Συζητήθηκαν αρκετά τις τελευταίες μέρες τρεις αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου με τις οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές περικοπές στις συντάξεις δικαστικών λειτουργών (ΕλΣυν 1330-1332/2023 Ολομ.). Οι αποφάσεις εκδόθηκαν σε πρότυπη δίκη και επιλύουν το νομικό ζήτημα, δηλαδή την αντισυνταγματικότητα των περικοπών, κατά τρόπο δεσμευτικό για μεγάλο αριθμό (περίπου 400) συνταξιούχων δικαστικών που είχαν ασκήσει όμοιες προσφυγές. Η κρίση του δικαστηρίου δεν ήταν πρωτότυπη. Είχε προηγηθεί, δύο χρόνια νωρίτερα, η απόφαση 255/2021 του ειδικού δικαστηρίου του άρθρου 88 του Συντάγματος, του λεγόμενου μισθοδικείου, που έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές στις συντάξεις των δικαστικών και κατά τα λοιπά παρέπεμψε στο Ελεγκτικό Συνέδριο τη συγκεκριμένη εφαρμογή της κρίσης αυτής.
Συνταξιούχοι περισσότερων ταχυτήτων
Μια τεχνική παρατήρηση είναι αναγκαία στο σημείο αυτό. Ο θεσμός της πρότυπης ή πιλοτικής δίκης επιτρέπει στα ανώτατα δικαστήρια της χώρας (Συμβούλιο της Επικρατείας, Άρειο Πάγο, Ελεγκτικό Συνέδριο) να επιλέξουν και να δικάσουν πιλοτικά μία ή περισσότερες υποθέσεις στις οποίες τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, δηλαδή πρακτικά όταν έχει ή αναμένεται να ασκηθεί μεγάλος αριθμός όμοιων προσφυγών. Αντίστοιχη αρμοδιότητα έχει, ειδικά όσον αφορά αποδοχές και συντάξεις δικαστικών λειτουργών, το μισθοδικείο του άρθρου 88. Η απόφαση που εκδίδεται σε πρότυπη δίκη συνεπάγεται ότι όμοιες προσφυγές που έχουν ήδη ασκηθεί μέχρι την ημέρα έκδοσής της –εν προκειμένω, οι προσφυγές των 400 συνταξιούχων δικαστικών– οφείλουν να κριθούν με τον ίδιο τρόπο. Ωστόσο, τυπικά τουλάχιστον, δεν παράγει έννομες συνέπειες για πρόσωπα που βρίσκονται στην ίδια θέση και δεν είχαν προσφύγει δικαστικά –εν προκειμένω, το σύνολο των συνταξιούχων δικαστικών. Επαφίεται επομένως στην πολιτική εξουσία το αν θα φέρει στη Βουλή νομοθετική ρύθμιση που επεκτείνει, εν όλω ή εν μέρει, τις συνέπειες της απόφασης στο σύνολο των προσώπων της ίδιας κατηγορίας. Κατά κανόνα ο νομοθέτης θεσπίζει πράγματι τέτοιες ρυθμίσεις, ωστόσο αυτές συνήθως προβλέπουν την καταβολή μέρους μόνο όσων επιδικάζονται δικαστικά. Αυτή η διαφοροποίηση μεταξύ προσώπων της ίδιας κατηγορίας ανάλογα με το αν έχουν ή δεν έχουν προσφύγει δικαστικά –δηλαδή η δημιουργία συνταξιούχων δύο ταχυτήτων– είναι ένα μειονέκτημα του θεσμού της πρότυπης δίκης. Που σκοπός της, άλλωστε, είναι να αποφορτίσει τα δικαστήρια από μεγάλο όγκο όμοιων υποθέσεων και όχι να διευθετήσει ένα κοινωνικό ζήτημα.
Υπάρχουν κι άλλα μειονεκτήματα, μάλλον σημαντικότερα, που φάνηκαν με χαρακτηριστικό τρόπο στον κύκλο των υποθέσεων που αφορούν περικοπές σε συντάξεις. Καταρχάς, επειδή στο σύστημά μας διαφορετικά δικαστήρια είναι αρμόδια για διαφορετικές κατηγορίες συνταξιούχων, οι διαφοροποιήσεις στη νομολογία καθενός απ’ αυτά μπορούν επίσης να καταλήξουν στη δημιουργία συνταξιούχων περισσότερων ταχυτήτων. Για τις συντάξεις του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή αυτοαπασχολούμενων και μισθωτών, αρμόδια είναι τα διοικητικά δικαστήρια και, τελικά, το Συμβούλιο της Επικρατείας. Για τις συντάξεις του Δημοσίου, δηλαδή δημόσιων υπαλλήλων και λειτουργών, αρμόδιο είναι το Ελεγκτικό Συνέδριο. Και, ειδικά όσον αφορά τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών, αρμόδιο είναι το μισθοδικείο του άρθρου 88. Μια συνοπτική –και κατ’ ανάγκη κάπως σχηματική– περιδιάβαση στη νομολογία της τελευταίας δεκαετίας δείχνει το πρόβλημα.
Η νομολογία της τελευταίας δεκαετίας
Αλλεπάλληλες –και σωρευτικά μεγάλου ύψους– περικοπές στις συντάξεις επιβλήθηκαν όσο βρισκόμασταν σε προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, τα λεγόμενα μνημόνια, που επιβλήθηκαν από τους διεθνείς δανειστές της χώρας (2010-2018). Αλλά και μετά το 2018, που εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε καθεστώς δημοσιονομικής επιτήρησης, οι δυνατότητες έστω και μερικής αποκατάστασης των συντάξεων είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Οι περικοπές επιβλήθηκαν με διαδοχικούς νόμους σε τρία στάδια, αντίστοιχα προς καθένα από τα τρία μνημόνια. Οι περικοπές που επιβλήθηκαν με το πρώτο μνημόνιο μεταξύ 2010 και 2011 κρίθηκε από όλα τα δικαστήρια (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ελεγκτικό Συνέδριο, μισθοδικείο) ότι δεν είναι αντισυνταγματικές. Νέες περικοπές επιβλήθηκαν με το δεύτερο μνημόνιο το 2012. Το 2015 το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι οι περικοπές αυτές στις συντάξεις του ιδιωτικού τομέα (αυτοαπασχολούμενων και μισθωτών) είναι αντισυνταγματικές (ΣτΕ 2287/2015 Ολομ.). Το ίδιο έκριναν αργότερα το μισθοδικείο για τις συντάξεις των δικαστικών (απόφαση 1/2018) και το Ελεγκτικό Συνέδριο για τις υπόλοιπες συντάξεις του Δημοσίου (ΕλΣυν 1277/2018).
Με το τρίτο μνημόνιο δεν επιβλήθηκαν νέες περικοπές. Ωστόσο, ο νόμος 4387/2016 (νόμος Κατρούγκαλου) διατήρησε τις περικοπές του δεύτερου μνημονίου, παρότι είχαν εντωμεταξύ κριθεί αντισυνταγματικές από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Επίσης, ο ίδιος νόμος προέβλεψε διαφορετικό τρόπο υπολογισμού των συντάξεων, που κατ’ αποτέλεσμα συνεπαγόταν κάποιες πρόσθετες περικοπές ιδίως στις υψηλές συντάξεις. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι το 2019 το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η διατήρηση των περικοπών του δεύτερου μνημονίου από το νόμο 4387/2016 δεν είναι πλέον αντισυνταγματική, με το σκεπτικό ότι, σε αντίθεση με τις ίσου ύψους περικοπές του 2012 που κρίθηκαν αντισυνταγματικές ως καθαρά εισπρακτικό μέτρο, αυτές του νόμου Κατρούγκαλου αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης θεσμικής μεταρρύθμισης με την ίδρυση του ΕΦΚΑ (ΣτΕ 1890/2019 Ολομ.). Αντιθέτως, το μισθοδικείο ενέμεινε όπως είδαμε ότι, ειδικά όσον αφορά τις συντάξεις των δικαστικών, οι περικοπές παραμένουν αντισυνταγματικές (απόφαση 255/2021).
Ένα περαιτέρω πρόβλημα της νομολογίας είναι ότι, ενόψει των δυσβάστακτων δημοσιονομικών επιπτώσεων των αποφάσεων που διαπίστωσαν αντισυνταγματικότητα, σε κάποιες περιπτώσεις τα δικαστήρια έκριναν ότι τα αποτελέσματα της κρίσης τους αυτής δεν ανατρέχουν στο παρελθόν, αλλά εκκινούν από την ημέρα δημοσίευσης της απόφασής τους. Αυτά είναι τα περιβόητα «αναδρομικά». Έτσι, όταν το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε με την απόφαση 2287/2015 αντισυνταγματικές τις περικοπές του δεύτερου μνημονίου, όρισε ότι τα αποτελέσματα της κρίσης του αυτής εκκινούν από τον Ιούνιο του 2015, όταν εξέδωσε την απόφαση, και όχι από τον Ιανουάριο του 2013 που εφαρμόστηκαν. Και, δεδομένου ότι με την απόφαση 1890/2019 το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι από το Μάιο του 2016 που τέθηκε σε εφαρμογή ο ν. 4387/2016 έπαψε η αντισυνταγματικότητα, οι συνταξιούχοι του ιδιωτικού τομέα μπορούν να διεκδικήσουν αναδρομικά μόνο για έντεκα μήνες (Ιούνιο 2015 – Μάιο 2016).
Προνομιακή πρόσβαση στη δικαστική εξουσία
Μια τελευταία παρατήρηση. Στη συντριπτική πλειονότητά τους, σε πρότυπη δίκη κρίθηκαν προσφυγές συνταξιούχων με υψηλές συντάξεις. Για παράδειγμα, στην υπόθεση που κρίθηκε με τις αποφάσεις 255/2021 του μισθοδικείου και 1330/2023 του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο προσφεύγων συνταξιούχος πρόεδρος ανώτατου δικαστηρίου λάμβανε σύνταξη καθαρού ύψους 2.629,13 ευρώ. Ο λόγος είναι προφανής. Αφενός, στις υψηλές συντάξεις επιβλήθηκαν πολύ περισσότερες και πολύ μεγαλύτερου ύψους περικοπές απ’ ό,τι στις χαμηλές συντάξεις. Αφετέρου, ένας χαμηλοσυνταξιούχος σπανίως θα έχει τους πόρους να ξεκινήσει ένα δικαστικό αγώνα με αβέβαιη έκβαση.
Όλα αυτά συνιστούν στρεβλώσεις που θα έπρεπε να μας προβληματίσουν. Οι πιο προνομιούχοι από τους συνταξιούχους φαίνεται πως έχουν μέσω της δικαστικής οδού μια πρόσθετη δυνατότητα να διεκδικήσουν την αποκατάσταση έστω και μέρους των συντάξεών τους. Το μεγάλο ζήτημα που βρίσκεται από πίσω είναι αν θα πρέπει να έχουν τα δικαστήρια την εξουσία να ασκούν, κατ’ αποτέλεσμα, συνταξιοδοτική και δημοσιονομική πολιτική. Γιατί, δυστυχώς, στις συνθήκες της ασφυκτικής δημοσιονομικής στενότητας που εξακολουθούμε να βρισκόμαστε, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος, η επιλεκτική ικανοποίηση όσων έχουν προνομιακή πρόσβαση στη δικαστική εξουσία να γίνεται σε βάρος των πιο αδύναμων και των κοινωνικά αποκλεισμένων, με τη μεταφορά πόρων του κοινωνικού προϋπολογισμού υπέρ των πρώτων.
Ο Ακρίτας Καϊδατζής είναι αναπλ. καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ.