Macro

Αλεξάνδρα Κορωναίου: Το τέλος της πατριαρχίας;

Το τραγικό γεγονός της αυτοκτονίας του 60χρονου πατέρα μετά τον αποτρόπαιο στιγματισμό του ομοφυλόφιλου γιου του στην Κάρπαθο ήρθε να προστεθεί σε μια αλληλουχία επεισοδίων κοινωνικής ντροπής που καθημερινά βλέπουν το φως της δημοσιότητας στα χρόνια της ολικής κρίσης που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία. Θα έλεγε κανείς πως η κοινωνία νοσεί στα εσώτερά της βυθιζόμενη σε μια νοοτροπία βίας χωρίς τέλος: από το λιντσάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου μέχρι την υπόθεση Λιγνάδη, τις γυναικοκτονίες, την ηθική ταπείνωση ενός διεμφυλικού μαθητή από τον καθηγητή του και το κοινότοπο σεξουαλικό, ψυχολογικό και ηθικό μπούλινγκ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα τελευταία, άλλωστε, αναδεικνύονται ολοένα περισσότερο σε παγκόσμιο επίπεδο σε σιωπηρούς μάρτυρες, αν όχι ενόχους, του ατομικού και κοινωνικού στιγματισμού χιλιάδων ανθρώπων – θυμάτων εκβιασμού, εκφοβισμού και μίσους.
Ωστόσο, οι κοινωνικοί επιστήμονες δεν πέφτουν από τα σύννεφα μπροστά σε αυτές τις εκφράσεις ταπεινωτικής βίας, καταστροφής και αυτοκαταστροφής. Ίσως, επειδή γνωρίζουν πως τέτοια φαινόμενα υπήρξαν ανέκαθεν και δεν θα εξαλειφθούν εντελώς, παρά τη θεαματική αλλαγή αξιών, στάσεων και επιθυμιών που σημάδεψαν τις δυτικές κοινωνίες από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα μέχρι σήμερα. Παρά τα τολμηρά βήματα που σημειώθηκαν από πολύχρωμα κοινωνικά κινήματα (ΜeToo, κ.ά.) και προοδευτικές θεσμικές διευθετήσεις, ώστε η διαφορετικότητα και οι σεξουαλικές ταυτότητες και επιλογές να γίνονται αποδεκτές από μεγάλο αριθμό ατόμων ως αυτονόητο δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης κάθε ατομικού ή συλλογικού υποκειμένου.
Ασφυκτιούν και αντιστέκονται
Δεν έχει νόημα, ωστόσο, να μην παραδεχτούμε πως υπάρχει μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού που δεν εγγράφεται σε αυτή την εξέλιξη του πολιτισμού, όπως θα έλεγε ο Norbert Elias. Μια μερίδα που ταράζεται υπερβολικά μπροστά στην υποχώρηση της πατριαρχίας ως απόλυτης «αρσενικής» παντοδυναμίας συνδεδεμένης παραδοσιακά με τη διατήρηση αυταρχικών πολιτικών εξουσιών. Οι κυρίαρχες ακόμη πατριαρχικές δυνάμεις μοιάζουν να κρατούν με δυσκολία την αναπνοή τους τον τελευταίο καιρό. Ασφυκτιούν ή προσπαθούν να αντισταθούν στο ενδεχόμενο τέλος της παντοκρατορίας τους. Αντί να αποδεχτούν τις ιστορικές αλλαγές, προτιμούν, σαν τους «Καταραμένους» του Βισκόντι, να επιβάλλουν στην κοινωνία ένα απαίσιο ουρλιαχτό τρόμου οπλίζοντας, άμεσα ή έμμεσα, τα χέρια επιφανειακά δυνατών αλλά κατ’ ουσία εύθραυστων και αδύναμων υποκειμένων, αντλώντας μια σαδιστική ηδονή από τον πραγματικό ή συμβολικό θάνατο των άλλων.
Αγωνίζονται απεγνωσμένα να κρατηθούν στη ζωή τακτοποιώντας λογαριασμούς με κάθε διαφορετική κοινωνική ομάδα στη θέα της οποίας μια απροσδιόριστη ανατριχίλα διαπερνά το είναι τους. Προσπαθώντας να διαχειριστούν ανείπωτα συναισθήματα δυσφορίας, ανασφάλειας, θυμού και ενοχών ενός κατακερματισμένου, σχεδόν ανύπαρκτου «εγώ», στρέφονται μέσω μιας κωδικοποιημένης κοινωνικά και τηλεοπτικά επικοινωνίας εναντίον όλων εκείνων που δεν τους μοιάζουν.
Το σημείο τομής
Η αλήθεια είναι πως ελάχιστα γνωρίζουμε για τον πατέρα που αυτοκτόνησε και δεν είναι αυτό το θέμα μας. Ας σημειώσουμε, ωστόσο, πως δεν έσφαξε το γιο του. Ενδεχομένως να του κληροδότησε μια βαθιά ενοχή. Στην περίπτωση αυτή, πάντως, ο πατέρας δεν αποδείχτηκε «τέρας». Ίσως η οδύνη των φανερών και κρυφών γεγονότων ήταν ανυπόφορη, η ψυχική δοκιμασία βίαιη, οι εντάσεις ανάμεσα στην υπεράσπιση της ταυτότητας του γιου και στο τραύμα της κοινωνικής ντροπής υπόγειες και άλυτες. Αναμφίβολα ψυχολόγοι και εγκληματολόγοι θα είχαν πολλά να διατυπώσουν ακόμη και ως «υποθέσεις εργασίας».
Από τη σκοπιά του κοινωνιολόγου αυτό που έχει νόημα ως ερώτημα είναι το σημείο τομής του ατομικού με το κοινωνικό, το σημείο συνάντησης της δύναμης των υποκειμένων με την απώλεια της αυτοεκτίμησης, ο πολύπλοκος δεσμός ή κόμπος της ατομικής ταυτότητας με την κοινωνική αλλοτρίωση. Ωστόσο, δεν είναι οι σεξουαλικά βίαιες, καταστροφικές ή αυτοκαταστροφικές πράξεις που αυξήθηκαν. Είναι η ευαισθησία της κοινωνίας που, παρά τα φαινόμενα, αλλάζει. Μια ευαισθησία που δεν αντλεί πλέον τη δυναμική και το νόημά της από την παραδοσιακή εξουσία του πατέρα-αφέντη αλλά από τη ρητή ή άρρητη αμφισβήτησή του. Σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο περιστατικά ανάλογα με τα δικά μας υποδεικνύουν πως το πανάρχαιο άγχος του «άψογου» άνδρα – πατέρα επανέρχεται ως επιθανάτιος ρόγχος, στοιχειώνει γυναίκες και παιδιά αλλά, τώρα πια, και τον ίδιο. Τώρα είναι που δεν αρκεί να αναρωτηθούμε, όπως μας συμβουλεύουν διάφοροι «ειδήμονες», μόνο για τον εαυτό και τη σχέση του με τον Άλλο. Είτε αρέσει είτε όχι, καλούμαστε να αναρωτηθούμε για τους ρόλους που διαδραματίζουν το κοινωνικό περιβάλλον, η πολιτεία, οι νομοθετικές παρεμβάσεις, η αναγνώριση των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ κ.λπ. Να αναλογιστούμε αλλά και να διεκδικήσουμε τολμηρά τον ιστορικά σύγχρονο ρόλο του εκπαιδευτικού μας συστήματος που καιρός είναι να πάψει να αντιμετωπίζει την πολυπλοκότητα της εποχής με ανόητα συνέδρια «γονιμότητας και αναπαραγωγής», μαθήματα «ελληνικής αγωγής» και «βίους αγίων». Ας ενισχύσει καλύτερα τα εναλλακτικά προγράμματα γνώσεων για την πραγματική ζωή που θα επέτρεπαν να αναγνωρίζουμε την όποια αδικία απέναντι στους άλλους σαν αδικία απέναντι στον εαυτό μας. Έστω, ως σημείο αφετηρίας για μια ανθρώπινη κοινότητα στην οποία η ζωή και η απόλαυση της ζωής θα είναι υπέρτατα αγαθά.

Η Αλεξάνδρα Κορωναίου είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας, Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Πηγή: Η Εποχή