Δεκατρία χρόνια κλείνουν σήμερα από το θάνατο, στις 29 Μαΐου του 2008, του συντρόφου μας Άγγελου Ελεφάντη, εμβληματικού μάχιμου διανοούμενου της ελληνικής κομμουνιστικής ανανέωσης και συνιδρυτή της «Εποχής». Φέτος κλείνουν, επίσης, σαράντα χρόνια από την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το 1981, και τριάντα χρόνια από την έκδοση, το 1991, του κλασικού βιβλίου Στον αστερισμό του λαϊκισμού, στο οποίο ο κομμουνιστής Ελεφάντης παρουσίασε –όπως πάντα χωρίς φόβο, αλλά με πάθος και αναλυτική διαύγεια– τις απόψεις του για το κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου, που κάποιοι ήθελαν να το λένε «κίνημα».
Τιμώντας σήμερα τη μνήμη του Άγγελου, αρχικά σκεφτήκαμε να αναδημοσιεύσουμε κάποιο από τα άρθρα του γι’ αυτό το κόμμα το οποίο, όπως είχε γράψει ο ίδιος στον «Πολίτη» ήδη από το 1978, «από την σκοπιά του σοσιαλισμού» μας είχε αφήσει «παγερά αδιάφορους», ή ορισμένα αποσπάσματα από το προαναφερθέν βιβλίο του, για το οποίο μίλησε με επαινετικά λόγια ο Σεραφείμ Σεφεριάδης στη συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε εδώ στις 9 Μαΐου.
Για διάφορους λόγους, καταλήξαμε σε μια τρίτη επιλογή: να αναδημοσιεύσουμε ένα άρθρο του για τα μέσα ενημέρωσης, που γράφτηκε στην «Εποχή», στις 6 Ιουνίου 1993, το οποίο κατά την γνώμη μας πέρα από την αριστοτεχνική γραφή του θεωρούμε ότι εξακολουθεί να είναι επίκαιρο.
Χ. Γο.
Η αγορά των ΜΜΕ, ενώ λογίζεται ελεύθερη και ανοιχτή, είναι η πιο κλειστή που υπάρχει. Λογίζεται ως η πλέον πλουραλιστική, όπου ο κάθε πολίτης είναι αγοραστής και ισότιμος πωλητής των διακινουμένων σ’ αυτήν προϊόντων, όπου δηλαδή, για να χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα της κλασικής πολιτικής οικονομίας, προσφορά και ζήτηση βρίσκονται σε πλήρη αρμονία, η ζήτηση τροφοδοτεί την προσφορά και η προσφορά γεννά τη ζήτηση μέσα από μια άμεση και ισότιμη σχέση αγοραστή και πωλητή. Η αγορά των ΜΜΕ, στην οποία διακινούνται μηνύματα, ειδήσεις, ψυχαγωγία, εικόνες του κόσμου, ιδέες και ιδεολογίες, λογίζεται ως η κατ’ εξοχήν αυτορρυθμιζόμενη χάρη σε ταχύτατους αυτοματισμούς, επαληθεύσιμους αυτοστιγμή με βάση τα κυκλοφοριακά δεδομένα των εφημερίδων και τα δεδομένα ακροαματικότητας για την ηλεκτρονικό Τύπο. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για την κατ’ εξοχήν μονοπωλιακή αγορά όπου ο παραγωγός καθορίζει κατ’ αποκλειστικότητα τους όρους και τους κανόνες, καθώς και το είδος του εμπορεύματός του, περιοριζόμενος μόνο από τον ανταγωνισμό των ανταγωνιστών και αποκλείοντας από τους αγοραστές-καταναλωτές-θεατές/αναγνώστες κάθε ουσιαστική δυνατότητα παρέμβασης ή συμμετοχής. Οι μικροεπεμβάσεις, π.χ. τα τηλεφωνήματα που οι ακροατές λένε τα δικά τους, είναι κι αυτές στοιχεία του ίδιου παιχνιδιού. Η προσφορά είναι το παν. Γι’ αυτό, παίρνοντας υπόψη τη σημερινή λειτουργία των ΜΜΕ, τίποτε δεν είναι πιο αναντίστοιχο προς την πραγματικότητα από την ωραία σκέψη του Σαρτρ για τον ελεύθερο άνθρωπο που όχι μόνο διαλέγει ελεύθερα την εφημερίδα του κάθε πρωί, αλλά επιλέγοντάς την δεσμεύει όλη την ανθρωπότητα να κάνει το ίδιο. Σήμερα, τίποτε δεν είναι πιο λανθασμένο από την αντίληψη ότι ο τηλεθεατής διαλέγει ελεύθερα το κανάλι που θέλει κι αν θέλει πατάει ελεύθερα το κουμπί και κλείνει τη συσκευή. Ο τηλεθεατής ζει μέσα στην σκλαβιά του ζάπινγκ, το ζάπινγκ είναι τα δεσμά του.
***
Τα ΜΜΕ είναι εξουσιαστική δομή, από τις σκληρότερες που εφηύρε η ανθρωπότητα, τα ΜΜΕ είναι εξουσία. Παράγουν λόγο πολιτικό, συμβολικό κεφάλαιο, παράγουν ιδεολογία, μονοπωλούν τους μηχανισμούς παραγωγής ιδεολογίας, παράγουν την κοινή γνώμη κόβοντας συνάμα όλους τους διαύλους ανάδρασης. Το αποδεικνύουν ο ταχύτατα αυξανόμενος χρόνος παρακολούθησης της τηλεόρασης, η απορρόφηση του μεγαλύτερου μέρους του ελεύθερου χρόνου σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες για άτομα όλων των ηλικιακών και κοινωνικών τάξεων. Το αποδεικνύουν, επίσης, οι ονομαζόμενες εκπομπές λόγου, οι τηλεοπτικές συζητήσεις: επαγγελματίες της πολιτικής, της τέχνης ή της επιστήμης, που συνήθως επιλέγονται με κριτήρια υποτίθεται αξιοκρατικά λόγω συγκεκριμένης αρμοδιότητας, ως επαϊοντες ή ως εκπρόσωποι μερίδων της κοινής γνώμης, ανταλλάσουν απόψεις, συζητούν ή και συγκρούονται μπροστά σε ένα κοινό εξατομικευμένο, μοναδοποιημένο και απομονωμένο στους τοίχους του σπιτιού του. Σκηνοθετείται με αυτόν τον τρόπο μια πάλη πραγματική ή πλασματική –συνηθέστατα το αντικείμενο της διαμάχης είναι και πραγματικό και ουσιώδες– δίνουν στην πάλη τη μορφή τελετουργίας, θεάτρου ή θεάματος. Ή μάλλον στον μοναδιαίο άνθρωπο που παρακολουθεί παρέχεται μόνο η σκηνοθεσία, το θέαμα και του αντικειμένου και της πάλης. Αυτές οι τηλεοπτικές συζητήσεις εικονίζουν τέλεια την πλήρη αυτονόμηση του πολιτικού παιχνιδιού, την εξώνηση του πολίτη, τον εξανδραποδισμό του στο σκλαβοπάζαρο του ζάπινγκ.
***
Τα προηγούμενα κάπως αξιωματικά και πολύ πρόχειρα αραδιασμένα θα μου χρησιμεύσουν, ωστόσο, να θίξω μιαν άλλη διάσταση των ΜΜΕ που σχετίζεται με την πολιτική-ιδεολογική τους λειτουργία. Σε ένα παλαιότερο κείμενο εδώ είχα χαρακτηρίσει τα ΜΜΕ «κόμματα νέου τύπου», αφανείς μεν, υπαρκτότατες δε πολιτικές δομές εξουσίας, ή δομές εξουσίας που μαζί με άλλες συμμετέχουν αποφασιστικά στη συνολική δομή της εξουσίας, έχοντας ενίοτε, και για ορισμένα θέματα, μεγαλύτερη ισχύ από τα καθαυτό πολιτικά κόμματα. Θα επέμενα σε αυτό το χαρακτηριστικό των ΜΜΕ ως «κομμάτων νέου τύπου», ως μηχανισμών εξουσίας. Κάθε εξουσία εξουσιάζει, καταναγκάζει. Σε αυτήν την αγορά των ΜΜΕ, η κύρια πλευρά του καταναγκασμού βρίσκεται στο γεγονός ότι το κοινό δεν έχει άλλη επιλογή από το να παραιτηθεί, να αποποιηθεί ακόμη και την έφεση της αυτοπρόσωπης πολιτικής συμμετοχής, και εν τέλει να αφεθεί στο θέαμα που του παρέχει η μόνιμη οργάνωση του φαντασιακού-συμβολικού του κόσμου, η οποία αναπαριστά και αναπαράγει την τάξη του κόσμου και τις κατευθύνσεις που το άτομο καλείται ή εξαναγκάζεται να ακολουθήσει. Αλλά αν αυτή είναι η πολιτική και ιδεολογική λειτουργία των ΜΜΕ θα ήταν εντελώς μηχανιστική, η αντίληψη που θα’ βλεπε ότι αυτά τα νέα κόμματα φτιάχτηκαν επειδή κάποιος κεφαλαιούχος έβαλε λεφτά, μάζεψε τεχνικούς, δημοσιογράφους, αρθρογράφους, εκφωνητές, καλλιτέχνες, ρεπόρτερ κλπ, «έστησε», όπως λένε, έναν ραδιοφωνικό σταθμό, μια εφημερίδα ή ένα τηλεοπτικό κανάλι, άρχισε να πουλάει και ο κόσμος αναγκάστηκε να αγοράζει μην έχοντας τι άλλο να κάνει. Στην πραγματικότητα ,τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα μέσα σε αυτόν τον εσωτερικό κόσμο των ΜΜΕ. Γιατί η οικονομική διαδικασία επένδυση-παραγωγή-πώληση αφήνει έξω ένα ερώτημα: Γιατί το κοινό εξαναγκάζεται να αγοράζει αυτό το εμπόρευμα, να μπαίνει μέσα σε μια διαδικασία που το αλλοτριώνει και το αποπολιτικοποιεί; Ποιος ή τι το αναγκάζει; Κανείς και τίποτε.
***
Πράγματι κανείς δεν με εξαναγκάζει να αγοράζουμε εφημερίδες ή να βλέπουμε τηλεόραση, δεν ασκείται υλική βία πάνω μας. Άλλωστε είναι τόσοι και τόσοι που δεν αγοράζουν εφημερίδες. Αλλά όλοι μας εξαναγκαζόμαστε, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, να μπούμε μέσα στην αγορά των ΜΜΕ είτε ξέρουμε είτε δεν ξέρουμε ότι η σχέση δεν είναι αμφίδρομη. Και εξαναγκαζόμαστε διότι έχουμε πραγματικές ανάγκες που τα ΜΜΕ έρχονται να μας καλύψουν, ακριβώς όπως συμμετέχουμε σε κόμματα και πολιτικές οργανώσεις γιατί έχουμε πολιτικές και κοινωνικές ανάγκες που τα κόμματα έρχονται να μας καλύψουν. Κι όπως ανάμεσα στα κόμματα και τους οπαδούς διαμορφώνεται μια σχέση προσχώρησης, ένα consensus δηλαδή, έτσι και στην περίπτωση των ΜΜΕ, μέσα από μια περίπλοκη σχέση ενδιαφερόντων, αδράνειας, παρορμήσεων, απολαύσεων, αισθητικών προτιμήσεων, κοινωνικών και πολιτικών αναγκών, οδηγούμαστε στο περίπτερο ή στο κουμπί χωρίς αυτό να βιώνεται ως ταπείνωση και εξανδραποδισμός. Αντίθετα, μάλιστα, κατεχόμαστε συχνά από αισθήματα ψυχικής και πνευματικής πλήρωσης και αντιδρούμε μόνο σε αυτό που θεωρούμε σαχλαμάρα, γυρνώντας ενίοτε τη σελίδα ή αλλάζοντας σταθμό. Επιπλέον, για πολύ κόσμο, η τηλεθέαση είναι ο μοναδικός τρόπος που έχει για να περάσει η ώρα του, όταν οι άλλοι τρόποι έχουν χαθεί. Η τηλεθέαση είναι καθ’ εαυτή τρόπος ζωής, αρκεί να τον συνηθίσεις. Αυτό άλλωστε είναι και το μεγάλο πρόβλημα των ΜΜΕ. Πώς θα πετύχουν τη συναίνεση, μια συναίνεση για την οποία συχνά δεν έχει σημασία το περιεχόμενό της αλλά μόνο η διαδικασία: η διαδικασία του να κοιτάζεις έστω και αν δεν βλέπεις, να γυρνάς σελίδες έστω και αν δεν διαβάζεις.
***
Σ’ αυτή τη διαδικασία, αποφασιστικός ήταν ο ρόλος των νέων διανοουμένων ή μάλλον των «διανοουμένων νέου τύπου». Γιατί για να υπάρξουν τα ΜΜΕ, και ιδίως τα τηλεοπτικοακουστικά, ως κόμματα νέου τύπου, χρειάστηκε να αναδειχθούν και να λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά οι διανοούμενοι νέου τύπου. Οι διανοούμενοι από τότε που άρχισε να χρησιμοποιείται ο όρος αυτός για να περιγράψει μια ορισμένη πνευματική-πολιτική λειτουργία λόγιων ατόμων ή ομάδων-εποχή της υπόθεσης Ντρέυφους στη Γαλλία-μέχρι κι αργότερα, που ο όρος περιγράφει όχι απλώς άτομα ή ομάδες ατόμων αλλά νέες κοινωνικές κατηγορίες που διαμορφώνονται στο πλαίσιο της πνευματικής εργασίας, οι διανοούμενοι λοιπόν, ήταν μια αντιεξουσία, ήταν μια κριτική φωνή και στάση. Γι’ αυτό οι διανοούμενοι, σε γενικές γραμμές, ήταν άνθρωποι αριστερών φρονημάτων, καθ’ όσον η ίδια η Αριστερά, σε όλες της τις εκδοχές και αποχρώσεις, ήταν μια κριτική της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων. Αντίθετα, οι διανοούμενοι σήμερα, είτε του πανεπιστημιακοεπιστημονικού μικρόκοσμου που ονομάζεται επιστημονική κοινότητα είτε του καλλιτεχνικού κόσμου είτε του κόσμου της δημοσιογραφίας και του θεάματος, έχουν απορροφηθεί σε κρατικές-εξουσιαστικές δομές. Δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιον προσωπικό, ηθικό ή ιδεολογικό εκπεσμό του διανοουμένου –αυτή η τόσο συχνά επαναλαμβανόμενη ηθικολογία περί «προδοσίας των ταγών»– αλλά με το αντικειμενικό γεγονός απορρόφησης των διανοουμένων μέσα στις κριτικές, επαγγελματικές δομές και τα κόμματα νέου τύπου. Είναι το ίδιο το μέσον που απαγορεύει ή ακυρώνει την κριτική λειτουργία, ανεξάρτητα από την επάρκεια ή τη διάθεση του ατόμου.
***
Αυτή η παρατήρηση θα μας πήγαινε μακριά. Εδώ θέλω να τονίσω μόνο ότι στον τόπο μας και διεθνώς, τις τελευταίες δύο δεκαετίες παρατηρούμε την ανάδυση του «νέου τύπου διανοούμενου», ενός είδους, δηλαδή, πνευματοπολιτικής λειτουργίας, συνάδουσας με τις δομές της εξουσίας. Γι’ αυτό τα ΜΜΕ, εκτός από τους εν στενή εννοία δημοσιογράφους, τους αρθρογράφους, τους συντάκτες, τους ρεπόρτερ, τους εκφωνητές, τους παρουσιαστές εκπομπών, τους σχολιαστές, τους φαρσοκωμωδούς, τους τραγουδιστές, τους σόουμαν, τους τεχνικούς, διαθέτουν και πολιτειολόγους, φιλοσόφους, λογοτέχνες, γιατρούς, υγιεινιστές, κοινωνιολόγους, γλωσσολόγους, ιστορικούς, θεατρολόγους μικρού, μεσαίου και μεγάλου βεληνεκούς. Αν περιορίζονταν μόνο στο δελτία ειδήσεων, στα «νέα», στις ταινίες, και στα τηλεπαιχνίδια, θα ήταν σαν εκείνο το κράτος που θα προσπαθούσε να υπάρξει μόνο με τη βία. Τέτοιο κράτος δεν υπήρξε ποτέ ή, όταν κατέληξε να είναι μόνο βία χωρίς consensus, γκρεμίστηκε. Και ΜΜΕ χωρίς τους διανοουμένούς τους δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν. Είναι το άλας των ΜΜΕ. Το μέσον βρήκε τα μέσα του, γιατί το μέσον δεν ήταν ανιδιοτελές ούτε οικονομικά ούτε πολιτικά. Ήθελε μεν να αλλάξει ο κόσμος, αλλά προς την κατεύθυνση εκείνη που ο κόσμος θα γινόταν δικός του. Το πρώτο που χτύπησε και τσάκισε μέσα στις σελίδες του και από τα ερτζιανά ήταν το δημόσιο. Όπου έβλεπε δημόσιο τραβούσε πιστόλι.
***
«Η τηλεόραση», γράφει ο γάλλος κοινωνιολόγος Πιερ Μπουρντιέ, «συνέβαλε πολύ περισσότερο από τις δεξιώσεις και τα σκάνδαλα στον εκπεσμό της δημόσιας αρετής. Κάλεσε και προώθησε στο προσκήνιο της πολιτικής και πνευματικής ζωής πρόσωπα κενόδοξα, που κύριο μέλημά τους ήταν να τους δει ο κόσμος και να γίνουν γνωστοί, σε πλήρη αντίφαση με τις αξίες εκείνης της άνευ φέγγους αφοσίωσης προς το συλλογικό συμφέρον που χαρακτήριζαν τον κρατικό λειτουργό ή οπαδό. Το ίδιο εγωιστικό μέλημα καθιέρωσης (συχνά εις βάρος των αντιπάλων) ερμηνεύει γιατί η προβολή από τα ΜΜΕ κατάντησε τόσο κοινή πρακτική»
Όπως και να έχει το πράγμα, κι εκεί που υπήρξε ποιότητα κι εκεί που περίσσεψε η ευτέλεια, όπως σε μας, οι «διανοούμενοι νέου τύπου» έδρασαν αποφασιστικά για την ανάπτυξη των ΜΜΕ και τη δημιουργία του τηλεοπτικού consensus, αυτής της απλής συνήθειας να περνάμε μερικές ώρες της ημέρας και της νύχτας μπροστά στο κουτί. Οι διανοούμενοι είχαν ανάγκη το μέσον για να αναδειχθούν και το μέσον είχε ανάγκη τους διανοουμένους, αυτούς τους φορείς ή δημιουργούς κοινής γνώμης, αξιών και ενημέρωσης, για να κερδίσει το μεγάλο κοινό.
Και πάλι ο λόγος στον Μπουρντιέ:
«Ο αναδρομικός πανικός που καθόρισε την κρίση του ’68, συμβολική επανάσταση που συγκλόνισε όλους τους μικρούς κατόχους πολιτισμικού κεφαλαίου, δημιούργησε (με την απροσδόκητη συνδρομή της κατάρρευσης των καθεστώτων σοβιετικού τύπου) συνήθειες που ευνόησαν μια πολιτισμική παλινόρθωση, όπου «η σκέψη του Μάο» αντικαταστάθηκε από τη σκέψη που παρήγετο στις Σχολές Κοινωνικών Επιστημών. Ο πνευματικός κόσμος αποτελεί σήμερα τον τόπο ενός αγώνα που αποσκοπεί να παραγάγει και να επιβάλει τους «νέους διανοουμένους», που σημαίνει έναν ορισμό του διανοουμένου και του πολιτικού του ρόλου, της φιλοσοφίας και του φιλοσόφου, που από ‘δω και πέρα θα αναλώνεται σε γενικές και κατά το στυλ του Αρόν αντιπαραθέσεις μιας πολιτικής φιλοσοφίας χωρίς κανόνες, μιας κοινωνικής επιστήμης που έχει συρρικνωθεί στις πολιτικές αναλύσεις της νύχτας των εκλογών και σε ουδέτερους σχολιασμούς των εμπορικών δημοσκοπήσεων που στερούνται μεθοδολογίας. Ο Πλάτων χρησιμοποιούσε μια θαυμάσια λέξη για όλους αυτούς, τη λέξη δοξόσοφος: αυτός ο τεχνικός της κοινής γνώμης που περνάει τον εαυτό του για σοφό και ο οποίος θέτει τα προβλήματα της πολιτικής με τους ίδιους όρους που τα θέτει ο επιχειρηματίας, ο πολιτικός και ο δημοσιογράφος (που σημαίνει αυτοί ακριβώς που διαθέτουν την πολυτέλεια των δημοσκοπήσεων…».)
***
Λοιπόν, να μποϋκοτάρουμε τα ΜΜΕ; Κι εγώ βλέπω πότε πότε τηλεόραση και περνάω τη μισή μέρα μου διαβάζοντας εφημερίδες και περιοδικά. Βλέποντας και διαβάζοντας, σκέφτηκα τα προηγούμενα. Γι’ αυτό δεν θα συμφωνούσα με τον φίλο μου Κωνσταντίνο Τσουκαλά που στην τηλεοπτική συζήτηση με τον γάλλο κοινωνιολόγο Τουραίν υποστήριξε την άποψη ότι στην επικοινωνιακή μας εποχή ο μόνος δημόσιος χώρος είναι πλέον τα ΜΜΕ και εκεί πρέπει να παρέμβουμε, γιατί εκεί υπάρχει η κατ’ εξοχήν δυνατότητα άσκησης πολιτικής. Εξακολουθώ να επιμένω ότι τα ΜΜΕ συρρίκνωσαν τον δημόσιο χώρο, ιδιωτικοποίησαν τα πάντα, κι ότι ο δημόσιος χώρος, με τα πραγματικά του πολιτικά υποκείμενα, εκείνα που παρέχουν στους πολίτες τη δυνατότητα πολιτικής συμμετοχής, είναι ζητούμενο και διακύβευμα. Μένει να ξαναφτιαχτεί, να βγει έξω από το κουτί. Δεν γίνονται διαδηλώσεις κατά των ιδιωτικοποιήσεων με διαφημίσεις στην τηλεόραση. Ή, όταν γίνονται, όπως το επιχείρησε η ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ, τότε η ιδιωτικοποίηση καλά κρατεί.
Άγγελος Ελεφάντης
Πηγή: Η Εποχή