Ένας σαρανταπεντάρης πανεπιστημιακός συμμετέχει σε ένα βαρετό συνέδριο νησιωτικής κοινωνικής γεωγραφίας στο Κερουμπίνο, μαζί με μια σειρά συναδέλφους του, τα τυπικά χαρακτηριστικά των οποίων συνοψίζονται στο πρόσωπο της μαραμένης, αγχωμένης, νευρωτικής, υποτακτικής και οπωσδήποτε φιλόδοξης συναδέλφου του Μιράντας Χωλ: είναι όλες και όλοι μετριοφυείς Μιράντες και Μιράντολοι Χωλ, όπως και ο ίδιος. Φλωμπερικά και εξόχως αυτοσαρκαστικά λοιπόν μας συστήνεται: «η Μιράντα Χωλ είμαι εγώ!».
Ο τόσο όσο αυτός Μιράντολος, όπως θα αποδειχτεί στη συνέχεια, έχει καταλήξει στο Κερουμπίνο, μετά από μια τετράμηνη περιήγηση στην Ιταλία, υπαγορευμένη από τις ανάγκες της έρευνάς του αλλά και τη βαθιά υπαρξιακή αγωνία που έχει πυροδοτήσει ο πρόσφατος θάνατος του πατέρα του. Η έρευνα και η ανακοίνωσή του αφορούν την Κυμύλη, το νησί όπου περνούσε τα καλοκαίρια του ως παιδί, και τη θέση της στη δυτική γραμματολογία.
Στη μοναστηριακή βιβλιοθήκη ενός μικρού ιταλικού χωριού θα έχει την ευκαιρία να ξεφυλλίσει την πρώτη έκδοση του πρώτου κειμένου στο οποίο αναφέρεται. Τον θάνατο του πατέρα του τον βιώνει απολύτως φροϊδικά, ως το πιο σημαντικό και σπαρακτικό γεγονός τη ζωής του (πρόλογος στην Ερμηνεία των ονείρων), με τον πατέρα να είναι μαζί ένας νεκρός και ο ίδιος ο θάνατος (Επιστολή στον Καρλ Άμπραχαμ, 2.5.1912). Πρώην παιδί και αθώος παραθεριστής σε μια αγνή Κυμύλη και νυν ορφανός και ενήλικος που δυσκολεύεται να βρει τη θέση του στην «γενέθλια παλιοχώρα» του και στον ανταγωνιστικό, εμπορευματοποιημένο, αποανθρωποποιημένο σύγχρονο κόσμο εν γένει, ζητάει με την ταξιδιωτική του εμπειρία να φωτίσει το νόημα της ζωής και του θανάτου, με αναφορά στη δική του, πραγματωμένη, κυμυλική ουτοπία· και με την έρευνά του, το περιεχόμενο της πολιτικής ουτοπίας που υπήρξε η Κυμύλη στη δυτική γραμματολογία.
Από τη μια λοιπόν έχουμε την ιστορία του Μιράντολου και από την άλλη της Κυμύλης. Ιστορίες κειμένων και υποκειμένων, που κλείνουν μέσα τους άλλες ιστορίες, οι οποίες μοιάζουν να κινούνται παράλληλα, αλλά εν τω βάθει τέμνονται και συναιρούνται ποικιλοτρόπως και συστηματικά στο δάσος της Κυμύλης. Από την Κυμύλη-φέουδο στην κόμη ενός άρχοντα στη λαϊκή, σκαμπρόζικη μεσαιωνική φυλλάδα στη μυθική αιγαιοπελαγίτικη Κυμύλη των Ισοπεδωτών στην πρώτη αγγλική επανάσταση· και από το όνειρο της Κυμύλης που στοιχειώνει τους ηττημένους της θερμιδωριανής αντεπανάστασης στη νεότερη τεχνολογική Κυμύλη-μη Κυμύλη και την προσωπική Κυμύλη του αφηγητή με τα έξι ενωμένα νησιά και τη βιβλιοθήκη τους, η οποία κλείνει μέσα της όλα τα έργα της φαντασίας και των επιθυμιών ως κατά Μπλοχ αρχή της ελπίδας και των κινδύνων της, διαβάζουμε την ιστορία ενός νησιού που είναι ένα νησί σαν όλα τα άλλα και μαζί ένα νησί άλλο. Ένας τόπος-μη/ου τόπος, με ένα μαύρο και φωτερό δάσος, δέντρων και δυνατοτήτων· ένα νησί της φαντασίας και της επιθυμίας για έναν κόσμο κοινοκτημοσύνης, ισότητας και ελευθερίας· και ένα νησί της ανάμνησης, της παιδικής ηλικίας και της όποιας παρελθούσας πραγμάτωσης αυτής της φαντασίας και της επιθυμίας. Η αναζήτηση της Κυμύλης, που τα πολύσημα δέντρα-δυνατότητές της καίγονται ξανά και ξανά, αφορά εντέλει τη δυνατότητα της ίδιας της φαντασίας και της επιθυμίας, το παρόν και το μέλλον της.
Πίστη σε έναν καλύτερο κόσμο
Το νέο έργο του Άγη Πετάλα, σπονδυλωτό αλλά με άλλο τρόπο σε σχέση με τη Δύναμη του κυρίου Δ., με την οποία έκανε μια εντυπωσιακής ωριμότητας εμφάνιση στη νεοελληνική πεζογραφία πριν μια δεκαετία, είναι ένα ακόμη πιο εντυπωσιακό, ολοκληρωμένο, συναρπαστικό μυθιστόρημα για την πίστη σε έναν καλύτερο κόσμο ως βαθύτερη, πολιτική και υπαρξιακή, ανάγκη του ανθρώπου· τις συνακόλουθα επίμονες, επαναλαμβανόμενες απόπειρες για τη σύλληψη και τη δημιουργία του· το ατομικό και συλλογικό βίωμα της διάψευσης· και τη μνήμη ως πυρήνα της πικρής αλλά πιο απαραίτητης από ποτέ επιβίωσης του οράματος, σε έναν κόσμο που θέλει να το σβήσει από κάθε χάρτη. Εξού και ο αφηγητής σχεδιάζει συνεχώς τον δικό του, πραγματικό χάρτη της ποθητής Κυμύλης. Με όλους όσοι προηγήθηκαν να τον παραστέκουν στο όνειρό του, να ενώνουν τα χέρια τους με το δικό του. Και με το μυθιστόρημά του να απαντάει λογοτεχνικά, στην αυγή του 21ου αιώνα, στο αναγεννησιακό, μυθοπλασιακό κείμενο που πρώτο την επινόησε, ένα υπαρκτό-ανύπαρκτο κείμενο, όπως και όλα τα κείμενα της κυμυλικής βιβλιογραφίας.
Εστιασμένος στο καθόλου της λογοτεχνίας και όχι στο επιμέρους της Ιστορίας, με την οποία ωστόσο, όπως και με τη φιλοσοφία, συστηματικά συνομιλεί, ο Πετάλας υιοθετεί μια σύνθετη μοντερνιστική-ριζοσπαστικά ρεαλιστική αφηγηματική γραμμή, που αφενός σχεδιάζει τα συλλογικά υποκείμενα μέσα από τις διαδρομές των ατομικών υποκειμένων, μέσα από την πολύπλοκη συγκρότησή της ατομικής, βιωμένης ταυτότητας, ενός εν τω κόσμω Είναι επικαθορισμένου από το Zeitgeist· και αφετέρου επεξεργάζεται τα πραγματικά γεγονότα και κείμενα με όρους δυνατοτήτων – ορίζοντας έτσι την Κυμύλη και ως το πεδίο διαρκούς αναδιαπραγμάτευσης των όρων με τους οποίους η τέχνη του λόγου συναντά τον άνθρωπο και κόσμο. Έτσι, ο καθόλου φιλόδοξος εντέλει και ανταγωνιστικός Μιράντολος, ασφυκτιώντας μέσα στην άγρια ταξική κοινωνία των αλλεπάλληλων εικόνων και των ψευδο-κόσμων τους, αναδέχεται, ως ειρωνικός Greekman Hope, το χρέος της γραφής στην υπηρεσία της διαφύλαξης της μνήμης ως μήτρας ενός προσωπικού και συλλογικού μέλλοντος.
Εξόχως ειρωνικό και μαζί ανεπιφύλακτα τρυφερό
O Μιράντολος-Hope είναι ένα ολοζώντανο πρόσωπο, που αλλάζει, κατά το εικός, τις λερωμένες πάνες του καρκινοπαθή πατέρα του σε ένα τυπικό, σημερινό ελληνικό νοσοκομείο· αναζητεί το νόημα της ζωής και του θανάτου στα αρμονικά και τερατώδη έργα της φύσης και στα μεγαλειώδη έργα του ανθρώπου· αγαπάει, φοβάται, αναπολεί, εξανίσταται, δυσπιστεί, ειρωνεύεται, καταρρέει, ονειρεύεται, κοιμισμένος και ξύπνιος. Εξίσου ολοζώντανα είναι τα πρόσωπα που τον συντροφεύουν, περισσότερο ή λιγότερο αδρά αλλά δραστικά σχεδιασμένα, ο ωμοφάγος ακτιβιστής Πάουλι και οι περιστασιακές του φιλενάδες, ο αναγκεμένος μπογιατζής με το αδύναμο σπέρμα που καταστρέφει την Κυμύλη για το μεροκάματο· ο αλλόκοτος Κυνηγός-σεναριογράφος βιντεοπαιχνιδιών που ενσαρκώνει τη σύγχυση που γεννά η κοινωνία· η Έθελ και το οριενταλιστικό, αφελές της βλέμμα στα Βαλκάνια… Πρόσωπα που μιλούν, όπως και τα κείμενα, την κατάδική τους γλώσσα και αναπαράγουν με κάθε λεπτομέρεια τα αδιέξοδα του κόσμου μας, όπως τα αντιλαμβάνονται και τα βιώνουν με βάση (και) την κοινωνική τους θέση, σε ένα κείμενο εξόχως ειρωνικό και μαζί ανεπιφύλακτα τρυφερό που, για να παραλλάξουμε τα λόγια του Σταβίσκι στη Δύναμη του κ. Δ., επιβεβαιώνει ότι η κρίση υπάρχει, αφού τη βλέπουμε αποτυπωμένη σε ένα σπουδαίο έργο της εποχής μας, ένα για την άρρηκτη σχέση της ουτοπίας με τη ζωή την ίδια και συνακόλουθα με την τέχνη. Μια σχέση περίτεχνα οικοδομημένη από τον Πετάλα σε ένα διαλογικό, πολυφωνικό έργο υψηλής σύλληψης και τεχνικής, που κάλλιστα βρίσκει τη θέση του, μεταξύ άλλων πολλών, πλάι στα έργα του Βυιγιάρ, του Εσενόζ, του δικού μας Κυριακίδη… Μια ουσιαστική σύστασή του θα όφειλε να σταθεί σε τόσες πτυχές σκέψης και λόγου, σε τόσες αποχρώσεις, τόσους υπαινιγμούς και αναφορές, τόσες τονικότητες, που στίζουν τον δρόμο προς το υπέροχο, καταληκτικό «συνεχίζω», που είναι αδύνατη στο παρόν πλαίσιο. Όλα αυτά όμως θα τα ανακαλύψει, ευτυχής, ο αναγνώστης.
Τιτίκα Δημητρούλια