Macro

Αγγελίνα Γιαννοπούλου: Προβοκάτορες και φεμινισμός

«Ο ισχυρισμός της ισότητας δεν είναι μόνο προφορικός ή γραπτός, αλλά διατυπώνεται ακριβώς όταν τα σώματα εμφανίζονται μαζί, ή μάλλον όταν μέσω της δράσης τους φέρνουν σε ύπαρξη το χώρο της εμφάνισης. Αυτός ο χώρος είναι χαρακτηριστικό και αποτέλεσμα της δράσης και λειτουργεί, σύμφωνα με την Άρεντ, μόνο όταν διατηρούνται σχέσεις ισότητας».

Τζούντιθ Μπάτλερ, Σημειώσεις για μια επιτελεστική θεωρία της συνάθροισης1
Τη συγκινητική μαζικότητα της συγκέντρωσης της 28ης Φεβρουαρίου στην Αθήνα για τα Τέμπη ακολούθησαν επεισόδια και βία των δυνάμεων καταστολής που διέλυσε το συνευρισκόμενο πλήθος. Στην ψηφιακή σφαίρα της Αριστεράς, που συχνά αρέσκεται να κοιτά το δέντρο και να χάνει το δάσος, εκτυλίχθηκε ντιμπέιτ γύρω από την προβοκατορολογία. Παρά την αποδεδειγμένη (μέσω οπτικοακουστικού υλικού που διακινήθηκε ευρέως) παρουσία κουκουλοφόρων που έδρασαν στο πλάι των δυνάμεων καταστολής, πολλοί και πολλές εντός της Αριστεράς ισχυρίζονται πως δεν είναι όλοι όσοι συγκρούστηκαν με την αστυνομία προβοκάτορες, πως πολλές πολιτικές ομάδες του αντιεξουσιαστικού χώρου επιλέγουν τη βίαιη σύγκρουση, και πως αποτελεί συνωμοσιολογία και κομμάτι της κυβερνητικής και κατασταλτικής αφήγησης το να αρνούμαστε ότι υπάρχουν «μαχητικά τμήματα» του κινήματος και ότι δεν φοβούνται όλοι οι διαδηλωτές την καταστολή. Σε αυτό το σχόλιο θα προσπαθήσουμε να εκφράσουμε μια φεμινιστική κριτική απέναντι στους «μη προβοκάτορες» δείχνοντας πως αποτελούν την παροξυσμένη έκφραση μιας old school πολιτικής πρακτικής της Αριστεράς και της Αναρχίας, η οποία ιεροποιεί τον αρρενωπό, «μάτσο», αρτιμελή, νέο, υγιή ακτιβιστή, ανάγοντάς τον σε μια δήθεν μαχητική ηγεσία του κινήματος.
Υπάρχει μια μακρά παράδοση του φεμινισμού που συναρθρώνει αντιπολεμικές, φιλειρηνικές και αντι-αποικιοκρατικές πολιτικές απαιτήσεις, η οποία στάθηκε και στέκεται υπέρ μιας θεμελιακής κριτικής της βίας. Είναι ένας φεμινισμός που διεκδικεί να αντιμετωπίζει τον πολιτικό ακτιβισμό με υπευθυνότητα, συμπεριληπτικότητα και φροντίδα για τον άλλο και την άλλη. Αυτός ο φεμινισμός που αποτέλεσε –και αποτελεί– πυλώνα του αντιπολεμικού κινήματος και του κινήματος ενάντια στη στρατιωτικοποίηση, και που ενέπλεξε γυναίκες από τον παγκόσμιο Νότο δίνοντάς τους φωνή και πρωτοκαθεδρία στις μορφές οργάνωσης, απορρίπτει τη χρήση βίας ως μορφή διαμαρτυρίας. Είναι παλιά ιστορία «οι άνδρες stormtroopers της Αριστεράς να χλευάζουν τη μη βίαιη άμεση δράση (NVDA – non violent direct action) ως μαλθακή, ελιτίστικη και μεσοαστική, όπως επίσης και αριστερές γυναίκες να την απορρίπτουν καθώς αποτελεί ενδεικτικό της θυματοποίησης των γυναικών»,2 οι οποίες υποθέτουμε ότι πρέπει να αποδείξουν ότι είναι σκληρές, οργισμένες και θαρραλέες για να λογίζονται ακτιβίστριες. Έχουμε παραδείγματα διαμαρτυριών από όλο τον κόσμο όπου φαίνεται πως οι γυναίκες τείνουν να επιλέγουν μεθόδους διαμαρτυρίας που δεν κακοποιούν ανθρώπους ή το περιβάλλον3 (φυσικό και αστικό), συνθήματα σε τοίχους ή πεζοδρόμια γραμμένα όχι με σπρέυ αλλά με μπογιά πούδρας που θα έφευγε στην πρώτη βροχή. Αν το βρίσκουμε γλυκανάλατο, τότε μάλλον η αντι-αποικιοκρατία, η πολιτική της φροντίδας, και οι σπουδές αναπηρίας που κηρύττουμε είναι αλά καρτ.
Η ενσώματη πολιτική δράση οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως έχει διαφορετικές μέριμνες και πειθαρχίες για τις γυναίκες και τις θηλυκότητες. Το να ρίχνεις το σώμα σου στην άμεση πολιτική δράση δεν είναι το ίδιο με το να εκφωνείς ένα λόγο, κι αυτό γιατί τα γυναικεία σώματα, όπως και τα σώματα που αποδρούν από την έμφυλη διχοτομία και κλυδωνίζουν την πατριαρχική σύλληψη του έμφυλου υποκειμένου, είναι σώματα στα οποία έχει εγγραφεί η πατριαρχική επιτήρηση και βία. Ιστορικά, η επιλογή χρήσης του σώματος για ακτιβιστικούς λόγους από γυναίκες και θηλυκότητες έχει υπάρξει αποτέλεσμα αυτονομίας και αυτοδιάθεσης σε πλαίσια που όρισαν και ήλεγξαν οι ίδιες οι γυναίκες και οι θηλυκότητες. Γυμνόστηθες διαμαρτυρίες, γυμνά σώματα σε ακτιβιστικά εικαστικά δρώμενα, σεξουαλικοποιημένοι χοροί πάνω σε ψηλοτάκουνα και πρόσωπα γεμάτα γκλίτερ στους δρόμους ήταν επιλογές των ίδιων των υποκειμένων να τα βάλουν με την αρρενωπή εξουσία και να σταθούν απέναντι στο ανδρικό σώμα (λ.χ., της αστυνομίας). Και ήταν μια επιλογή συλλογική. Αλλά και πέρα από τα σώματα των γυναικών και των θηλυκοτήτων, σώματα στα οποία έχουν εγγραφεί ιεραρχίες αρτιμέλειας, βιολογικής ηλικίας, υγείας κ.λπ., είναι σώματα που καθίστανται ευάλωτα και περιθωριοποιημένα απέναντι σε πολιτικές πρακτικές που προωθούνται από τον νέο, υγιή, αυτοδύναμο και ριψοκίνδυνο άνδρα.
Αραιά και πού επικαλούμαστε τη σημασία της προεικονιστικής πολιτικής (prefigurative politics),4 η οποία αναφέρεται στην επιθυμία να αντανακλούν οι πολιτικές πρακτικές στο σήμερα το είδος της κοινωνίας που παλεύουμε να οικοδομήσουμε στο αύριο (το ίδιο βρίσκουμε να διεκδικεί και η Μπάτλερ). Υποθέτω πως δεν οραματιζόμαστε μια κοινωνία που να βρωμάει δακρυγόνα και καμένους κάδους, να ‘χει έναν δημόσιο χώρο γεμάτο συντρίμμια από μάρμαρα και τσιμέντα, ανοιγμένα κεφάλια και ανθρώπους μαυροφορεμένους μασκοφόρους. Υποθέτω πως οραματιζόμαστε μια κοινωνία όπου θα μπορούμε να χορεύουμε στον ακτιβισμό μας (όπως θα ήθελε και η αναρχική Έμμα Γκόλντμαν), να διαδηλώνουμε πλάι σε γριούλες και ανάπηρους πιτσιρικάδες, πλάι σε ανθρώπους τυφλούς και ανθρώπους με άσθμα, πλάι σε μικροκαμωμένα άτομα που δεν θα φοβούνται ότι θα ποδοπατηθούν από τα πλήθη, πλάι σε παιδιά.
Σε μια μαζική και εθνικής εμβέλειας διαδήλωση, το πλήθος που συμμετέχει είναι πολιτικά και κοινωνικά ετερόκλητο, η Αριστερά ωστόσο φιλοδοξεί να του προσδώσει εκείνη την ενοποιητική δυναμική που θα το καταστήσει ό,τι κοντινότερο σε αυτό που φαντασιώνεται ως «συλλογικό υποκείμενο». Ο ελάχιστος παρονομαστής σε μια τέτοια διεργασία είναι η αίσθηση της κοινότητας και του συνανήκειν. Για να βιωθεί κάτι ως κοινό απαιτείται, όπως γράφει η Φεντερίτσι, «μια προθυμία να ξοδεύουμε πολύ χρόνο στο έργο της συνεργασίας, της συζήτησης, της διαπραγμάτευσης, και να μάθουμε να αντιμετωπίζουμε συγκρούσεις και διαφωνίες».5 Μια κοινότητα χρειάζεται τα μέλη της να κατανοούν πως είναι αλληλοεξαρτώμενα. Όταν τμήμα αυτής της (εν δυνάμει) κοινότητας αποσπάται από τη συμπεφωνημένη πρακτική της και όχι μόνο δρα αυτόνομα και ατομικιστικά, αλλά μάλιστα διαρρηγνύει το πλαίσιο που εξασφάλιζαν την κοινότητα και το συνανήκειν, τότε λειτουργεί αντίθετα προς το συμφέρον της και επερωτά τη δυνατότητά της να υφίσταται.
Eπαναφέροντας αυτό που γράψαμε παραπάνω για τη χρήση του σώματος στην πολιτική δράση, η Μπάτλερ κάνει λόγο για μια ηθική της συνύπαρξης. Συγκεκριμένα, για τις μαζικές διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις, γράφει πως είναι εκεί που «τα σώματα συγκεντρώνονται, κινούνται και μιλούν μαζί, διεκδικούν έναν συγκεκριμένο χώρο ως δημόσιο χώρο».6 Ωστόσο, ο ίδιος ο δημόσιος χαρακτήρας του χώρου, συνεχίζει, είναι αντικείμενο αμφισβήτησης όταν τα πλήθη συγκεντρώνονται. Παράλληλα, ισχύει εξίσου πως «οι συλλογικές δράσεις συλλέγουν τον ίδιο το χώρο, συγκεντρώνουν το οδόστρωμα, ζωντανεύουν και οργανώνουν την αρχιτεκτονική».7 Η συγκέντρωση των σωμάτων, παρόλη την πολυμορφία τους, είναι που διεκδικεί το δημόσιο χώρο και ενισχύει τη συλλογικότητα της δράσης. Ο χώρος γίνεται ένα πεδίο όπου όλα τα σώματα μπορούν να (συν)υπάρξουν και να δράσουν. Όταν αυτό διαρρηγνύεται, όταν κάποια σώματα αποκλείονται, όταν ο δημόσιος χώρος –που εκείνη μόλις τη στιγμή διεκδικείται ως τέτοιος– γίνεται προσβάσιμος μόνο για κάποια σώματα, κάποιες ομάδες, και σπρώχνει στο περιθώριο όλους τους άλλους, τότε ακόμα και η πρωταρχική σύλληψη της έννοιας του δήμου όχι απλά αμφισβητείται, αλλά απορρίπτεται.
Είναι δεδομένο ότι έχουμε να διεκδικήσουμε το δημόσιο χώρο και την ύπαρξή μας σε αυτόν απέναντι στις δυνάμεις της καταστολής. Πρέπει να θεωρήσουμε εξίσου δεδομένο ότι πρέπει να τον διεκδικούμε και απέναντι σε «μάτσο», αρρενωπές, αρτιμελείς, άτρωτες, ατρόμητες ατομικότητες που χρήζουν εαυτούς εκπροσώπους μιας δήθεν αντιβίας του κινήματος; Ας πάρουμε λίγο χρόνο για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, αλλά ας λάβουμε υπ’ όψιν το εξής: Αν ποστάρουμε ταυτόχρονα τη γιαγιούλα που διαδήλωνε με συγκίνηση στα μάτια ή το δεκάχρονο που κρατούσε πλακάτ φτιαγμένο με κηρομπογιά και τα σπασμένα μάρμαρα στα χέρια μιας γκρούπας μαυροφορεμένων πριν αυτά εκτοξευθούν στις δυνάμεις καταστολής, τότε η ανάλυσή μας έχει μεγάλο πρόβλημα. Σίγουρα με τον σύγχρονο διαθεματικό φεμινισμό.
1 Στα ελληνικά εκδόθηκε το 2018 από τις εκδόσεις «Angelus Novus».
2 Cockburn, Cynthia. From Where We Stand: War, Women’s Activism and Feminist Analysis. London: Zed Books, 2007, 176–177.
3 Ό.π., 162.
4 Για τη σχέση προεικονιστικής πολιτικής και ενός ανανεωμένου ρεπερτορίου δράσης για την Αριστερά δες: Diefenbach, Aletta, “Fun, Joy and Pleasure in Leftist Politics from Below” στο Giannopoulou, Angelina (επιμ.), “Feel the Change You Want to See”: The Role of Emotions in Politics, transform! Europe και Rosa Luxemburg Foundation, 2024. Διαθέσιμο στο: https://transform-network.net/…/feel-the-change-you…/ .
5 Federici, Silvia. Re-enchanting the World: Feminism and the Politics of the Common. Oakland, CA: PM Press, 2019, 94.
6 Butler, Judith. Notes Toward a Performative Theory of Assembly. Cambridge, MA: Harvard University Press, 2015, 70–71.
7 Ό.π.