Macro

Αγάπη για τη Δημοκρατία: Ο Πολιτισμός ως Εργαλείο Πολιτικής Χειραφέτησης

Στην επείγουσα ανάγκη για αναδιαμόρφωση των δημοκρατικών θεσμών, ο χειραφετητικός χαρακτήρας της τέχνης είναι κομβικής σημασίας. Πρωταρχικός στόχος της τέχνης δεν είναι η επιβεβαίωση ή η ταύτιση με όσα ήδη γνωρίζουμε, αλλά η διαμόρφωση νέων πολιτικών υποκειμένων από τη δράση των οποίων θα αναδειχθούν εναλλακτικά μοντέλα κοινωνικής συνύπαρξης, πέρα από τα κυρίαρχα μοντέλα του νεοφιλελευθερισμού τα υποταγμένα στα συμφέροντα της ελεύθερης αγοράς και του ιδιωτικού συμφέροντος. Μέσα από τη δημιουργία νέων μορφών κοινωνικής συνεύρεσης που καταργούν την ξενοφοβία και τη ρητορική μίσους του (ακρο)δεξιού λαϊκισμού, η τέχνη μπορεί να μας εισάγει σε μια κοινωνία περισσότερο δημοκρατική, όπως υποστηρίζει η Βελγίδα φιλόσοφος Σαντάλ Μουφ.

Πως σχετίζονται όλα αυτά με τις πρόσφατες αντιδράσεις του καλλιτεχνικού κόσμου στην Ελλάδα σχετικά με τη σκανδαλώδη αποφυλάκιση του πρώην διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Δημήτρη Λιγνάδη; Πού οφείλεται και τί σημαίνει η αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων αυτών σε πολυάριθμες ζωντανές εκδηλώσεις το φετινό καλοκαίρι;

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο χώρος του πολιτισμού πρωτοστατεί, όπως οφείλει, σε παρόμοιες αντιδράσεις ενάντια στις αυταρχικές πολιτικές της παρούσας κυβέρνησης. Τόσο μέσα από πρωτοβουλίες όπως αυτή των Support Art Workers, όσο και μέσα από κινήματα όπως αυτό του ελληνικού #metoo, σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας, οι εργάτες της τέχνης απέδειξαν ότι αναλαμβάνουν την ευθύνη που τους αναλογεί σχετικά με την επανασύσταση του «δήμου» και την ενδυνάμωση της δημοκρατίας.

Συνοπτικά, και κατά συνέπεια αρκετά σχηματικά, τέτοιες αντιδράσεις αποκαλύπτουν το κενό της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας. Τα τελευταία είκοσι χρόνια παρατηρείται μια ανασύνταξη των φορέων και μηχανισμών πολιτιστικής διαχείρισης πέρα από τους επίσημους κρατικούς φορείς των Υπουργείων Πολιτισμού και Παιδείας. Η ανασύνταξη αυτή κινείται ταυτόχρονα προς δύο κατευθύνσεις: από τη μια, πρωτοβουλίες μη κρατικών ιδρυμάτων παρέχουν ένα οριζόντιο πλαίσιο χρηματοδότησης και προώθησης ποικίλων καλλιτεχνικών δράσεων συχνά παρεμβαίνοντας (ορισμένες φορές με τρόπο οριακά ελεγκτικό)ακόμα και σε δράσεις κοινωνικού ή ακτιβιστικού τύπου. Αυτό συμβαίνει τη στιγμή που γινόμαστε μάρτυρες, κατά την τριετή διάρκεια της πανδημίας, των αποκαλυπτικών προθέσεων της παρούσας διακυβέρνησης για εγκατάλειψη του κλάδου του πολιτισμού από το κράτος ενώ ενισχύονταν άλλες επιχειρήσεις και αυτοαπασχολούμενοι. Οι δυο παραπάνω όψεις είναι σαφώς αρθρωμένες: η πρώτη οργανώνει αιχμαλωτίζοντας την παραγωγή των πολιτιστικών αγαθών ενώ η δεύτερη απαξιώνει επιθετικά οτιδήποτε θεσμικό είχε κατακτηθεί στον τομέα του πολιτισμού. Πρόκειται για μια πολιτική με πρωτεύουσα σημασία όσον αφορά την επιτυχία της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας, που δεν σχετίζεται μόνο με τον πολιτισμό. Στην περίπτωση Λιγνάδη βέβαια αποκαλύφθηκαν, περισσότερο από ποτέ άλλοτε ίσως, οι αδύναμοι κρίκοι της εν λόγω διαχείρισης καθώς αποδομείται εκ βάθρων το περίφημο τρίπτυχο «αριστεία-ιδιωτικοποίηση- πρόταση νέου τρόπου ζωής». Ταυτόχρονα, όμως, κι αυτό είναι καίριας σημασίας, η ανασύνταξη του κλάδου του πολιτισμού παίρνει τη μορφή μιας εξαιρετικά σημαντικής συλλογικής αυτο-οργάνωσης, μιας οργάνωσης που συμβάλλει δραστικά στη δημιουργία κοινών δίνοντας μορφή σε μια άλλη δημοκρατία.

Ο «δήμος» που επανεμφανίζεται στις κερκίδες αντιδρώντας με μια εμβληματική παρέμβαση στους δημόσιους χώρους αποτελεί μέρος αυτής της οργάνωσης. Τί σημαίνει, όμως, το γεγονός ότι μια τέτοια τολμηρή πολιτική θέση και πράξη, εκλαμβάνεται από την Υπουργό Πολιτισμού ως «εργαλειοποίηση του πολιτισμού»;

Ο όρος εργαλειοποίηση παραπέμπει στη χρήση κάποιου πράγματος για χρησιμοθηρικούς σκοπούς. Έχει χρησιμοποιηθεί, άλλωστε, εκτενώς για την κριτική του καπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού που επικεντρώνονται ιδεολογικά στο (καταρχήν οικονομικό αλλά και στο πολιτικό) κέρδος. Υπάρχει όμως μια κρίσιμη διαφορά μεταξύ της «εργαλειοποίησης» του πολιτισμού και της χρήσης αυτού ως κρίσιμο δημιουργικό εργαλείο. Και τη διαφορά αυτή όχι μόνο τη γνωρίζουν καλά, τόσο η κα Υπουργός όσο και οι υπόλοιποι κατέχοντες την εξουσία, αλλά την τρέμουν κιόλας. Και αυτό γιατί το 2015 είδαν, μετά από πολλές δεκαετίες, ότι ο «δήμος» και ξέρει και μπορεί να είναι το «κράτος». Μπορεί να μην είναι εύκολη η νίκη απέναντι στις βαθιά διαπλεκόμενες δομές δεκαετιών, μπορεί να έχουμε ακόμα δρόμο μπροστά μας αλλά το σημαντικό πρώτο βήμα έγινε. Κι αυτό ήταν κάτι που δεν το περίμεναν. Για αυτό και επέστρεψαν με τόσο απειλητική αγριότητα. Για να μην υπάρξει άλλη παρόμοια εμφάνιση του δήμου στην πολιτική ζωή της χώρας.

Ο Γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ρανσιέρ έχει μιλήσει για το «Μίσος για τη Δημοκρατία», ως το μίσος που έχουν όλοι όσοι προορίζονται να κυβερνήσουν λόγω καταγωγής, κοινωνικοπολιτικής ή οικονομικής δύναμης στη βάση μιας «άριστης» γνώσης που συχνά, πέρα από επικίνδυνα ημιμαθής ή αδαής, αποδεικνύεται και κακοποιητική, βαθιά συντηρητική και αυταρχική, όπως στην περίπτωση του -από ότι φαίνεται- αμετανόητου Δ. Λιγνάδη και όχι μόνο. Δημοκρατία, όμως, σύμφωνα με τον Ρανσιέρ, δεν είναι η εκλεγμένη ολιγαρχία των ισχυρών, αλλά ένα σύστημα διακυβέρνησης «του καθενός», του κάθε ατόμου που δεν έχει καμία άλλη περγαμηνή για να κυβερνήσει πέρα από το ότι αποτελεί μέρος του «δήμου». Αυτό ακριβώς τρέμουν και μισούν οι ισόβια χρησμένοι κυβερνώντες.

Στο αντίποδα του μίσους αυτού, το κείμενο του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών που διαβάζεται στο τέλος πολλών παραστάσεων σε όλη τη χώρα, τα πανό «ΒΙΑΣΤΗΣ ΕΙΝΑΙ» που εμφανίζονται σε όλο και περισσότερες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις τις τελευταίες μέρες, το μήνυμα ‘RAPISTS MUST BE IN JAIL’ στο Φεστιβάλ Χορού στην Καλαμάτα, αποτελούν έκφραση μιας συσσωρευμένης οδύνης των ευάλωτων, μια πρόταση «Αγάπης για τη Δημοκρατία», μια πρόταση επανενεργοποίησης του «δήμου», μια χειραφετημένη στάση απέναντι στη δυστοπία του (ακρο)δεξιού σχήματος που μας κυβερνά. Όπως και οι ίδιες οι παραστατικές τέχνες, μπορεί μεν να αποτελούν φευγαλέες εμφανίσεις του «δήμου» που όμως δεν υποχωρούν. Αντιθέτως, πολλαπλασιάζονται διαρκώς προτείνοντας νέους τρόπους δημιουργίας δημόσιου χώρου και χρόνου.

Ίσως ήρθε η ώρα, λοιπόν, να μιλήσουμε σοβαρά για τον καθοριστικό ρόλο των καλλιτεχνών σε μια «αριστερή εργαλειοποίηση του πολιτισμού», όχι φυσικά με την παλαιότερη έννοια της «στρατευμένης τέχνης» αλλά της τέχνης που ανοίγει χώρο στο διαφορετικό, αποτελώντας βασικό εργαλείο εκδημοκρατισμού μιας κοινωνίας.

Οι εργάτες του πολιτισμού έχουν πιάσει από καιρό σκληρή δουλειά, τόσο στον φυσικό όσο και στον ψηφιακό δημόσιο χώρο, σμιλεύοντας τον κοινωνικό ιστό με τα εργαλεία της τέχνης ανοίγοντας εκ νέου, σε μια ιστορική στιγμή, τη δυνατότητα ηθικής και πολιτιστικής ανανέωσης της δημοκρατίας και της πολιτικής από τα «έτερά» της στοιχεία: την τέχνη και την πνευματική σκέψη.

Επιστροφή δεν υπάρχει.

Και αυτό ακριβώς είναι που η κα Υπουργός φοβάται. Για αυτό και αποχωρεί. Ελπίζουμε σύντομα να αποχωρήσει και από το Υπουργείο Πολιτισμού παίρνοντας μαζί της κι όλο το κυβερνητικό σκοτάδι που την περιβάλλει.

Δανάη Θεοδωρίδου – σκηνοθέτις, ερευνήτρια σύγχρονων παραστατικών τεχνών, διδάσκουσα Τμήμα Θεάτρου ΑΠΘ

Μιχάλης Μπαρτσίδης – επιστ. διευθυντής Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, διδάσκων Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ και ΕΑΠ