«Οποιος αρνείται να προσαρμοστεί δυστυχώς πεθαίνει. Η πορεία όλων μας εξαρτάται από το πόσο προσαρμοζόμαστε στις δύσκολες συνθήκες», δήλωσε σε πρωινή τηλεοπτική εκπομπή για την ενεργειακή φτώχεια ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών Στέλιος Πέτσας, ο οποίος ανασκεύασε λίγο αργότερα τη δήλωσή του που, σύμφωνα με τον ίδιο, παρεξηγήθηκε.
Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, ο αναπληρωτής υπουργός δεν είπε κάτι πρωτότυπο. Διατύπωσε περιεκτικά μια ουσιώδη διάσταση του νεοφιλελευθερισμού η οποία, σύμφωνα με την Barbara Stiegler, καθηγήτρια Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Bordeaux Montaigne («Πρέπει να προσαρμοστούμε», «Il faut s’adapter», 2019, εκδ. Gallimard), διακρίνει τον νεοφιλελευθερισμό από τις άλλες ιδεολογίες, ακόμα και τον συγγενικό του φιλελευθερισμό.
Γνωρίζουμε ότι από τη δαρβινική θεωρία της εξέλιξης των ειδών η έννοια της «προσαρμογής» πέρασε στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών με πρωτοπόρο τον Χέρμπερτ Σπένσερ, ο οποίος αποθέωσε την «επιβίωση του καλύτερα προσαρμοσμένου («survival of the fittest»). Εκτοτε, «ειδικοί» θετικών και κοινωνικών επιστημών (ψυχολόγοι, ανθρωπολόγοι, κοινωνιοβιολόγοι, κ.ά.) έχουν εμπλακεί τους τελευταίους δύο αιώνες σε μια πολύπλοκη ακαδημαϊκή συζήτηση την οποία είναι αδύνατο να μεταφέρουμε εδώ.
Θα αναφέραμε, ωστόσο, εν συντομία ότι, αν ο παραδοσιακός φιλελευθερισμός ομνύει στην ανάπτυξη μέσω μιας ανταγωνιστικής αγοράς την οποία «αυθόρμητα» διαμορφώνουν οι οικονομικές δυνάμεις με τη λιγότερη δυνατή κρατική παρεμβατικότητα, ο νεοφιλελευθερισμός θεωρεί τον οικονομικό ανταγωνισμό προϊόν πολιτικών, κοινωνικών και νομικών κατασκευών από τις οποίες το κράτος δεν απουσιάζει. Αντιθέτως, παρεμβαίνει σε όλα τα κοινωνικά πεδία δημιουργώντας μια γενικευμένη ανταγωνιστική τάξη πραγμάτων, ιδιαίτερα εκεί όπου οι δυνάμεις της αγοράς αποδεικνύονται κατώτερες των περιστάσεων.
Σε αυτή την περίπτωση, η κοινωνία δεν έχει καμία εφικτή εναλλακτική πρόταση, εκτός από τη διαρκή προσαρμογή στις επιταγές ενός ανταγωνιστικού σύμπαντος, μέρος του οποίου υπήρξε η αποικιοκρατία, αλλά και η ευγονική, ο φασισμός και ο ναζισμός. Σε αυτό το σύμπαν ο κοινωνικός δαρβινισμός προσέφερε ισχυρά ιδεολογικά όπλα και επιστημονική νομιμοποίηση της κυριαρχίας μιας οικονομικο-κοινωνικής ελίτ πάνω σε μια μάζα ανθρώπων «ανίκανων» να κατανοήσουν τους όρους της προσαρμογής. Είναι αυτοί, οι «απροσάρμοστοι», τους οποίους η Ιστορία «εκκαθάρισε» αφήνοντάς τους στο περιθώριο ή εξαφανίζοντάς τους διά της «φυσικής επιλογής» από προσώπου γης.
Ενα από τα σημαντικότερα εργαλεία της θεωρίας της προσαρμογής ήταν και παραμένει η εκπαίδευση. Αρκεί να θυμηθούμε τη συνεισφορά του Τζον Ντιούι που, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις, προσδιόρισε ως σκοπό της εκπαιδευτικής διαδικασίας την προσαρμογή των νέων στις συνθήκες εργασίας μέσω της εσωτερίκευσης της ανταγωνιστικής κουλτούρας. Αυτή η κουλτούρα θριαμβεύει στις ημέρες μας αποδεχόμενη ως «φυσικό φαινόμενο» τις ανισότητες, δηλαδή, την «εγγενή» ικανότητα ή ανικανότητα των υποκειμένων να ενστερνιστούν την επιχειρησιακή λογική της οικονομικής σφαίρας και τη μεταφορά των κανόνων της στον εκπαιδευτικό κόσμο. Ο λεγόμενος «νόμος Κεραμέως» διέπεται στη φιλοσοφία του από αυτή τη λογική που καθιστά το δημόσιο πανεπιστήμιο υποχείριο του οικονομικού οφέλους, της διατήρησης των ανισοτήτων και της κρατικής παρέμβασης, όταν και όπου αυτή κρίνεται αναγκαία (π.χ. επιδόματα-φιλοδωρήματα στους «άριστους» φτωχούς).
Αντιθέτως, ο δρόμος ανοίγεται πολλά υποσχόμενος για το μέλλον σε όσους κατέχουν όχι μόνο εξειδικευμένες γνώσεις και πληροφόρηση αλλά και το αναγκαίο «έθος» της επικράτησης λόγω κοινωνικής καταγωγής. Οι σύγχρονοι «επιζώντες» είναι οι «άριστοι» τους οποίους θαυμάζουμε ως κληρονόμους όχι ενός αθέατου οικονομικού και μορφωτικού κεφαλαίου, αλλά ως απόφοιτους των καλύτερων πανεπιστημίων του εσωτερικού ή του εξωτερικού. Πρόκειται στην ουσία για αυτούς που πέτυχαν στις άρρητες εξετάσεις προσαρμογής στη ζούγκλα του ανταγωνισμού. Τα επόμενα βήματα προς την επιτυχία είναι αυτονόητα και απλά με βάση το οφθαλμοφανές: αυτοί είναι οι καλύτεροι, αυτοί που κατανόησαν πως οι «ίσες ευκαιρίες για όλους» δεν αφορούν τους πολλούς αλλά τους λίγους εξοπλισμένους με το εφόδιο της προσαρμογής στην αγοραία λογική της γνώσης.
Η εκπαίδευση ήταν και είναι ισχυρό εργαλείο προσαρμογών και αναπροσαρμογών, λεπτή διαδικασία εσωτερίκευσης μιας προσαρμοστικής ευλυγισίας του αυριανού εργαζόμενου στην αλλαγή επαγγελματικών ταυτοτήτων και διαρκών επιμορφώσεων μιας διά βίου απόγνωσης που ονομάστηκε «μάθηση».
Η επιλογή δεν απέχει πολύ από τη «φυσική» επιλογή στην οποία εθίζει τους νέους η τηλε-πραγματικότητα τύπου «Survivor», η οποία γνωρίζει πώς να καταβροχθίζει τους πολλούς και να επιβραβεύει τον έναν και μοναδικό νικητή. Οι επιζώντες είναι άτομα δυνατά, ευφυή, ανθεκτικά στις πάσης φύσεως κακουχίες και κυρίως «εύκαμπτα» στις αιφνίδιες τροποποιήσεις των όρων του παιχνιδιού που άλλοι διαμορφώνουν και ορίζουν.
Τελικά η φράση «όποιος δεν προσαρμόζεται δυστυχώς πεθαίνει» δεν θίγει κανέναν. Είναι η φράση-κλειδί που καλεί την κοινωνία να προσαρμοστεί στον δυστοπικό καπιταλισμό. Διαφορετικά, τα μέλη μιας «απροσάρμοστης» κοινωνίας ενδέχεται να εξαφανιστούν από την οθόνη, ήρεμα και φυσιολογικά, σαν τους κινηματογραφικούς ήρωες στον «Αστακό» (2015) του Γιώργου Λάνθιμου, πριν προλάβουν να γευτούν το «τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη».
Η Αλεξάνδρα Κορωναίου είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας, πρώην κοσμήτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο