«Πίσω από αυτό το θέαμα, η πολιτική διαμορφώνεται ιδιωτικά, μεταξύ κυβερνήσεων και ελίτ, που, κυρίως, εκπροσωπούν επιχειρηματικά συμφέροντα. Αυτό το σχήμα, ακόμα κι αν είναι υπερβολικό, έχει στοιχεία που εύκολα αναγνωρίζουμε στη σύγχρονη πολιτική, τόσα που αξίζει να διερωτηθούμε πού βρίσκεται η πολιτική μας ζωή σε μια κλίμακα όπου το ένα της άκρο είναι αυτό το μοντέλο και το άλλο το ανώτατο δημοκρατικό μοντέλο. Συγκεκριμένα, να αξιολογήσουμε σε ποια κατεύθυνση φαίνεται να κινείται η σύγχρονη πολιτική ζωή. Ισχυρίζομαι ότι βαίνουμε ταχύτατα προς την κατεύθυνση του μετα-δημοκρατικού μοντέλου».
(Colin Crouch, Post-Democracy, Cambridge Polity Press, 2004, σελ. 4)
Δεν είναι ευθύνη της Αριστεράς η μετα-δημοκρατική συνθήκη, πολλώ δε μάλλον της Αριστεράς που σε στιγμές κρίσης ανέλαβε την ευθύνη της κυβέρνησης σε ένα πλαίσιο σκληρής νεοφιλελεύθερης επιτήρησης. Είναι οπωσδήποτε, όμως, ευθύνη της Αριστεράς, και του κόμματός της, η παρέμβαση εντός της μετα-δημοκρατικής συνθήκης και αν αυτή αναπαράγει και βαθαίνει τη μετα-δημοκρατία ή την προκαλεί, την διαρρηγνύει και της αφαιρεί ζωτικό χώρο. Αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο κόμμα της Αριστεράς στην Ελλάδα, και ένα από τα μεγαλύτερα κόμματα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, ταλανίζεται από το ζήτημα της ηγεσίας του μετά από μια εκλογική ήττα που ανέδειξε στρατηγικές αδυναμίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο και τα ενδεχόμενα για το μέλλον του είναι ανοιχτά. Ενδεχόμενα που περιλαμβάνουν την ιδεολογικο-πολιτική του ταυτότητα, τον προγραμματικό του λόγο, τα κοινωνικά συμφέροντα που θα εκπροσωπήσει, το οργανωτικό του μοντέλο και την εσωκομματική δημοκρατία και, συνεπώς, την ηγεσία του.
Εντός αυτού του πλαισίου για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, και με φόντο τη μετα-δημοκρατική συνθήκη, έχουμε το φαινόμενο ενός υποψηφίου-κομήτη για την προεδρία του κόμματος, ο οποίος επιχειρεί μια δήθεν αδιαμεσολάβητη σχέση με την κοινωνία (τα μέλη του κόμματος που έχουν δικαίωμα ψήφου), πέρα κι έξω από τις κομματικές διαδικασίες, με όπλο τα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δεν θα σταθούμε στην πολύπλευρη κριτική που ήδη γίνεται σε αυτήν την υποψηφιότητα, αλλά την χρησιμοποιούμε μόνο ως αφορμή για να ισχυριστούμε πως το κρίσιμο στοιχείο στο οποίο οφείλει να απαντήσει η νέα ηγεσία του κόμματος, είναι η νέα σχέση μεταξύ ηγεσίας και κόμματος, ένα σύγχρονο, δημοκρατικό, μοντέλο που θα αναζωογονήσει ένα κόμμα σε κρίση.
Μία από τις σημαντικότερες αιτίες για τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχασε τη γείωση του στην κοινωνία και τη θετική σχέση με τα κοινωνικά στρώματα που εκπροσωπούσε, ήταν η αποστέωση της κόμματος και της δράσης του και η συγκεντροποίηση όλων των αποφάσεων και δραστηριοτήτων στα χέρια της ηγεσίας. Παράλληλα, η ηγεσία έχασε την επαφή με τα μέλη του κόμματος, τα οποία αφενός εμπλουτίζουν μέσω των προβληματισμών τους και των συμβολών τους τη δουλειά της ηγεσίας, αφετέρου είναι ο διαμεσολαβητής μεταξύ ηγεσίας και κοινωνίας. Η ηγεσία έπαψε να ακούει την κοινωνία και να μιλάει σε αυτήν, καθώς αποστέωσε το κόμμα, δηλαδή, τη συζήτηση εντός του, τη δυνατότητα παραγωγής και εφαρμογής μιας πολιτικής στοχευμένης ανά κοινωνικούς χώρους και γεωγραφική επικράτεια, και τέλος, τον κριτικό αναστοχασμό γύρω από ηγετικές πρωτοβουλίες που αποδεικνύονταν λανθασμένες, δύσκολα εφαρμόσιμες ή θολές. Υπογραμμίστηκε, οπότε, αυτή η μετα-δημοκρατική πτυχή της πολιτικής ως παραγόμενης ιδιωτικά, στην οποία τόσο τα μέλη του κόμματος, όσο και το κοινωνικό του ακροατήριο έστεκαν ως παθητικοί θεατές.
Αυτό στο οποίο πρέπει να στοχεύσει η νέα ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι η ανατροπή αυτού του προτύπου ηγεσίας και η οικοδόμηση μιας νέας σχέσης μεταξύ προέδρου και μελών, που θα λειτουργεί και προεικονιστικά για τη σχέση μεταξύ κόμματος και κοινωνίας. Ο/η νέος/νέα πρόεδρος βάζοντας στο κέντρο του ρόλου του το κριτήριο των συλλογικών δεσμεύσεων, δεσμεύσεων δηλαδή συλλογικά αποφασισμένων από το σύνολο του κόμματος, τις οποίες οφείλει να τηρεί η ηγεσία, αλλά και κάθε μέλος ξεχωριστά, θα συγκροτήσει ένα ανοιχτό, δημοκρατικό και δυναμικό πλαίσιο παραγωγής και άσκησης πολιτικής, στο οποίο η ηγεσία δεν θα είναι ούτε ο αποδιοπομπαίος τράγος στις ήττες, ούτε ο Μεσσίας στις νίκες. Η μετα-δημοκρατική συνθήκη σήμερα συναντιέται με μια ατομοκεντρική κοινωνία χωρίς ισχυρές κομματικές ταυτίσεις και με ένα ασταμάτητο bras de fer μεταξύ οικονομικών συμφερόντων, διαφοροποιημένων ταυτοτήτων, γενεακών πάλεων και κατακερματισμένων προσδοκιών. Συνεπώς, ο ένας ισχυρός, χαρισματικός και τα πάντα πληρών ηγέτης είναι μοντέλο άκαιρο και περιοριστικό των δυνατοτήτων επανίδρυσης της σχέσης της Αριστεράς με την κοινωνία.
Πολλοί και πολλές στο άκουσμα της έκφρασης «συλλογική ηγεσία» καταλαβαίνουν ένα αριθμητικό σχήμα. Στη πραγματικότητα πρόκειται για ένα πρότυπο ηγεσίας στο οποίο ο/η ηγέτης/ιδα και τα μέλη ενός κόμματος βρίσκονται σε μια ανοιχτή και διαρκή συσχέτιση, θέτουν συλλογικά στόχους, συμφωνούν στην άρθρωση του προγραμματικού (ή και αντιπολιτευτικού) λόγου και από κοινού εξετάζουν και αναθεωρούν την πολιτική στρατηγική όταν υπάρξει αδιέξοδο. Σε αυτό το μοντέλο, ηγεσία και μέλη έχουν εξίσου ευθύνη να διατηρήσουν το κόμμα ως μια ενιαία ομάδα που μοιράζεται έναν κοινό σκοπό και όχι ως ένα ξέφραγο αμπέλι που καθένας μαζεύει τη δική του σταφίδα.
Η Αγγελίνα Γιαννοπούλου είναι πολιτική επιστήμονας.