Η συζήτηση για το ρόλο της επιστημονικής έρευνας στην κοινωνία και την οικονομική ανάπτυξη είναι ανοιχτή εδώ και χρόνια στη χώρα και διεθνώς. Η γνώση που προκύπτει από την έρευνα συχνά εμφανίζεται αποκομμένη από το κοινωνικό γίγνεσθαι και αναφέρεται ως πολιτικά «ουδέτερη». Ωστόσο, έχει πάντα πρόσημο που εν πολλοίς καθορίζεται από τις πολιτικές που εφαρμόζονται για τη χρήση ή κατάχρηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων και την παραγωγή γνωσιακού κεφαλαίου. Αναπόφευκτα, οι δημόσιες πολιτικές για την έρευνα αποτελούν απότοκα του ιδεολογικού περιβάλλοντος που επικρατεί και, κατ’ επέκταση, του αναπτυξιακού προτύπου που προτάσσεται.
Στην Ελλάδα, σημείο εκκίνησης της ιστορίας των δημόσιων πολιτικών για την έρευνα θα μπορούσε να εκληφθεί η περίοδος 1982-1985 όταν, επί υπουργίας του καθηγητή Γιώργου Λιάνη, έγιναν σοβαρές μεταρρυθμίσεις τόσο στην παιδεία (Ν.1268/82) όσο και στην έρευνα (Ν.1514/85). Αυτές οι πρωτοβουλίες έδιναν έμφαση στην επιστημονική έρευνα ως μέρος ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος που προτασσόταν για τη χώρα.
Πώς φτάσαμε στο brain drain
Κατά τη δεκαετία του ’90, οι πολιτικές για την έρευνα ακολούθησαν άλλες προτεραιοποιήσεις, συμπλέοντας με την άνοδο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού στην Ευρώπη. Τα τότε προτάγματα της ΕΕ ενθάρρυναν την ενίσχυση του βιομηχανικού βραχίονα στις ισχυρές οικονομίες της Ευρώπης. Όμως, το αναπτυξιακό σχέδιο της Ελλάδας, με τη συναίνεση και του εγχώριου κεφαλαίου, περιορίστηκε κατά βάση στην παροχή φθηνών υπηρεσιών, στον τουρισμό, στις μεταφορές και στην εκποίηση γης. Τομείς προσοδοφόροι, αλλά περιορισμένης αναπτυξιακής εμβέλειας.
Κατά την επόμενη δεκαετία, την εποχή της επίπλαστης ευμάρειας, αυτό το μοντέλο ανάπτυξης συνέβαλε στον εγκλωβισμό της οικονομίας σε μια θέση χαμηλής ανταγωνιστικότητας και περιορισμένης παραγωγικής βάσης, με μειωμένη προστιθέμενη αξία, μέτρια ένταση γνώσης, μικρή εξειδίκευση και χαμηλούς μισθούς. Η Ελλάδα, παρά τις περί του αντιθέτου μεγαλόστομες διακηρύξεις από τους πολιτικούς ταγούς της εποχής, δεν ακολούθησε ως στρατηγική επιλογή την έμπρακτη στήριξη της επιστημονικής έρευνας και την τεχνολογική καινοτομία.
Αυτά τα χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με την υποτίμηση της εργασίας, την ανεργία και κυρίως την έλλειψη προοπτικών σταδιοδρομίας, όξυναν, ιδίως μετά την οικονομική κρίση του 2008, το φαινόμενο της μονόπλευρης φυγής επιστημόνων υψηλής εξειδίκευσης στο εξωτερικό (brain drain) ή την ετεροαπασχόλησή τους σε εργασίες χαμηλής εξειδίκευσης (brain waste). Έτσι, η χώρα αποστερήθηκε το ανθρώπινο δυναμικό που διαθέτει, την πιο σημαντική της παρακαταθήκη για οποιαδήποτε προσπάθεια ανάκαμψης. Χαρακτηριστικά, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, μεταξύ 2008 και 2016 καταγράφηκε μονόπλευρη μετανάστευση 35.000 νέων επιστημόνων με διδακτορικό τίτλο σπουδών.
Πυλώνας παραγωγικής ανασυγκρότησης
Δραστική αλλαγή κατεύθυνσης σημειώθηκε την περίοδο 2015-2019 και μάλιστα σε συνθήκες αυστηρής λιτότητας, όταν ξεκίνησε προσπάθεια προκειμένου η επιστημονική έρευνα να αποτελέσει πυλώνα ενός νέου ολιστικού σχεδίου για την παραγωγική ανασυγκρότηση της Ελλάδας, με έμφαση στο ανθρώπινο δυναμικό, τις ερευνητικές υποδομές και την κοινωνική διάσταση της έρευνας. Απώτερος στόχος ήταν η αύξηση της έντασης γνώσης τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα.
Σε αυτό το πλαίσιο, σημαντικό ορόσημο υπήρξε η ίδρυση του ΕΛΙΔΕΚ, ενός πρωτοποριακού ιδρύματος που φιλοδοξούσε να αναδειχθεί σε θεσμό για τη στήριξη της ελεύθερης ποιοτικής έρευνας στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα της χώρας, χωρίς θεματικούς ή γεωγραφικούς περιορισμούς. Με τις δράσεις του, έδωσε για πρώτη φορά χώρο στην αυτόνομη εξέλιξη μεταδιδακτορικών ερευνητών/τριών, κάτι που σήμερα έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι συνέβαλε στην άμβλυνση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων όσον αφορά την πρόσβαση και την παραμονή νέων επιστημόνων στην έρευνα.
Επίσης, για τη διασύνδεση της έρευνας με τον παραγωγικό ιστό, αναπτύχθηκαν χρηματοδοτικές δράσεις οι οποίες είχαν και παιδευτικό χαρακτήρα. Στόχος ήταν η απεμπλοκή των ελληνικών επιχειρήσεων από συνήθεις, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, πρακτικές: ευκαιριακή απασχόληση φτηνού κόστους, αποστροφή για επενδύσεις έρευνας και ανάπτυξης κ.ά.
Κυριαρχία της «χρήσιμης» έρευνας
Με την αλλαγή της κυβέρνησης, το 2019, στις δημόσιες πολιτικές για την έρευνα κυριάρχησε η έννοια της «χρήσιμης» έρευνας που έχει νόημα μόνο όταν ικανοποιεί τις ανάγκες της αγοράς, οι οποίες συνήθως έχουν πρόσκαιρο και ευκαιριακό χαρακτήρα. Αυτό συχνά οδηγεί σε μια αποσπασματική προσέγγιση σχετικά με τον πολύπλευρο και μακροπρόθεσμο ρόλο της έρευνας και αλλοιώνει το χαρακτήρα της ως κοινωνικό αγαθό. Επιπλέον, ενέχει τον κίνδυνο στρεβλώσεων της ακαδημαϊκότητας, όπως στα βιομηχανικά διδακτορικά, της επιστημονικής ποιότητας και του εγκλωβισμού των ερευνητών/τριών σε συγκεκριμένους εφήμερους τομείς. Άλλωστε, ιστορικά, ουδεμία ρηξικέλευθη καινοτομία αποτέλεσε προϊόν διατεταγμένης έρευνας.
Επίσης, κρίσιμο ζήτημα αποτελεί ο σκοπός για τον οποίο διατίθενται οι δαπάνες για την έρευνα. Σήμερα, οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης για την Έρευνα υποστηρίζουν κυρίως συγχρηματοδοτήσεις για επενδύσεις τύπου real estate, όπως η ευαγγελιζόμενη «Πολιτεία Καινοτομίας», στις παλαιές εγκαταστάσεις της βιομηχανίας ΧPΩΠΕΙ στην Αθήνα, που εγκαταλείφθηκε εν κρυπτώ και παραβύστω…
Πρόκειται, λοιπόν, για δύο αντιδιαμετρικές πολιτικές για την έρευνα που είναι έντονα συνυφασμένες με το αναπτυξιακό πρότυπο που κάθε φορά επικρατεί ή τείνει να επικρατήσει.
Από τη μια, βρίσκεται η ποιοτική ανθρωποκεντρική ανάπτυξη η οποία προτάσσει την αυταξία της επιστημονικής έρευνας και την ενίσχυση των νέων επιστημόνων και ερευνητών/τριών. Αναγνωρίζει ότι βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η εξασθένηση της παραγωγικής της βάσης και ενθαρρύνει, μεταξύ άλλων, την ενσωμάτωση στην παραγωγή του γνωσιακού κεφαλαίου.
Από την άλλη, είναι η «φθηνή» ανάπτυξη που βάζει σε δεύτερη μοίρα τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας και θεωρεί ότι οι ιδιωτικοποιήσεις και οι φθηνές υπηρεσίες αρκούν για την Ελλάδα του 21ου αιώνα. Πρόκειται για το πρότυπο που ο ευρωπαϊκός νεοφιλελευθερισμός προωθεί για τη χώρα και που ενστερνίζεται ο κατά βάση κρατικοδίαιτος και παρασιτικός ελληνικός καπιταλισμός. Στο πλαίσιο αυτό, η κρίσιμη δημόσια χρηματοδότηση της επιστημονικής έρευνας υποβαθμίζεται και η στήριξή της επαφίεται σχεδόν αποκλειστικά σε ευρωπαϊκούς πόρους. Ο κίνδυνος ανάπτυξης ενός ιδιότυπου ερευνητικού «οπορτουνισμού» σε βάρος της επιστημονικής ποιότητας, δηλαδή το «κυνήγι» της ευκαιριακής χρηματοδότησης, είναι προφανής. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν προκαλεί εντύπωση ότι θάλλουν το έλλειμμα εθνικής στρατηγικής και η αποσπασματική συγκρότηση του ερευνητικού ιστού, η απουσία οράματος, η εργασιακή επισφάλεια των νέων επιστημόνων και η φυγή τους στο εξωτερικό. Ακόμη χειρότερα, έχει κυριαρχήσει μια νοοτροπία σύμφωνα με την οποία όλα αξιολογούνται με στενά οικονομίστικους όρους εταιρικής κοστολόγησης και μιας ψευδεπίγραφης ανταποδοτικότητας.
Μία εξέλιξη, την οποία ενίσχυσε ο πόλεμος στην Ουκρανία, καθιστά ακόμα δυσμενέστερο το ερευνητικό τοπίο στην ΕΕ σήμερα, καθώς στον ευρωπαϊκό νεοφιλελευθερισμό έχει πλέον εγκολπωθεί και η στρατιωτική διάσταση. Μεταξύ άλλων, οι δαπάνες για την πολυδιαφημισμένη «πράσινη μετάβαση» φαίνεται να περνούν σε δεύτερη μοίρα.
Η έρευνα «διττής χρήσης»
Προκειμένου να ξεπεραστεί η χαμηλή παραγωγικότητα και η αποβιομηχανοποίηση που ταλανίζουν την ΕΕ, πρόσφατα προτάθηκε η στρατηγική της αυτονομία απέναντι στις ΗΠΑ και στην Κίνα να βασιστεί, για πρώτη φορά εδώ και τόσες δεκαετίες, στην παλιά συνταγή, την «οικονομία του πολέμου». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μάλιστα, πρότεινε την ενίσχυση της έρευνας «διττής χρήσης» (dual-use), δηλαδή της έρευνας για πολιτικούς και στρατιωτικούς σκοπούς. Η ευρωπαϊκή ακαδημαϊκή κοινότητα, διαφωνώντας, προκρίνει ως καίριας σημασίας την ανοιχτή διάδοση της επιστημονικής γνώσης. Αλήθεια, ποια είναι η θέση της Ελλάδας και της ακαδημαϊκής της κοινότητας σε αυτό το νέο περιβάλλον; Πώς αντιδρά η ερευνητική κοινότητα στη χρήση ερευνητικών αποτελεσμάτων στους πολέμους στη γειτονιά μας;
Για τις σχεδιαζόμενες δημόσιες πολιτικές για την έρευνα είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη τα παραπάνω και οι αναδυόμενες τεχνολογικές εξελίξεις να βρίσκονται υπό κοινωνική και πολιτική εποπτεία, καθώς εύκολα μπορεί να οδηγήσουν σε μια κόλαση αντί στον παράδεισο τον οποίο υπόσχονται. Για να καλυφθεί το χάσμα μεταξύ του πώς ζούμε και του πώς μπορούμε να ζούμε.
Ο Αλέξανδρος Σελίμης είναι Δρ. Φυσικής Πανεπιστημίου Κρήτης
Ο Κώστας Φωτάκης είναι πρώην αν. υπουργός Έρευνας & Καινοτομίας, ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης και διακεκριμένο μέλος και τέως Πρόεδρος ΙΤΕ