Macro

Αλέξανδρος Κεσσόπουλος: Τα γενέθλια του Συντάγματος και οι εισβολείς στη γιορτή

Η επέτειος των πενήντα χρόνων από την ψήφιση του Συντάγματος έδωσε την αφορμή για διοργάνωση συνεδρίων, σύνταξη κειμένων και επιμέλεια αφιερωμάτων στον ημερήσιο τύπο. Πέρα, όμως, από τον λόγο για το Σύνταγμα, πολιτικό και επιστημονικό, σημασία έχει να εστιάσει κανείς και στη συνταγματική πραγματικότητα, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τις αρχές του Ιουνίου. Η τύχη τα έφερε έτσι, ώστε λίγες ημέρες πριν και μετά την επέτειο να λάβουν χώρα μια σειρά από γεγονότα που άφησαν μια βαριά σκιά στο γιορτινό κλίμα.

Πρώτα ήρθε η παραίτηση του Χρήστου Ράμμου, στις 5 Ιουνίου, ενός από τους ελάχιστους δημόσιους λειτουργούς που άσκησε τα καθήκοντά του, ιδίως στην υπόθεση των υποκλοπών, κατά τρόπο συνεπή, θεσμικό, έντιμο, επίμονο και, άρα, ενοχλητικό για την πολιτική εξουσία. Ο Ράμμος πολεμήθηκε και οι θεσμοί δοκιμάσθηκαν κατά την προσπάθεια της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών να φέρει στο φως πτυχές μιας υπόθεσης που επέφερε πολλαπλά τραύματα στο κράτος δικαίου. Χαρακτηρίσθηκε «αυτόκλητος καλεσμένος» όταν επιχείρησε να ενημερώσει τη Βουλή, είδε τη σύνθεση της ανεξάρτητης αρχής να αλλοιώνεται με αντισυνταγματικό τρόπο, αντιμετώπισε πιέσεις, εχθρότητα και μια διαρκή προσπάθεια περιθωριοποιήσης, όποτε προσπάθησε να εφαρμόσει το Σύνταγμα και τους νόμους. Η λήξη της θητείας του και η παραίτησή του σήμαναν την αποστράτευση ενός ανθρώπου που ενσάρκωνε κυριολεκτικά την έννοια του θεσμικού αντιβάρου απέναντι σε μια πανίσχυρη πολιτική εξουσία.

Λίγες ημέρες αργότερα, ακολούθησε η απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου που ακύρωνε την εκλογή τριών βουλευτών των «Σπαρτιατών» λόγω εξαπάτησης του εκλογικού σώματος, το οποίο υποτίθεται ότι δεν γνώριζε πως ο πραγματικός ηγέτης του κόμματος ήταν ο Κασιδιάρης. Το σκεπτικό αυτής της απόφασης θυμίζει σε μεγάλο βαθμό την ακύρωση των προεδρικών εκλογών τον περασμένο Νοέμβριο στη Ρουμανία. Στην περίπτωση εκείνη το ρουμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο ακύρωσε την ψήφο 9,5 εκατομμυρίων πολιτών, με το φαιδρό επιχείρημα ότι ένας μεγάλος αριθμός ψεύτικων λογαριασμών στο διαδίκτυο είχε νοθεύσει τη γνώμη του ρουμανικού εκλογικού σώματος και είχε οδηγήσει στην επικράτηση ενός φιλορώσου υποψήφιου. Αυτή η εξέλιξη στη Ρουμανία, που φαινόταν αδιανόητη για μια ώριμη φιλελεύθερη δημοκρατία, όπως η ελληνική, δεν άργησε να μεταφερθεί, έστω σε μικρογραφία, και στη χώρα μας. Το ΑΕΔ βασίστηκε σε ένα ρευστό κριτήριο του νόμου περί «πραγματικής ηγεσίας», για να στερήσει το δικαίωμα του εκλέγεσθαι από τα μέλη ενός νόμιμου πολιτικού κόμματος. Με άλλα λόγια, η απόφαση του Δικαστηρίου παρέκαμψε το Σύνταγμα, το οποίο δεν προβλέπει διαδικασία απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων, μέσω της εφαρμογής ενός νόμου, αμφίβολης συνταγματικότητας, που επιτρέπει στη δικαστική εξουσία να ακυρώσει μέρος της λαϊκής ετυμηγορίας.

Σήμερα, πριν λίγες ώρες, το Συμβούλιο της Επικρατείας επέφερε ένα ακόμη πλήγμα στο Σύνταγμα. Ο νόμος για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων κρίθηκε συνταγματικός, παρ’ ότι το ίδιο το άρθρο 16 προβλέπει σχετική ρητή απαγόρευση. Πλέον, η δυναμική ερμηνεία του Συντάγματος έχει φθάσει στο σημείο να προκρίνει νομικές κατασκευές, οι οποίες βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση με το ίδιο το γράμμα του Καταστατικού Χάρτη της Χώρας. Εφόσον, λοιπόν, αντί να προσαρμόζουμε την πραγματικότητα στους κανόνες, έχουμε φθάσει στο σημείο να κόβουμε και να ράβουμε το Σύνταγμα στα μέτρα της πραγματικότητας, μάλλον δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το τι έχει μείνει όρθιο από την έννοια της νομιμότητας, δηλαδή από την αρχή του κράτους δικαίου.

Περίπου μια δεκαετία πριν, ένα ερώτημα που δέσποζε στη συνταγματική θεωρία ήταν αν το Σύνταγμα άντεξε τη δοκιμασία της κρίσης. Τότε, οι απολογητές της κυρίαρχης πολιτικής έσπευδαν να απαντήσουν καταφατικά στο σχετικό ερώτημα. Κατά τη γνώμη μου, το ερώτημα είναι απολύτως εσφαλμένο, διότι βασίζεται σε μια στατική αντίληψη περί Συντάγματος. Στην πραγματικότητα, το Σύνταγμα ούτε άντεξε ούτε δεν άντεξε, απλά μετασχηματίσθηκε. Έγινε κάτι άλλο, πιο αδύναμο απέναντι στην πολιτική και οικονομική εξουσία, με μικρότερη κανονιστική ισχύ, με λιγότερη πραγματική και συμβολική βαρύτητα. Πολλά από αυτά που αποφασίσθηκαν τον Ιούνιο του 1975, παύουν σήμερα να αποτελούν δεσμευτικούς κανόνες, όχι διότι αναθεωρήθηκε το Σύνταγμα, αλλά διότι αυτό επιτάσσει ο συντριπτικός συσχετισμός της δύναμης υπέρ των μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων και των πολιτικών τους εκπροσώπων.

Δεν ξέρω αν ζούμε την εποχή της αναχώρησης του Συντάγματος, όπως προσφυώς αναφέρουν αρκετοί συνταγματολόγοι. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυρισθούμε ότι χειρότερη γιορτή για τα πεντηκοστά του γενέθλια δεν θα μπορούσαν να επιφυλάξουν στο Σύνταγμα οι εφαρμοστές του, πολιτικοί και νομικοί.