Macro

Αλέξανδρος Κεσσόπουλος: Τέσσερις σκέψεις με αφορμή τη συμπλήρωση 10 χρόνων από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος

1) Την περίοδο 2010-2015 ο κυρίαρχος λόγος υπήρξε επιθετικός και απόλυτος. Επί της ουσίας επιχειρούσε να επιτύχει δύο πράγματα. Πρώτον, να αποπολιτικοποιήσει τη συζήτηση για τα αίτια της χρεωκοπίας. Καμία αναφορά στο κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο, στη θηριώδη μείωση της φορολογίας των μεγάλων επιχειρήσεων την περίοδο του εκσυγχρονισμού και, συνεπώς, στα μειωμένα έσοδα του κράτους που υπολείπονταν από τον μέσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο στόχαστρο τέθηκαν μονομερώς οι δημόσιες δαπάνες, το υπερτροφικό κράτος, οι πελατειακές σχέσεις και η διαφθορά. Με δυο λόγια, οι αιτίες της κρίσης παρουσιάσθηκαν πρωτίστως ως συνέπειες των αμαρτιών ενός διεφθαρμένου κράτους και μιας διεφθαρμένης κοινωνίας.
Δεύτερον, ο κυρίαρχος λόγος επιχείρησε να εμφανίσει τη λιτότητα ως ένα ορθολογικό σχέδιο νοικοκυρέματος της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας. Η συνταγή της εξυγίανσης μας είναι γνωστή. Υποχρέωση κατάρτισης πλεονασματικών προϋπολογισμών, οι οποίοι θα αποδιάρθρωναν το κοινωνικό κράτος, θα απορρύθμιζαν τις εργασιακές σχέσεις και θα κατένεμαν τα βάρη της κρίσης κατά τρόπο επωφελή για το κεφάλαιο και δυσμενή για τις δυνάμεις της εργασίας.

2) Οποιοδήποτε εναλλακτικό σχέδιο καταγγέλθηκε την εποχή εκείνη από τον κυρίαρχο λόγο, στην καλύτερη περίπτωση ως ουτοπικό και ρομαντικό, ενώ στη χειρότερη ως δημαγωγικό και λαϊκιστικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως κατά την περίοδο 2012-2015, υπέκυψε πράγματι αρκετές φορές στον πειρασμό της πρότασης εύκολων και δημαγωγικών λύσεων.
Εντούτοις, δεν ήταν αυτός ο πυρήνας της πολιτικής του. Ουσιαστικά, ο ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε την περίοδο εκείνη τρία πράγματα: α) την απαλλαγή από τον βραχνά των πλεονασματικών προϋπολογισμών μέσα σε συνθήκες ύφεσης, β) την ανακατανομή των βαρών με τρόπο κοινωνικά δικαιότερο και γ) την αλληλεγγύη της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς της εθνική οικονομία που αποτελούσε τον αδύναμο κρίκο της. Όλες αυτές οι προτάσεις χαρακτηρίσθηκαν από τις κυρίαρχες ελίτ σχεδόν παρανοϊκές.

3) Τα παιχνίδια της τύχης και της ιστορίας αποκάλυψαν ότι αυτές οι εναλλακτικές προτάσεις ήταν και θεωρητικά θεμελιωμένες και εφαρμόσιμες. Μόλις πέντε χρόνια αργότερα, το 2020, αντιμέτωπη με το δέος που προκαλούσε η πανδημία, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναθεώρησε το δόγμα της δημοσιονομικής πειθαρχίας και εφάρμοσε τα ακόλουθα μέτρα: α) έθεσε σε εφαρμογή τη ρήτρα διαφυγής από τους άκαμπτους δημοσιονομικούς κανόνες και επέτρεψε στα κράτη μέλη να δαπανήσουν όσο χρειαζόταν για να στηρίξουν την εργασία, τις επιχειρήσεις και τα συστήματα υγείας, β) εξουσιοδότησε την Επιτροπή να δανεισθεί από τις αγορές, ούτως ώστε να μην αφήσει τα πιο ευάλωτα κράτη μέλη έρμαια στις ορέξεις των κερδοσκόπων.
Επομένως, οι ίδιοι οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντικατέστησαν, στο πλαίσιο της δεύτερης κρίσης, την πειθαρχία με τη χαλάρωση και την ευθύνη κάθε κράτους μέλους με την αλληλεγγύη.
Ήταν λαϊκιστικές και παράλογες αυτές οι επιλογές; Προφανώς όχι. Ήταν θεμελιωμένες στις βασικές αρχές της κεϋνσιανής θεωρίας, η οποία υποστηρίζει ότι σε συνθήκες κρίσης πρέπει να συντάσσονται ελλειμματικοί προϋπολογισμοί προκειμένου να αποφευχθεί η βύθιση σε ένα σπιράλ ύφεσης. Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι τα διδάγματα της πανδημίας οδήγησαν στην αναθεώρηση, το 2024, της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης και τη θεσμοθέτηση της δυνατότητας κατάρτισης ελλειμματικών προϋπολογισμών σε συνθήκες κρίσης.
Πέρα από τη θεωρητική της θεμελίωση, η συνταγή αυτή είχε εφαρμοσθεί, κατά τον Μεσοπόλεμο, από τον Πρόεδρο Ρούζβελτ στις ΗΠΑ. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θεσμοθέτησε την περίοδο της πανδημίας τον μηχανισμό Recovery and Resilience Facility, ο οποίος παραπέμπει συνειρμικά στο γιγαντιαίο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων του Ρούζβελτ που ευαγγελιζόταν το τρίπτυχο “Relief, Recovery and Reform”.

4) Τα πολιτικά ερωτήματα σχετικά με το δημοψήφισμα είναι πολλά. Για παράδειγμα, μπορεί να συζητήσει κανείς αν η ιδέα για τη διεξαγωγή του ήταν ορθή. Για το αν υπήρχαν περιθώρια ουσιαστικής διαπραγμάτευσης μετά την επικράτηση του “ΟΧΙ”. Μπορεί κανείς, επίσης, να ασκήσει οξεία κριτική για τον τρόπο διαχείρισης του αποτελέσματος.
Νομίζω, όμως, ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε τουλάχιστον σε ένα πράγμα. Ότι η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος του 2015 αποτέλεσε την κορύφωση της σύγκρουσης δύο εναλλακτικών πολιτικών.
Αν συμφωνήσουμε σε αυτό, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η πιο ακραία δημαγωγία, κατά τη διάρκεια των κρίσεων, ήταν αυτή που παρουσίαζε τη δημοκρατική/προγραμματική αντιπαράθεση μεταξύ δύο εναλλακτικών πολιτικών ως τη σύγκρουση μεταξύ “λαϊκισμού και αντιλαϊκισμού” ή, αλλιώς, ως τη σύγκρουση μεταξύ “ορθολογισμού και δημαγωγίας”.

Αυτό το κυνικό στοιχείο του κυρίαρχου λόγου αποτελούσε, ενδεχομένως, και την πιο σκληρή από τις πτυχές της διαχείρισης της κρίσης. Άλλωστε, τίποτε δεν φοβίζει περισσότερο μια δημοκρατία από εκείνους τους πολιτικούς δρώντες που έχουν τη δύναμη να ταυτίσουν τα σχέδια και τα συμφέροντά τους με την απόλυτη αλήθεια.