του ρατσισμού: οι Αλβανοί και οι Αλβανίδες ήταν «επικίνδυνοι» ξένοι. Ήταν ταυτόχρονα ορατοί και αόρατοι. Ορατοί ως απειλή, αόρατοι ως άνθρωποι. Και πάνω από όλα, αναλώσιμοι και αναλώσιμες στο αναπτυξιακό θαύμα της «ισχυρής Ελλάδας» που στηριζόταν εμφατικά στην εργασία τους και την ίδια στιγμή αρνούνταν πεισματικά του να αναγνωρίσει τα δικαιώματά τους, να εξασφαλίσει την ισότιμη πρόσβασή τους στα δημόσια αγαθά, να συμβάλλει στην ένταξή τους στην ελληνική πολιτική οικογένεια.
Σήμερα, υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες πολίτες πρώτης και δεύτερης μεταναστευτικής γενιάς με προέλευση από την Αλβανία. Τυπικά, τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το καλύτερο. Και αυτό είναι σημαντικό. Αλλά το πρόβλημα παραμένει. Συμπολίτες μας που ζουν και εργάζονται εδώ για δεκαετίες δεν μπορούν να γίνουν Έλληνες πολίτες γιατί το θεσμικό πλαίσιο εξακολουθεί να τους αντιμετωπίζει ως «ξένους».
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επιβάλλει φραγμούς και δυσκολίες στις εξετάσεις για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας. Συνταξιοδοτικά ζητήματα παραμένουν άλυτα με αποτέλεσμα τη δημιουργία εργαζομένων δύο ταχυτήτων. Και όπως είδαμε νωρίτερα φέτος -με την εργαλειοποίηση της υποψηφιότητας του Φρέντι Μπελέρη- η τεχνητή όξυνση στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, ο εθνικισμός και στις δύο πλευρές των συνόρων οδηγεί στη στοχοποίηση των μεταναστών και των μεταναστριών, των Ελλήνων πολιτών μεταναστευτικής καταγωγής, στη χώρα μας.
Η έκθεση των ΑΣΚΙ μας θυμίζει την ιστορία αυτή. Τα ξενοφοβικά πρωτοσέλιδα, το αντι-αλβανικό πογκρόμ της 4ης Σεπτεμβρίου του 2004, το πολλαπλό καθεστώς των διακρίσεων. Αλλά αυτή είναι η μία μόνο όψη.
Την ίδια στιγμή, αποτελεί έναν χώρο και εφαλτήριο για σκέψη για τους πολλαπλούς δρόμους της αντίστασης των ίδιων των μεταναστών και των μεταναστριών. Την ανθεκτικότητα και τη διεκδίκηση. Τον αγώνα για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων που συνδέεται με τον καθημερινό αγώνα για μια καλύτερη ζωή. Την αυτοπεποίθηση που εκφράζει ένα σύνθημα στα χέρια μεταναστών και μεταναστριών: «τώρα μιλάμε εμείς».
Πρέπει να ακούσουμε αυτή τη φωνή. Η ελληνική πολιτεία να αναγνωρίσει, συμβολικά και έμπρακτα, την ευθύνη της στην εμπέδωση των αποκλεισμών και της περιθωριοποίησης εκείνων που ανανέωσαν με την παρουσία τους τη χώρα μας.
Εμείς οι ίδιοι και οι ίδιες, να σκεφτούμε ξανά από την αρχή για το πώς ο σκληρός πυρήνας της άκρας δεξιάς -το σύνθημα «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ»- έφτασε κάποια στιγμή να είναι η κανονικότητα στις πλατείες και στους δρόμους της χώρας μας.
Η Αριστερά, η δική μας αριστερά, να αφουγκραστεί και να δημιουργήσει χώρο για την έκφραση των δυναμικών της σύγχρονης μεταναστευτικής διεκδίκησης και περηφάνειας.
Faleminderit. Ευχαριστούμε.
Αλέξης Χαρίτσης