Έτυχε πριν λίγες μέρες να συναντήσω μία νεαρή εργαζόμενη 28 ετών. Με βουρκωμένα μάτια μού διηγήθηκε πως η οικογένειά της κινδυνεύει να χάσει το σπίτι της καθώς αδυνατεί να αποπληρώσει το «κόκκινο δάνειο». Τα δάκρυά της μου θύμισαν το λαϊκό μας τραγούδι «αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή». Αλλά και μια σειρά κοινωνιολόγων και φιλοσόφων που ανέδειξαν πως η στέγη, το σπίτι, η κατοικία δεν είναι απλώς μια υλική υπόθεση αλλά μια υπαρξιακή συνθήκη, αφού «το σπίτι» δεν εξυπηρετεί μόνο λειτουργικές ανάγκες. Ήταν και είναι πρωταρχικός τόπος συγκρότησης της υποκειμενικότητας, σημείο αφετηρίας της ενσωμάτωσης του ανθρώπου στην κοινωνία και τον κόσμο.
Ο Γκαστόν Μπασλάρ στο έργο του «La Poétique de l’espace, 1957» (Η Ποιητική του χώρου) θεωρεί την κατ-οικία την πιο οικεία δομή της ψυχικής ζωής του ανθρώπου, μια «φωλιά» που κρύβει μνήμες, εικόνες, ονειροπολήσεις, ιδιωτικές στιγμές, οικογενειακές συνήθειες, μύχιες επιθυμίες και ανομολόγητους φόβους.
Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ στο δοκίμιό του «Bâtir, habiter, penser, 1958» (Χτίζοντας, ζώντας, σκεπτόμενος) τονίζει πως το «κατοικείν» σημαίνει ριζώνω κάπου, συγκροτώ τον εαυτό μου ως υποκείμενο, διαμορφώνω το χρόνο και το χώρο για να ανοιχτώ στη συνέχεια στον έξω κόσμο, να οικοδομήσω θεμέλια εμπιστοσύνης με τους άλλους, να οικειοποιηθώ το ξένο, το απειλητικό, το ανοίκειο.
Ο γάλλος ιστορικός και κοινωνιολόγος Μισέλ ντε Σερτώ στο έργο του για την επινόηση των καθημερινών πρακτικών («L’invention du quotidien, 1980») συνδέει τον οικιακό χρόνο με τον χώρο μέσα από τις επαναλαμβανόμενες καθημερινές πρακτικές (οργάνωση του χώρου, διάταξη των αντικειμένων, ρύθμιση του χρόνου, κ.ά.) που νοηματοδοτούνται από τα υποκείμενα και συγκροτούν τις ταυτότητές τους.
Από τη δεκαετία του 2000, όταν η στεγαστική κρίση εκρήγνυται με εκατομμύρια αστέγων στη Γαλλία και την ΕΕ, ο κοινωνιολόγος Μπερνάρ Λαΐρ αναδεικνύει την κατοικία ως τόπο της ιδιωτικής ζωής και ανάπαυσης αλλά και ως «θέατρο» των υλικών και συμβολικών καταναγκασμών που επιβάλλουν οι σχέσεις εξουσίας. Οι ταξικές ανισότητες, ο στιγματισμός των φτωχών, η εργασιακή επισφάλεια, η οικογενειακή αστάθεια, η βία, κ.ά. αποτυπώνονται στην κατοικία. Η έλλειψή της καθιστά τα λαϊκά στρώματα εξαιρετικά ευάλωτα απέναντι σε πλούσιους και ισχυρούς.
Η απώλεια στέγης περιγράφεται, επίσης, δραματικά και ρεαλιστικά στις αξεπέραστες ταινίες του Κεν Λόουτς, από το «Cathy come home» του 1966 μέχρι το «I, Daniel Blake» του 2016. Υπάρχει καλύτερη αποτύπωση της ψυχικής και κοινωνικής δοκιμασίας των λαϊκών στρωμάτων μπροστά στη στέρηση κατοικίας;
Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι 150.000-180.000 οικογένειες έχασαν το σπίτι τους τα τελευταία χρόνια (υπάρχουν σχετικά δημοσιεύματα, αλλά όχι ακριβή επίσημα στοιχεία). Πλειστηριασμοί, κατασχέσεις και εξώσεις διαδραματίζονται σε συνθήκες που κάποτε οδηγούν σε αυτοκτονίες ή/και δολοφονίες, ενώ οι εικόνες ηλικιωμένων πεταμένων στον δρόμο δεν λείπουν από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Ευτυχώς, η κοινωνική αλληλεγγύη από συλλογικότητες της Αριστεράς ακυρώνει κάποιες φορές τα δράματα και απαλύνει τα τραύματα, έστω προσωρινά.
Αναλογίζομαι συχνά τις ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις της εξάπλωσης των βραχυχρόνιων μισθώσεων, της ακρίβειας των ενοικίων, κ.λπ. που οδηγούν μια ολόκληρη γενιά νέων ενηλίκων στην αναγκαία συμβίωση με τη γονεϊκή οικογένεια ή στην «αυτονομία» σε άθλια και ανθυγιεινά αλλά ακριβοπληρωμένα διαμερίσματα – τρύπες για ποντίκια.
Οι ποικίλες τεχνικο-οικονομικές ρυθμίσεις των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων μέσω δανεισμού («Σπίτι μου Ι ή ΙΙ») κρύβουν στα ψιλά γράμματα την αρπακτική διάθεση τραπεζών και funds. Ουδεμία σχέση με το θεμελιώδες δικαίωμα στη στέγη που δεν περιορίζεται στην εξασφάλιση της υλικής απόκτησης ενός σπιτιού αλλά επεκτείνεται στην αναγνώριση του κατοικείν ως πλήρους ανθρώπινης εμπειρίας. Μιας εμπειρίας που δεν θα διασαλεύει την ψυχική και κοινωνική ισορροπία νέων και μεγαλύτερων ανθρώπων.
Το στεγαστικό πρόβλημα, αποτέλεσμα των μνημονιακών πολιτικών λιτότητας και της ανυπόκριτης πλέον κερδοσκοπίας τραπεζών και funds, μας καλεί να ξανασκεφτούμε τι ακριβώς σημαίνει η παραδοσιακή έκφραση επιθυμίας της ελληνικής οικογένειας: «να έχω ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μου». Κάτι πιο βαθύ διακυβεύεται εδώ. Κάτι που έχει να κάνει με αγωνία αλλά και αγώνες για αξιοπρέπεια και κοινωνικούς δεσμούς μέσα σε πόλεις και γειτονιές όπου δεν κατοικούν μόνο ποντίκια αλλά και άνθρωποι. Άνθρωποι που υποφέρουν από την αποσταθεροποίηση του βίου τους, την ολοκληρωτική υφαρπαγή του χρόνου και του τόπου τους.