«Αν αποσπαστούν τα αρχαία από το σταθμό Βενιζέλου, τα κατασκευαστικά προβλήματα που θα ανακύψουν θα είναι τόσο μεγάλα, ώστε δεν θα επιστραφούν εκεί που ήταν και αυτό θα είναι μία τεραστίων διαστάσεων πολιτιστική καταστροφή», είπε Στο Κόκκινο και στον Νίκο Ξυδάκη, ο καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Ινστιτούτο προχωρημένων σπουδών στο Πρίνστον, Άγγελος Χανιώτης.
«Πρέπει να συνειδητοποιήσει η πολιτική ηγεσία, ότι το διακύβευμα δεν είναι μονάχα η σωτηρία των αρχαιοτήτων ή να τηρηθεί μια προθεσμία, αλλά η αξιοπιστία και η φερεγγυότητα του ελληνικού κράτους, ως φορέα που προστατεύει την πολιτιστική κληρονομιά», τόνισε.
«Αισθάνθηκα προσβεβλημένος από τον επιπόλαιο τρόπο που αντιμετωπίζει το υπουργείο Πολιτισμού και ο πρωθυπουργός το ζήτημα, γιατί δεν λάβαμε καμιά απάντηση στην επιστολή που στείλαμε στις 13 Μάϊου, περισσότεροι από 60 κορυφαίοι επιστήμονες, βυζαντινολόγοι, ιστορικοί, και πρόεδροι ακαδημιών απ’ όλο τον κόσμο, με την οποία ζητήσαμε την κατασκευή του Μετρό, χωρίς να μετακινηθούν τα αρχαία.
Στην επιστολή μας τονίσαμε τους κινδύνους που υπάρχουν από την επιπόλαια απόφαση της κυβέρνησης και του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) να αποσπαστούν τα αρχαία από τον σταθμό Βενιζέλου. Εμείς δεν υπογράφουμε επιστολές με επιπολαιότητα.
Ρωτήσαμε μηχανικούς και αρχιτέκτονες, με εμπειρία στην προστασία μνημείων, οι οποίοι μας οδήγησαν στο συμπέρασμα, ότι πρώτον είναι δυνατή η κατασκευή του Μετρό χωρίς να μετακινηθούν τα αρχαία. Δεύτερον, ότι ενδεχόμενη μετακίνηση τους ενέχει τον κίνδυνο καταστροφής τους και τρίτον, τον μεγάλο κίνδυνο άπαξ και μετακινηθούν οι αρχαιότητες, να μην επιστρέψουν ποτέ στην ίδια θέση».
Η λύση της απόσπασης των αρχαιοτήτων και επανατοποθέτησής τους, σύμφωνα με τον κ Χανιώτη είναι παράλογη γιατί μοιάζει σαν να θέλεις να μεταφέρεις σε άλλη θέση τον Λευκό Πύργο.
«Τα δεδομένα είναι αρκετά σαφή. Δεν μιλάμε για ένα πρόβλημα που δεν λύνεται. Υπάρχουν τεκμηριωμένες μελέτες που δείχνουν ότι μπορεί να γίνει η κατασκευή του σταθμού με υπογειοποίηση, χωρίς να διαταραχθούν καθόλου τα αρχαία. Αυτή η επιλογή σίγουρα έχει τεχνικές δυσκολίες οι οποίες όμως, αντιμετωπίζονται».
«Η Θεσσαλονίκη είναι η σημαντικότερη πόλη των Βαλκανίων, υπήρξε η δεύτερη πιο σημαντική πόλη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με τεράστια αδιάκοπη διάρκεια, έως σήμερα και τα εξαιρετικά διατηρημένα αρχαιολογικά ευρήματα ήταν έκπληξη για τους αρχαιολόγους».
Ο καθηγητής Χανιώτης τόνισε τη σημασία της σύνδεσης του μνημείου με το χώρο που ανευρίσκεται και γι’ αυτό το λόγο δεν πρέπει να μετακινηθεί.
«Το ότι βρέθηκε ο ίδιος δρόμος, στον οποίο περπατούσε ο Μεγάλος Κωνσταντίνος και στον οποίο, συνεχίζουν να περπατάνε άνθρωποι για να κάνουν τις ίδιες δραστηριότητες που έκαναν πριν 15 αιώνες, είναι συγκλονιστικό. Αυτό δεν μπορείς να το μετακινήσεις, έχει σημασία να βρίσκεται εκεί».
«Εξάλλου, η UNESCO έχει συγκεκριμένες προϋποθέσεις βάσει των οποίων ένα μνημείο θεωρείται αυθεντικό και δεν μπορεί να τοποθετηθεί στον κατάλογο των μνημείων της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς αν μετακινηθεί. Για αυτό το λόγο και όλη η επιμονή μας να μη διαταραχθεί ο ιστορικός δρόμος που ανακαλύφθηκε, γιατί επηρεάζεται η αυθεντικότητα του ευρήματος».
«Το συγκεκριμένο εύρημα ταιριάζει πολύ καλά με όλα τα άλλα ευρήματα της αντίστοιχης περιόδου που υπάρχουν στην Θεσσαλονίκη, όπως είναι η Αψίδα του Γαλερίου, το Επταπύργιο, η Ρωμαϊκή Αγορά και η Ροτόντα, τα οποία είναι τόσο πολλά, που πάρα πολύ εύκολα η Θεσσαλονίκη μπορεί να γίνει ένα αρχαιολογικό πάρκο και ένας τουριστικός πολιτιστικός προορισμός πρώτης ποιότητας».
Πηγή: Στο Κόκκινο