Macro

Αγγελίνα Γιαννοπούλου: Ζητούνται μαρξίστριες

Η συζήτηση για την εκπροσώπηση γυναικών και θηλυκοτήτων σε συνέδρια, ημερίδες, συλλογικούς τόμους, αφιερώματα στον Τύπο, κ.ά., επανέρχεται συνεχώς με αφορμή κάποια εκδήλωση ή έκδοση που περιλαμβάνει αποκλειστικά άνδρες, ακόμα και σε πολυάριθμα σύνολα συντελεστών. Το «Congratulations! You have an all-male panel» δεν είναι καινούργια ιστορία, απλώς στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί σε θέμα στο δημόσιο διάλογο, καθώς οι φεμινιστικές κατακτήσεις και η αυξημένη φεμινιστική επαγρύπνηση έχουν ευαισθητοποιήσει περισσότερο κόσμο γύρω από την έλλειψη μέριμνας για μια ισορροπημένη εκπροσώπηση –και συνεπακόλουθα ορατότητα– των γυναικών στην επιστήμη και τον πολιτισμό.

Αφορμή για το παρόν σημείωμα στάθηκε η ημερίδα που διοργανώνει το Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου στις 17 Μαΐου, με θέμα «150 χρόνια από τη συγγραφή του Μαρξ: Κριτική του Προγράμματος της Γκότα». Ανάμεσα σε 14 συμμετέχοντες δεν περιλαμβάνεται ούτε μία γυναίκα. Η συζήτηση άνοιξε στα κοινωνικά δίκτυα, με φεμινίστριες να επικρίνουν τη διοργάνωση και, κυρίως, άνδρες να ανταπαντούν πάνω κάτω πως «δεν υπάρχουν γυναίκες για το αντικείμενο». Στο παρόν σημείωμα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στα επιχειρήματα που εκτέθηκαν από την πλευρά των υπερασπιστών της διοργάνωσης, προκειμένου να καταλήξουμε στο πώς συλλαμβάνεται σήμερα ο μαρξισμός από όσους τον επικαλούνται.

«Δεν υπάρχουν τόσες γυναίκες ακαδημαϊκοί όσοι άνδρες»

Στο σήμερα, το πρόβλημα δεν είναι πως οι γυναίκες δεν σπουδάζουν ή δεν κάνουν διδακτορικά, αλλά ότι παραμένουν στην αφάνεια και δυσκολεύονται να γίνουν ανταγωνιστικές στον κλάδο τους. Αυτό συμβαίνει για τους ίδιους περίπου λόγους που κάποτε τις απέκλειαν από την πανεπιστημιακή εκπαίδευση: έμφυλη διάκριση, το βάρος των λειτουργιών της κοινωνικής αναπαραγωγής, κ.ά. Παρά την ακαδημαϊκή παρουσία πολλών γυναικών, αυτές δεν καταφέρνουν ακόμα να γίνουν οι «σταρ» των πειθαρχιών τους, και τα ονόματά τους δεν είναι τα πρώτα που σου έρχονται στο μυαλό όταν αναζητάς έναν ομιλητή για το τάδε θέμα ή έναν συγγραφέα για το δείνα.

Αν αναγνωρίζουμε ότι, παρά τα τεράστια βήματα που γίνονται καθημερινά προς την έμφυλη ισότητα, οι κοινωνίες μας συνεχίζουν να αναπαράγονται πατριαρχικά, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε ότι η κατάσταση είναι πολύ πιο περίπλοκη από την απλοϊκή τοποθέτηση «δεν υπάρχουν γυναίκες που να ασχολούνται με το μαρξισμό», την οποία διατύπωσαν κάποιοι με ευκολία στην αντιπαράθεση για την ημερίδα του Παντείου. Δεν είμαι ακαδημαϊκά ειδική στις αναγνώσεις του μαρξικού έργου, ωστόσο με μια γρήγορη αναζήτηση –που δεν κράτησε πάνω από δεκαπέντε λεπτά– κατάφερα να βρω διδακτόρισσες κοινωνιολογίας, φιλοσοφίας και κοινωνικής ανθρωπολογίας (οι μισές μάλιστα απόφοιτες από το ίδιο το τμήμα του Παντείου), οι οποίες έχουν διατριβές στο «βαρύ» και κλασικό μαρξισμό, το οποίο θεωρείται ένσ πεδίο που κατέχουν μόνο οι άνδρες.

Παράλληλα, στο βαθμό που οι γυναίκες που έχουν καταφέρει να θεωρούνται «σταρ» στον κλάδο τους είναι πολύ λιγότερες, δέχονται πληθώρα αιτημάτων για δημόσιες παρουσίες και συγγραφή. Ως αποτέλεσμα, ο φόρτος εργασίας συχνά τις αποτρέπει από το να ανταποκριθούν σε όλα αυτά τα αιτήματα ή τις οδηγεί στην επιλογή να κάνουν ανά περιόδους «switch off» λόγω εξάντλησης.

Ένα ακόμη υπαρκτό ζήτημα είναι ότι οι γυναίκες εμφανίζονται συχνά πιο συγκρατημένες όταν πρόκειται να εκτεθούν δημόσια· χρειάζονται περισσότερο χρόνο προετοιμασίας για να παρουσιάσουν κάτι, ακριβώς επειδή γνωρίζουν ότι είναι πιο ευάλωτες στην κριτική. Σε αυτό προστίθεται και το γεγονός ότι οι γυναίκες επιδεικνύουν πολύ λιγότερη ακαδημαϊκή αλαζονεία στο να θεωρούν πως μπορούν να μιλούν για τα πάντα – την ώρα που πολλοί άνδρες νιώθουν απολύτως άνετα να τοποθετούνται για τα πάντα: από το κίνημα των Τεμπών μέχρι τους δασμούς του Τραμπ, και από τη σφαγή στη Γάζα μέχρι το αν ο τριτοκυματικός φεμινισμός «το έχει παρατραβήξει».

Έχοντας πλούσια προσωπική εμπειρία στη διοργάνωση συνεδρίων, ημερίδων, δημόσιων συζητήσεων, καθώς και στην επιμέλεια εκδόσεων και ενθέτων, δεν θα ισχυριστώ πως είναι εύκολο να εξασφαλίσεις ισότιμη εκπροσώπηση πάντα. Υπάρχουν, μάλιστα, πολύ συγκεκριμένα αντικείμενα –όπως οι διεθνείς σχέσεις ή η οικονομία της Κίνας– όπου είναι σχεδόν αδύνατο να βρεις γυναίκες και θηλυκότητες. Ωστόσο, επειδή έχω εξαρχής ως βασικό κριτήριο την εκπροσώπηση αυτή, δεν έχω βρεθεί ποτέ στη θέση να οργανώσω όχι μια ολόκληρη ημερίδα με δεκατέσσερις συμμετέχοντες, αλλά ούτε μια απλή συνεδρία χωρίς την παρουσία γυναίκας.

Κατά συνέπεια, στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων, το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν υπάρχουν γυναίκες, αλλά ότι κανείς δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά να τις βρει, γιατί αυτό θα απαιτούσε περισσότερη επένδυση χρόνου και ανθρώπινων πόρων απ’ ό,τι να καλέσουμε πάλι τους γνωστούς μας ή τους φίλους των φίλων μας.

Η μέριμνα, όμως, για μια ακαδημαϊκή κοινότητα και ζωή που να είναι πράγματι συμπεριληπτική –και που να προεικονίζει, αν θέλουμε να ασχολούμαστε με το μαρξισμό, την κοινωνική χειραφέτηση– δεν επιτυγχάνεται μέσα από ευκολίες. Θέλει χρόνο, δουλειά και συλλογικούς πόρους.

«Δεν ασχολούνται οι γυναίκες με το μαρξισμό»

Ένα πιο ραφιναρισμένο επιχείρημα που κυκλοφόρησε είναι πως, ναι μεν υπάρχουν γυναίκες ακαδημαϊκοί σε μια πληθώρα πεδίων των κοινωνικών επιστημών, ωστόσο δεν ασχολούνται με το μαρξισμό. Δεν υπάρχουν, λοιπόν, μαρξίστριες. Υπάρχουν φεμινίστριες, μεταδομίστριες και πολλές άλλες, αλλά ο μαρξισμός δεν τις ενδιαφέρει. Είναι σαν να λέμε ότι δεν ενδιαφέρονται οι γυναίκες για την πολιτική. Σας θυμίζει κάτι αυτό;

Σε αυτό το σημείο, θα συνδέσουμε το κύριο θέμα που αναδύθηκε με αφορμή την ημερίδα για τον Μαρξ με την ίδια την πρόσληψη του μαρξισμού. Φαίνεται πως, ακόμα και σήμερα, κυριαρχεί εντός της ακαδημαϊκής Αριστεράς η αντίληψη ότι μαρξιστής είναι κάποιος που συμμετέχει σε σεμινάρια ανάγνωσης του Κεφαλαίου, επανερμηνεύει την Κριτική στο Πρόγραμμα της Γκότα και διερωτάται ποια θα ήταν η πιθανή ολοκληρωμένη εκδοχή των Grundrisse. Όμως, αυτός είναι ο τρόπος να αντιλαμβανόμαστε το μαρξισμό στατικά ή –στην καλύτερη περίπτωση– με όρους μιας φιλοσοφίας των ιδεών. Αντίθετα, ο μαρξισμός συνιστά (ή θα έπρεπε να συνιστά) ένα ρεύμα των κοινωνικών επιστημών, μια μεθοδολογία ανάλυσης που έχει εφαρμογές και προσφέρει ερμηνευτικά εργαλεία, από την κοινωνιολογία και την πολιτική οικονομία μέχρι τις περιβαλλοντικές σπουδές και τη φυσική (βλ. το έργο του Ευτύχη Μπιτσάκη).

Αν αντιλαμβανόμαστε το μαρξισμό με έναν δυναμικό τρόπο, ως κοινωνικοί επιστήμονες, τότε θα διαπιστώσουμε ότι εκεί έξω υπάρχουν πολλοί μαρξιστές και μαρξίστριες, ακόμα και στα ελίτ πανεπιστήμια της Ivy League, οι οποίοι/ες αναζωογονούν το μαρξισμό μέσα από τη μελέτη της σύγχρονης πολυεθνικής εργατικής τάξης σε συγκεκριμένους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, τη σπουδή της ιμπεριαλιστικής λογικής στην ασφαλειοποίηση της μετανάστευσης, την έρευνα της κοινωνικής αναπαραγωγής στους τομείς της φροντίδας και της σεξεργασίας, τη συγκρουσιακή πολιτική στην εποχή της κρίσης πολιτικής αντιπροσώπευσης, την επισφαλειοποίηση των εργαζομένων στην έρευνα, κ.ά.

Ο μαρξισμός ως κριτική σκέψη –και όχι ως ένα σύστημα που αρχίζει και τελειώνει στο μαρξικό έργο (άρα, να το αφήσουμε στους ιστορικούς και τους επιστημολόγους)– είναι ο χώρος των νέων ερευνητών και ερευνητριών που συμβάλλουν στη θεμελίωση του οικοσοσιαλισμού ή του οικοφεμινισμού, εκείνων που εμβαθύνουν στις παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις για να μιλήσουν για την κλιματική κρίση, των ακαδημαϊκών που αναδεικνύουν τις βαθιές λειτουργίες του σωφρονιστικού-βιομηχανικού συμπλέγματος στις καπιταλιστικές οικονομίες της Δύσης.

Κλείνοντας, και έχοντας υπόψη το επιχείρημα που διακινήθηκε περί του μαρξισμού ως νεκρής ακαδημαϊκής παράδοσης, που δήθεν μόνο μια χούφτα ανθρώπων ασχολείται ακόμα μαζί του και γι’ αυτό η συζήτηση περί των γυναικών στην ημερίδα παραβλέπει το μείζον πρόβλημα, θα ήθελα να υπογραμμίσω το εξής: ο μαρξισμός δεν είναι νεκρή ακαδημαϊκή παράδοση, η οποία απλώς επιβιώνει σε μικρές ομάδες. Κάθε χρόνο διοργανώνονται εκατοντάδες διεθνείς εκδηλώσεις που αφορούν το μαρξιστικό έργο, και για όσα εγώ γνωρίζω μόνο στην Ευρώπη σε μόλις έξι μήνες θα πραγματοποιηθούν τα εξής πέντε διεθνή μαρξιστικά συνέδρια/θερινά σχολεία: το «Historical Materialism Conference» στην Αθήνα, το «Marxist School» του βέλγικου αριστερού κόμματος PtB στην Μπρέντενε, το «Marxist Summer School του Institute for Radical Imagination» στην Κάσο, το «Marx Conference 2025» με θέμα τον Ιμπεριαλισμό του Κέντρου Μαρξιστικών Μελετών (Centrum för marxistiska samhällsstudier) στη Στοκχόλμη, και το έκτο «International Marxist – Feminist Conference» στο Πόρτο. Δεν είναι αυτό παράδοση που πεθαίνει και κανείς δεν ασχολείται πια μαζί της… Σημειώστε, μάλιστα, πως στο θερινό σχολείο στην Κάσο απαιτούνται δίδακτρα ύψους 650 ευρώ για να το παρακολουθήσεις. Κάποιοι πληρώνουν για το μαρξισμό. Κακώς θα πω εγώ, αλλά αυτό είναι θέμα συζήτησης για κάποια άλλη φορά.

Η ΕΠΟΧΗ