Η επιστολική ψήφος βρίσκεται σε σχέση έντασης με τρεις αρχές που το Σύνταγμά μας καθιερώνει για τις εκλογές: Μυστικότητα της ψήφου (άρθρο 51 παρ. 3). Αδιάβλητο της ψηφοφορίας (άρθρο 52). Και κυρίως –κάτι που δεν έχει αναδειχθεί επαρκώς στο δημόσιο διάλογο– ταυτόχρονη διενέργεια των εκλογών (άρθρο 51 παρ. 4).
Ο λόγος που είναι προβληματική για τη μυστικότητα και το αδιάβλητο είναι μάλλον προφανής. Όσες εγγυήσεις ή δικλείδες ασφαλείας κι αν τεθούν, είναι αρκετά εύκολο να πουλήσω ή έστω να εκχωρήσω σε τρίτον την επιστολική ψήφο μου, ασύγκριτα ευκολότερο απ’ όσο την ψήφο σε κάλπη. Παρόλα αυτά, επιστολική ψήφος προβλέπεται σε αρκετές χώρες στην Ευρώπη και τον κόσμο. Προβλέπεται όμως ως εξαίρεση, όχι ως δυνατότητα όλων αδιακρίτως των εκλογέων. Και ως λύση ανάγκης, προκειμένου να διευκολυνθεί η συμμετοχή στις εκλογές όσων αντικειμενικά δυσκολεύονται να προσέλθουν στις κάλπες: Συνήθως εκλογέων που ζουν σε άλλες χώρες ή, σε κάποιες περιπτώσεις, και όσων κωλύονται λόγω αναπηρίας, γήρατος ή ειδικών επαγγελματικών υποχρεώσεων. Σε κάθε περίπτωση, η επιστολική ψήφος είναι ένα αναγκαίο κακό. Αναγκαίο ίσως, αν θέλουμε να ενθαρρύνουμε τη συμμετοχή εκλογέων που διαφορετικά πιθανώς να απείχαν. Αλλά πάντως κακό. Διασπά την ενότητα της εκλογικής διαδικασίας και εμπεριέχει τη δυνατότητα (επομένως και τον πειρασμό) καταχρήσεων και κακόβουλων μεθοδεύσεων.
Το πόσο αναγκαίο είναι αυτό το κακό εξαρτάται από το Σύνταγμα κάθε χώρας. Κάποια συντάγματα προβλέπουν την, κατά παρέκκλιση από την ψήφο με φυσική παρουσία σε εκλογικό κατάστημα, δυνατότητα της επιστολικής ψήφου, άλλα όχι. Το ελληνικό Σύνταγμα δεν προέβλεπε τίποτε μέχρι το 2001. Άρα, μπορούμε ευλόγως να υποθέσουμε, μέχρι τότε η επιστολική ψήφος δεν ήταν επιτρεπτή σε καμία εκλογική διαδικασία, διότι δεν διασφαλίζει τις θεμελιώδεις αρχές της μυστικότητας, του αδιάβλητου και της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών. Για πρώτη φορά προβλέφθηκε με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Και εκεί μόνον ως εξαίρεση, όχι γενικός κανόνας. Μόνο στις βουλευτικές εκλογές, μόνο για τους εκτός επικράτειας εκλογείς και μόνο μετά την έκδοση ειδικού νόμου που ψηφίζεται από την υπεραυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνόλου των βουλευτών, δηλαδή με διακομματική συναίνεση.
Έχει σημασία ότι η δυνατότητα καθιέρωσης επιστολικής ψήφου προβλέφθηκε στο Σύνταγμα ως εξαίρεση από την αρχή της διενέργειας των εκλογών. Το άρθρο 51 παρ. 4 ορίζει: «Οι βουλευτικές εκλογές διενεργούνται ταυτόχρονα σε ολόκληρη την Επικράτεια». Και στη συνέχεια, αφού προβλέψει τη δυνατότητα έκδοσης νόμου για τη διευκόλυνση της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος από εκλογείς που βρίσκονται εκτός της επικράτειας, διευκρινίζει: «Ως προς τους εκλογείς αυτούς η αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών δεν κωλύει την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος με επιστολική ψήφο ή άλλο πρόσφορο μέσο, εφόσον η καταμέτρηση και η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων διενεργείται όποτε αυτό γίνεται και σε ολόκληρη την Επικράτεια».
Η αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών δεν κωλύει την επιστολική ψήφο των εκτός επικράτειας εκλογέων στις βουλευτικές εκλογές, ακριβώς επειδή το ίδιο το Σύνταγμα την προβλέπει ως εξαίρεση. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών κωλύει την επιστολική ψήφο. Αυτό ισχύει, καταρχήν και κυρίως, για τους εκλογείς που βρίσκονται εντός της επικράτειας και, επίσης, για το σύνολο των εκλογέων στις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Νόμος, επομένως, που δίνει σε εντός της επικράτειας εκλογείς το δικαίωμα της επιστολικής ψήφου είναι ευθέως αντισυνταγματικός. Κυρίως, ως αντίθετος στην αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών (άρθρο 51 παρ. 4 Συντ.) και, επίσης, διότι δεν διασφαλίζει επαρκώς τη μυστικότητα της ψήφου και το αδιάβλητο της ψηφοφορίας (άρθρα 51 παρ. 3 και 52 Συντ.).
Γιατί όμως το Σύνταγμα δίνει τέτοια σημασία στην ταυτόχρονη διενέργεια των εκλογών; Με την ψήφο μας την ημέρα των εκλογών συνέρχεται και συγκροτείται το κορυφαίο όργανο του πολιτεύματος, το εκλογικό σώμα, το μόνο κρατικό όργανο στο οποίο δεν αντιπροσωπεύεται αλλά εκπροσωπείται ο κυρίαρχος λαός, το μόνο με άλλα λόγια που καθιστά το πολίτευμά μας δημοκρατικό και όχι απλώς αντιπροσωπευτικό. Η ταυτόχρονη, την ίδια ημέρα, κοινή προσέλευσή μας στις κάλπες είναι το πιο κοντινό υποκατάστατο της εκκλησίας του δήμου, όπου οι πολίτες συνέρχονταν ως σώμα στην αγορά. Και διασφαλίζει δύο κρίσιμα στοιχεία. Ότι η ψήφος μας, πρώτον, είναι προϊόν όχι μόνον ελεύθερης αλλά και ενήμερης βούλησης, δηλαδή δίνεται αφότου έχουμε ενημερωθεί κατά την προεκλογική περίοδο για τα προγράμματα συνδυασμών και υποψηφίων και έχουμε επιλέξει έλλογα μεταξύ τους. Και, δεύτερον, είναι επίκαιρη, δηλαδή δίνεται ενόψει των πολιτικών πραγμάτων όπως έχουν διαμορφωθεί μέχρι και το πέρας της προεκλογικής περιόδου. Αυτή είναι η ελάχιστη εγγύηση που το Σύνταγμα θέτει, προκειμένου να αποτραπεί το να ψηφίζουμε, ως πρόβατα, προεπιλεγμένους συνδυασμούς και υποψηφίους, με το σταυρωμένο φακελάκι (ή, πλέον, επιστολή) που μας δίνουν άλλοι.
Το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε την περασμένη Τετάρτη προβλέπει το αδιανόητο. Επιτρέπει ελεύθερα σε οποιονδήποτε, εντός ή εκτός Ελλάδας, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεστεί κάποιο λόγο, να επιλέξει την επιστολική ψήφο. Θεωρητικά, εννιάμισι εκατομμύρια εκλογείς θα μπορούσαν να ψηφίσουν επιστολικά. Μπορούν να ψηφίσουν ακόμα και εικοσιπέντε μέρες πριν τις εκλογές, πριν καν ζεσταθεί η προεκλογική περίοδος. Αυτό είναι ευτελισμός της ψήφου: Παύει να είναι η ενεργός συμμετοχή του καθενός μας στη συγκρότηση του κοινού δήμου, γίνεται μια διαδικασία τόσο απρόσωπη όσο η συμμετοχή σε έναν διαγωνισμό σούπερ μάρκετ. Είναι ευτελισμός της ίδιας της δημοκρατίας: Περίπου προεξαγγέλλει τη διαμόρφωση μιας «αγοράς» επιστολικών ψήφου, αφού, είπαμε, είναι αρκετά εύκολη η αγοραπωλησία τους. Είναι, τέλος, για ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει, ευθέως αντισυνταγματική: Το άρθρο 41 παρ. 4 Συντ. την επιτρέπει μόνον ως εξαίρεση, στις βουλευτικές εκλογές και για τους εκτός επικράτειας εκλογείς, και όχι ως γενική δυνατότητα όλων αδιακρίτως των εκλογέων.
Ακρίτας Καϊδατζής