Σήμερα, αισθανόμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς. Η στήλη φιλοξενεί ένα υψηλής ποιότητας, τόσο από πλευράς καινοτόμου περιεχομένου όσο και γραφής, άρθρο, το οποίο πέρα από την γνώση που παρέχει μπορεί να είναι χρήσιμο και στην Αριστερά για την χάραξη της πολιτικής της. Συγγραφέας του είναι η Αγγελίνα Γιαννοπούλου, πολιτική επιστήμονας, συντονίστρια του προγράμματος «Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και στρατηγικές προοπτικές της ριζοσπαστικής Αριστεράς» του δικτύου transform! europe.
Χάρης Γολέμης
Είναι κοινή παραδοχή πως το συναίσθημα κινητοποιεί και καθοδηγεί την κοινωνική και, συνεπώς, την πολιτική συμπεριφορά. Δεν θα βρεθούν φωνές να το αντικρούσουν αυτό, ειδικά στη σημερινή εποχή με την αναβάθμιση του ρόλου της πολιτικής επικοινωνίας, αλλά και την επιδραστικότητα των αφηγημάτων της Νέας Άκρας Δεξιάς που, κατά γενική ομολογία, στοχεύουν στα πλέον αρνητικά συναισθήματα των ανθρώπων, προκειμένου να παραγάγουν πολιτική υπεραξία. Αν προχωρήσουμε, ωστόσο, μισό βήμα παραπάνω από αυτή την τετριμμένη παραδοχή, δεν θα βρούμε πολλά σε επίπεδο κατανόησης από την Αριστερά για τον ρόλο των συναισθημάτων στην πολιτική, και σίγουρα δεν θα βρούμε στο επίπεδο πραγματικής ενσωμάτωσης αυτής της διάστασης στον πυρήνα της αριστερής πολιτικής, αλλά και στην πολιτική στρατηγική προώθησής της.
Η συναισθηματική στροφή των κοινωνικών επιστημών
Η ενσωμάτωση της διάστασης των συναισθημάτων στην πολιτική και την πολιτική ανάλυση με συστηματικότητα και μεθοδολογική επάρκεια (που να λαμβάνει υπόψη την αναγκαία διεπιστημονική προσέγγιση) έχει αρχίσει να παρατηρείται μόλις την τελευταία εικοσαετία, όταν εμφανίζεται η επονομαζόμενη «συναισθηματική στροφή» στις κοινωνικές επιστήμες. Οι περισσότεροι κλάδοι των κοινωνικών επιστημών κάνουν την ίδια παρατήρηση, παραδεχόμενοι τη μεγάλη επιστημολογική μεταβολή που αυτή επέφερε. Μέχρι τότε ακόμα και στα πεδία της Συγκρουσιακής Πολιτικής και της Θεωρίας των Κοινωνικών Κινημάτων,1 οι υπό μελέτη δρώντες λογίζονταν ως ορθολογικά υποκείμενα και η όποια συναισθηματική διεργασία έμενε εκτός των σχετικών αναλυτικών μοντέλων. Ως συναισθηματική στροφή, λοιπόν, ορίζεται η σύνδεση μεταξύ συναισθηματισμού και ορθολογισμού στην πολιτική ανάλυση, ενώ η σημασία έγκειται στη φύση της σύνδεσης μεταξύ γνώσης/νόησης και συναισθήματος στην πολιτική σκέψη και δράση. Πριν από την εμφάνιση αυτής της στροφής, η Πολιτική Επιστήμη και η Πολιτική Κοινωνιολογία έπρεπε να διαλέξουν μεταξύ δύο ατελέσφορων άκρων: είτε την ορθολογική επιλογή είτε την πολιτισμική προσέγγιση.
Είναι σε όλες και όλους μας πολύ γνώριμο το δυτικό ιδεώδες της ορθολογικότητας με το οποίο είναι συνδεδεμένη η πολιτική. Το ιδεώδες αυτό περιείχε την αντίθεσή (του) προς το πάθος, που υποτίθεται πως απομάκρυνε τις κοινωνίες από την πρόοδο, η οποία μπορούσε να έρθει μόνο μέσω της οδού του λόγου και του έλλογου συμφέροντος.2 Από την άλλη πλευρά, η πολιτισμική προσέγγιση δεν έδινε τη δέουσα αυτοτέλεια στην κατηγορία του συναισθήματος, καθώς την υποκαθιστούσε/αναμείγνυε συχνά με άλλες κατηγορίες, όπως αυτή της κομματικής ταύτισης ή των συναισθηματικών προσανατολισμών και την αξιολογούσε ως ισότιμη μεταξύ των ποικίλων γνωστικών, αξιολογικών και συναισθηματικών προδιαθέσεων.
Η συναισθηματική στροφή έδωσε μια αναλυτική διέξοδο στα παραπάνω και ανέδειξε τη στρέβλωση γύρω από την πολιτική ανάλυση ως κάτι κατ’ εξοχήν ορθολογικό. Αποδείχθηκαν, επίσης, υπερβολικές οι εντυπώσεις γύρω από την παραδοσιακή περιθωριοποίηση των συναισθημάτων στη δυτική σκέψη, καθώς υπενθυμίστηκε η ιστορική συμβολή μεγάλων πολιτικών διανοητών που είχαν πράγματι εντάξει στην προβληματική τους τη διάσταση του συναισθήματος, όπως ο Χομπς, ο Σπινόζα, ο Μακιαβέλι, ο Μαρξ, ο Βέμπερ, ο Γκράμσι, ο Τοκβίλ κ.α. Η γενεαλογία αυτών των στοχαστών περιείχε την κατηγορία του συναισθήματος στην πολιτική σκέψη, ωστόσο δεν άφησε το αποτύπωμά της ως κυρίαρχη αντίληψη. Γι’ αυτό και είναι αλήθεια πως η σχέση της διανοητικής μας παράδοσης με τα συναισθήματα είναι προβληματική ακριβώς εξαιτίας της φιλελεύθερης ηγεμονίας, η οποία επιφύλασσε για τη σχέση μεταξύ πολιτικής και συναισθήματος δύο σενάρια. Το πρώτο, του κλασικού φιλελευθερισμού, ισχυρίζεται εν πολλοίς πως οι άνθρωποι δρουν κατά βάση με το θυμικό και, άρα, ο ρόλος των πολιτικών θεσμών είναι ακριβώς να εξασφαλίζουν την πρωτοκαθεδρία της ορθολογικότητας έναντι του θυμικού, μετασχηματίζοντας το θυμικό σε έλλογο συμφέρον. Το δεύτερο σενάριο, που αφορά στον σύγχρονο φιλελευθερισμό, περιθωριοποιεί τον ρόλο των συναισθημάτων υποτιμώντας τα ως «πάθη» που αφαιρούν κάθε ηθική από τον ορίζοντα πραγματοποίησής τους. Τα πάθη αυτά είναι απολύτως ιδιωτικά και, όταν επιδρούν στη δημόσια σφαίρα, μετασχηματισμένα σε πολιτική, προκαλούν κοινωνικές αναταράξεις και κινήματα διαμαρτυρίας.3
Ορίζοντας το συναίσθημα στην πολιτική
Για να εξεταστεί η σχέση μεταξύ συναισθημάτων και πολιτικής φαίνεται αναγκαίος ένας ορισμός του συναισθήματος. Δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να ανοίξουμε στο παρόν άρθρο αυτό το τόσο εκτενές ερευνητικό πεδίο, όχι μόνο γιατί δεν έχουμε τον απαραίτητο χώρο, αλλά κυρίως γιατί πρέπει να διατηρήσουμε την εστία του ενδιαφέροντος που είναι η σχέση με το πολιτικό. Θα αναφερθούμε, οπότε, πολύ συνοπτικά, σε ένα κριτήριο διάκρισης που είναι σημαντικό στο πεδίο της πολιτικής ανάλυσης και, στη συνέχεια, θα περάσουμε στην προβληματική των πολιτικών συναισθημάτων.
Το βασικό κριτήριο διάκρισης μεταξύ συναισθημάτων (emotions) και αισθημάτων (feelings) είναι η συνείδηση ή μη του υποκειμένου. Τα αισθήματα παραπέμπουν σε (συν)αισθηματικές καταστάσεις για τις οποίες το άτομο έχει επίγνωση. Τα συναισθήματα, συνεπώς, είναι και για αυτό το λόγο ενδιαφέροντα για την πολιτική ανάλυση. Σύμφωνα με τον ορισμό του Δεμερτζή,4 «τα πολιτικά συναισθήματα είναι συναισθηματικές προδιαθέσεις που υποστηρίζονται αμοιβαία από τις πολιτικές και κοινωνικές νόρμες της κοινωνίας και παίζουν καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση της πολιτικής κουλτούρας της και στην εξουσιαστική κατανομή των πόρων. Συνεπώς, τα πολιτικά συναισθήματα είναι εγγενώς (αλλά όχι αποκλειστικά) σχεσιακά και κοινωνικά (…). Τα πολιτικά συναισθήματα είναι επίσης προγραμματικά, με την έννοια ότι αποτελούν μακροχρόνιες συναισθηματικές δεσμεύσεις και διαθέσεις απέναντι σε πολιτικά πρόσωπα (π.χ. η λατρεία και η αφοσίωση σε έναν χαρισματικό ηγέτη), πολιτικά σύμβολα, ιδέες ή θεσμούς». Μέσω αυτού του ορισμού υπερβαίνουμε διάφορες τυπολογίες των συναισθημάτων που είτε διακρίνουν μεταξύ θετικών και αρνητικών είτε επιλέγουν πολύ λίγα και συγκεκριμένα συναισθήματα ως αυτά που διαπλέκονται με το πολιτικό (συνήθως ο θυμός ή η οργή και η ελπίδα).
Η σχέση της Αριστεράς με το συναίσθημα
Η Αριστερά φαίνεται να έχει μια αμφίθυμη σχέση με την πρόσληψη του συναισθήματος στην πολιτική. Από τη μία, θα λέγαμε πως, σε σύγκριση με τη Δεξιά, έχει μεγαλύτερη ικανότητα να αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο στην ολότητά του, άρα τόσο ως προς τα συναισθήματά του όσο και ως προς την ορθολογικότητά του. Από την άλλη, ως εμμονικό παιδί της διαφωτιστικής παράδοσης, θέλει να έχει την πρωτοκαθεδρία στην υπεράσπιση της ορθολογικότητας και στην παραγωγή της πολιτικής του λόγου. Αναφέρθηκε και παραπάνω ότι η Νέα Άκρα Δεξιά παράγει πολιτική με βάση το θυμικό, παίζοντας με τα συναισθήματα, και ότι η βασική αντιπαραθετική γραμμή της Αριστεράς σε αυτό είναι η επίκληση της λογικής και της «αλήθειας».
Η Αριστερά φαίνεται, επίσης, να αποδέχεται τη σκληρή διχοτομία μεταξύ συναισθήματος και λόγου. Το συναίσθημα, όμως, επενεργεί στον λόγο και τον μετασχηματίζει. Τόσο το άγχος όσο και ο ενθουσιασμός μπορούν να καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό μια πολιτική εκτίμηση. Τα συναισθήματα μπορούν να δημιουργήσουν γνωστικές διαδικασίες, αλλά και να μεταβάλλουν τον ρου ενός συλλογισμού. «Όχι το συναίσθημα ενάντια στη σκέψη, αλλά η σκέψη ως αίσθηση και το συναίσθημα ως σκέψη. Η πρακτική συνείδηση ενός παροντικού είδους σε μια ζωντανή και αλληλένδετη συνέχεια».5
Ο ρόλος των συναισθημάτων στην πολιτική ανάλυση και δράση θα έπρεπε να έχει απασχολήσει την Αριστερά πολύ περισσότερο, δεδομένης της αποδεδειγμένης επενέργειας που έχει το συναίσθημα στην πολιτική κρίση ανθρώπων που εκφράζουν πολιτική ταύτιση με την Αριστερά. Το συναίσθημα αξιολογείται ως λειτουργικός παράγοντας στην πολιτική από ανθρώπους που αυτοτοποθετούνται στην Αριστερά, ενώ οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι είναι θετικό να αφουγκράζεσαι και να εκφράζεις τα συναισθήματά σου στην πολιτική τείνουν να είναι αριστεροί. Οι ίδιοι, σύμφωνα με έρευνες, χαρακτηρίζουν το συναίσθημα ως στοιχείο της ανθρώπινης λογικής, την ίδια στιγμή που οι συντηρητικοί το χαρακτηρίζουν ως σφάλμα και μικρόβιο.6 Φυσικά αυτό δεν συνεπάγεται ένα καθολικό μοντέλο ερμηνείας, αλλά σίγουρα αναδεικνύει μια τάση.
Μελέτες έχουν δείξει, επίσης, πως οι συντηρητικοί έχουν πιο άκαμπτες αντιλήψεις και, συνεπώς, μεγαλύτερη ιδεολογική προσκόλληση από ό,τι οι αριστεροί και προοδευτικοί, οι οποίες επιτρέπουν στο συναίσθημά τους να επενεργεί και ως εκ τούτου μπορούν να μεταβάλλουν τις ιδεολογικές και πολιτικές τους τοποθετήσεις βάσει αυτού. Λανθασμένα θεωρείται πως οι δεξιοί είναι «θερμοκέφαλοι» και, επομένως, ποδηγετούνται από το συναίσθημά τους στο πεδίο του πολιτικού, καθώς οι αριστεροί που καθοδηγούνται περισσότερο από το συναίσθημα έχουν το πλεονέκτημα ότι μπορούν να είναι περισσότερο έτοιμοι και ανεκτικοί να αλλάξουν πολιτική στάση και συχνά εκφράζουν αμφιβολίες για διάφορα ζητήματα.
Έχει φανεί πως οι αριστεροί αλλάζουν την πολιτική τους στάση με βάση τα πολιτικά συναισθήματα που έχουν αναδυθεί γύρω από μία συγκεκριμένη κατάσταση,7 κυρίως γιατί οι αυτοί κινητοποιούνται πολιτικά περισσότερο από τις αξίες της φροντίδας και της δικαιοσύνης, ενώ οι συντηρητικοί από τις αξίες της αφοσίωσης, των «ιερών και των οσίων» και της εξουσίας8. Οι πρώτες αξίες κοιτάζουν εστιάζουν κυρίαρχα στο άτομο, οι δεύτερες στη διασφάλιση της παρούσας τάξης πραγμάτων.
Σε αντίθεση με την Αριστερά, η Δεξιά επενεργεί έντονα στην κατηγορία του συναισθήματος όχι μόνο μέσω των ακροδεξιών αφηγημάτων που κινητοποιούν τα αρνητικά συναισθήματα, αλλά συνολικότερα με τρόπους που εμπεδώνουν μια ορισμένη μορφή πολιτικής επικοινωνίας και πολιτικής καμπάνιας. Οι πολιτικές καμπάνιες αποτελούν κατ’ εξοχήν το πεδίο στο οποίο επιδιώκεται η ενεργοποίηση συναισθημάτων (σε αντίθεση με το παρελθόν όπου οι πολίτες πληροφορούνταν σε μεγαλύτερο βαθμό για τα πολιτικά προγράμματα). Το «political campaigning» της σύγχρονης εποχής, αποτύπωμα της “αμερικανοποίησης” της πολιτικής, ενσωματώνει κυρίαρχα το θέαμα και τον συναισθηματισμό και, αναφορικά με το πολιτικό περιεχόμενο, περιορίζεται απολύτως στη δυσφήμηση του αντιπάλου, ενεργοποιώντας αρνητικά συναισθήματα9, όπως τον φόβο, την οργή κ.λπ., μέσω μιας κατασκευασμένης καταστροφολογίας («αν κυβερνήσει αυτός, η χώρα θα καταστραφεί»).
Έχει ενδιαφέρον σε αυτό το σημείο η άποψη γύρω από την εγκυρότητα ή μη των συναισθηματικών επιχειρημάτων. Για τον Μάικλ Γκίλμπερτ, ομότιμο καθηγητή Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Γιορκ (Καναδάς), τόσο τα συναισθηματικά επιχειρήματα όσο και τα διανοητικά διέπονται από ορισμένους κανόνες, και η επάρκεια μιας δήλωσης σχετικά με αυτούς τους κανόνες είναι αυτή που καθορίζει την αποδοχή της. Στο παράδειγμα, λοιπόν, ενός πολιτικού που εκφοβίζει τους πολίτες στην περίπτωση υποστήριξης του αντιπάλου του, ο Γκίλμπερτ θα παρατηρήσει: “Ο συναισθηματικός εκφοβισμός είναι λάθος όχι επειδή είναι συναισθηματικός, αλλά επειδή ο εκφοβισμός σε ένα επιχείρημα είναι συχνά λάθος”.10
Η ευχάριστη έκπληξη της ψυχανάλυσης
Υπάρχει, παρόλα αυτά, ένα ρεύμα εντός της αριστερής σκέψης που, αν και δεν αναφέρεται αυστηρά στον ρόλο των συναισθημάτων στην πολιτική, επί της ουσίας εντάσσει μια αντίστοιχη προβληματική στο πεδίο του πολιτικού. Η λακανική Αριστερά, με κάποιους από τους εκπροσώπους της, όπως οι Σλάβοϊ Ζίζεκ, Τζέισον Γλυνός, Γκλιν Ντέιλι, Γιάννης Σταυρακάκης, αλλά και οι Αλέν Μπαντιού, Σαντάλ Μουφ και Ερνέστο Λακλάου, αναταράσσουν το πεδίο της πολιτικής ανάλυσης, καθώς, στη διαδικασία ερμηνείας των κοινωνικών αγώνων, η υπονόμευση των υποκειμενικών και κοινωνικών ταυτοτήτων που «υπόσχεται» η ψυχανάλυση κρίνεται απαραίτητη11. Το ρεύμα αυτό, παραβιάζοντας τα εννοιολογικά όρια μεταξύ «συναισθημάτων», «διαθέσεων», «αισθημάτων», κ.α., και εστιάζοντας σε πτυχές που αναδεικνύουν την πορώδη υπόσταση όλων αυτών, «έχει καταφέρει να εξηγήσει συναρπαστικά τις κινητήριες συνιστώσες της πολιτικής αλλαγής και την αντίσταση που συνήθως συναντά».12 Για τη λακανική Αριστερά, το πεδίο του πολιτικού δεν εκφεύγει της λιμπιντικής αρχής, γι’ αυτό και η αναγνώριση της απόλαυσης (jοuissance) του υποκειμένου και στο πεδίο του πολιτικού είναι κρίσιμη τόσο ερμηνευτικά όσο και σε κανονιστικό επίπεδο, αν βέβαια μας ενδιαφέρει η άσκηση αριστερής πολιτικής. Η ιδεολογία πρέπει να υποστηρίζεται από την απόλαυση και η Αριστερά μπορεί να δομήσει εναλλακτικά την επιθυμία, οδηγώντας σε «μια διαφορετική ηθική σχέση με την απόλαυση».13
Αναφερθήκαμε και παραπάνω στην πρόσδεση της Αριστεράς στην ορθολογικότητα. Ο Σταυρακάκης εξηγεί γιατί η ρασιοναλιστική Αριστερά αδυνατεί να απαντήσει σε ζητήματα του πολιτικού, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του καταναλωτισμού: «Δεν αρκεί να πεισθεί κάποιος στο γνωστικό επίπεδο της επιχειρηματολογίας ότι αυτό που κάνει δεν είναι ορθό, δίκαιο ή “προοδευτικό”. Γιατί υπάρχει κι ένα επίπεδο επένδυσης λιμπιντικής, υπάρχει μια απόλαυση, την οποία δεν την αγγίζει αυτό το επιχείρημα.» Αναφερόμενος στο έργο του Λακλάου, στο οποίο παρατηρεί μια στροφή στη λιμπιντική προβληματική της απόλαυσης, μας υπενθυμίζει -μέσω του Φρόυντ- πως ο κοινωνικός δεσμός είναι ένας δεσμός λιμπιντικός.14
Τα συναισθήματα έχουν από μόνα τους ένα γνωστικό βάρος. Συνδέονται με τη φαντασία και με τη συγκεκριμένη απεικόνιση των γεγονότων στη φαντασία, και αυτό τα διαφοροποιεί από άλλες καταστάσεις κρίσης/απόφανσης. Τα συναισθήματα μπορούν και παράγουν πιο ζωντανές και πλούσιες σε υφή κρίσεις εκτιμήσεις.15 Η Αριστερά μπορεί και πρέπει να επενδύσει σε συναισθήματα τα οποία κάνουν τους ανθρώπους ευτυχισμένους και σε μια ανθρώπινη φαντασία που θα λειτουργεί προεικονιστικά για την κοινωνία που η ίδια οραματίζεται. Ο Μικαέλ Φεσέλ στον επίλογο του τελευταίου βιβλίου του, που εκδόθηκε πρόσφατα στα ελληνικά, αναφέρεται στην Βιρζινί Ντεπάντ και μια όμορφη φράση της: «Να καλλιεργήσουμε την ικανότητα να επιθυμούμε κάτι άλλο».16
Σημειώσεις:
1. Dunya van Troost, Jacquelien van Stekelenburg & Bert Klandermans, Emotions of Protest, στο Nicolas Demertzis, (Ed.), Emotions in Politics. The Affect Dimension in Political Tension, σσ. 186-203, Palgrave Macmillan, 2013.
2. Nicolas Demertzis, Political Emotions, στο Paul Nesbitt-Larking, Catarina Kinnvall & Tereza Capelos (Eds.), The Palgrave Handbook of Global Political Psychology, σσ. 223-237, Palgrave Macmillan, 2014.
3. Marcos Engelken-Jorge, Pedro Ibarra Gόell & Carmelo Moreno del Río (Eds.), Politics and Emotions. The Obama Phenomenon, σσ. 8-9, VS Verlag fόr Sozialwissenschaften, 2011.
4. Demertzis, ό.π., σελ. 228
5. Raymond Williams, Marxism and Literature, σελ. 132, Oxford University Press, 1977.
6. Minyoung Choi, Melissa M. Karnaze, Heather C. Lench & Linda J. Levine, Do liberals value emotion more than conservatives? Political partisanship and Lay beliefs about the functionality of emotion. Motiv Emot 47, 364–380 (2023).
7. Ruthie Pliskin, Daniel Bar-Tal, Gal Sheppes & Eran Halperin, Are Leftists More Emotion-Driven Than Rightists? The Interactive Influence of Ideology and Emotions on Support for Policies, Personality and Social Psychology Bulletin, 40(12), 1681-1697, (2014).
8. Minyoung Choi, Melissa M. Karnaze, Heather C. Lench & Linda J. Levine, ό.π.
9. Giselle García Hípola, Javier Antón-Merino & Sergio Pérez Castaños, The use of emotions in 2019 European Elections campaign materials, Rocznik Integracji Europejskiej, 53-69, (2021).
10. Marcos Engelken-Jorge, Pedro Ibarra Gόell & Carmelo Moreno del Río, ό.π., σσ. 19-20.
11. Μυρτώ Ρήγου, Γιάννης Σταυρακάκης, Η Λακανική Αριστερά. Ψυχανάλυση, Θεωρία, Πολιτική, Σαββάλας, Αθήνα 2012, 361 σελ., Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, 43, 151-156, (2015).
12. Marcos Engelken-Jorge, Pedro Ibarra Gόell & Carmelo Moreno del Río, ό.π., σελ.13.
13. Μυρτώ Ρήγου, ό.π.
14. Γιάννης Σταυρακάκης, Από τη φροϋδική στη λακανική αριστερά, Διάλεξη στο Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2006.
15. Marcos Engelken-Jorge, Pedro Ibarra Gόell & Carmelo Moreno del Río, ό.π., σελ.19.
16. Michaël Fœssel, Κόκκινα Φανάρια. Η ηδονή και η Αριστερά, σελ.243, Πόλις, 2023.
Αγγελίνα Γιαννοπούλου