Διαθέτουμε απόθεμα άδειων και αναξιοποίητων κτιρίων κατοικιών στην Ελλάδα. Δεν διαθέτουμε όμως πολιτική κοινωνικής κατοικίας, κάνοντας τη… διαφορά με την υπόλοιπη Ευρώπη. «Πρέπει να γίνει η αρχή. Εχουμε καθυστερήσει. Εχουμε αφεθεί στο να αντιμετωπίζουμε την κατοικία ως ιδιωτική υπόθεση. Πρέπει να το δούμε διαφορετικά. Η στεγαστική πολιτική αποτελεί κατ’ εξοχήν έκφραση του κοινωνικού κράτους. Είναι κομβικό ζήτημα Δημοκρατίας», τόνισε μεταξύ άλλων ο Μιχ. Γουδής, διευθυντής του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ, μιλώντας στην τηλεημερίδα που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της ΚΕΔΕ για την αναγκαιότητα διαμόρφωσης μιας πολιτικής που θα δώσει απαντήσεις στον στεγαστικό αποκλεισμό.
Η αντίφαση της ύπαρξης κενών κτιρίων από τη μία και αστέγων από την άλλη είναι μια εικόνα εμπεδωμένη σε όλους όσοι έχουν περπατήσει σε μεγάλες ή μικρές ελληνικές πόλεις. Εν όψει του κινδύνου δημιουργίας μιας νέας γενιάς αστέγων ή επισφαλώς στεγασμένων, λόγω της οικονομικής κρίσης που συνεπάγεται η υγειονομική κρίση ή του αυξημένου κόστους ζωής, απόρροια του ενεργειακού κόστους, καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική η ανάγκη ανάπτυξης μιας συγκροτημένης πολιτικής κοινωνικής κατοικίας.
Η σχετική συζήτηση ανοίγει με ήδη ειλημμένες πρωτοβουλίες από πλευράς Τοπικής Αυτοδιοίκησης αλλά και μια πολύ συγκεκριμένη πρόταση: Με αφορμή την καταγραφή του «Κτηματολογίου» που ολοκληρώνεται -ή ολοκληρώθηκε σε κάποιες πόλεις- ο πρόεδρος της ΚΕΔΕ, Δ. Παπαστεργίου, ζητά να περιέλθουν στους δήμους όλα τα «ορφανά» ακίνητα των οποίων έχουν χαθεί οι κληρονόμοι και να αξιοποιηθούν για την κάλυψη εκτεταμένων αναγκών στέγασης.
Τα «ορφανά» ακίνητα, υπό τις παρούσες συνθήκες, θα περάσουν γενικώς στο Δημόσιο κι εν ολίγοις όλοι αυτοί οι φορείς που εκμεταλλεύονται ένα σύνολο χιλιάδων ακινήτων «απλώς θα αποκτήσουν μερικά ακόμη», τόνισε ο κ. Παπαστεργίου. «Αν όμως αυτά τα αστικά ακίνητα περιέλθουν στους δήμους, είναι δεδομένο ότι θα βρουν τα προγράμματα να τα αξιοποιήσουν, θα βρουν τους πόρους να τα φτιάξουν», συμπλήρωσε μιλώντας στην τηλεημερίδα.
Στην Ελλάδα υπάρχει πλήρης απουσία δημόσιας στεγαστικής πολιτικής. Οπως εξήγησε η Δήμητρα Σιατίτσα (διδάκτωρ του Τομέα Πολεοδομίας και Χωροταξίας της Σχολής Αρχιτεκτόνων στο ΕΜΠ, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης), στη χώρα μας δεν υπάρχει δημόσιος φορέας αρμόδιος για τη στεγαστική πολιτική, ούτε υπάρχει θεσμικό πλαίσιο που να εξειδικεύει τη συνταγματική επιταγή για το δικαίωμα στην κατοικία. «Η πρόσβαση στη στέγη είναι αντιληπτή ως μια ατομική/οικογενειακή υπόθεση. Οι δημόσιες χωρικές επενδύσεις για αναπλάσεις και αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος δεν συνδέονται με κοινωνικούς στόχους, η κατοικία απουσιάζει», τόνισε, συμπληρώνοντας ότι ενώ το Δημόσιο διαθέτει μια μεγάλη ακίνητη περιουσία, «μένει στην αδράνεια και μοιάζει να δίνεται κατεύθυνση να τη διαχειριστούμε σαν κοινοί επενδυτές της κτηματομεσιτικής αγοράς».
Σύμφωνα με την ίδια, το αίτημα της ΚΕΔΕ απαιτεί χρόνο, μεταθέτει την κάλυψη στεγαστικών αναγκών σε επόμενο διάστημα. «Μπορούμε να διεκδικήσουμε τώρα ακίνητα που ανήκουν σε ασφαλιστικούς φορείς και υπουργεία», εξήγησε, προσθέτοντας ότι μπορούν να συμβάλουν και άλλοι κοινωνικοί εταίροι που ταυτόχρονα αποτελούν μεγαλοϊδιοκτήτες (όπως η Εκκλησία αναμφίβολα).
«Η έντονη κρατική παρέμβαση είχε εντυπωσιακά αποτελέσματα, εξασφάλισε ευημερία και κοινωνική συνοχή. Ομως η σταδιακή ολίσθηση προς την κυριαρχία της αγοράς γέννησε τη σύγχρονη στεγαστική κρίση», εξήγησε ο κ. Γουδής, περιγράφοντας παραδείγματα πολιτικών που έχουν εφαρμοστεί σε ευρωπαϊκές πόλεις. Ενα από αυτά εντοπίζεται στη Βαρκελώνη: επί δημαρχίας Αντα Κολάου οι προσφερόμενες κοινωνικές κατοικίες έφτασαν τις 100.000 (αναλυτικότερα, βλ. γράφημα).
«Το στεγαστικό πρόβλημα αφορά όχι μόνο κάποιους μικρούς, αλλά και αυτό που λέμε μεσαία τάξη. Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν μια και δυο δουλειές, αλλά δεν μπορούν να βρουν μια αξιοπρεπή κατοικία. Αυτό είναι αποτυχία του συστήματός μας», υπογράμμισε ο κ. Γουδής, τονίζοντας ότι για την αντιμετώπιση των στεγαστικών προκλήσεων «δεν φτάνει μόνο η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Χρειάζεται μεγαλύτερος συντονισμός, κάτι πιο οργανωμένο».
Ελλειψη στέγης εντοπίζεται και σε μικρούς δήμους, τόνισε ο Νικ. Βράντσης, υποψήφιος διδάκτορας Γεωγραφίας στο Ινστιτούτο της Ουψάλα, επικαλούμενος την περίπτωση της Νάουσας: στην (υπό δημογραφική συρρίκνωση) πόλη υπάρχουν νέες και καλής ποιότητας κατοικίες, αλλά οχτώ άστεγοι αντιμετωπίζονται ως αόρατοι. «Η δημοτική αρχή έβαλε τρεις από αυτούς άτυπα και προσωρινά στα καμαρίνια του δημοτικού θεάτρου και φεύγουν στον δρόμο όταν γίνονται παραστάσεις», περιέγραψε ο ερευνητής.
Οι υπόλοιποι πέντε, συμπλήρωσε, ζουν σε εγκαταλειμμένα κτίρια περιμετρικά της πόλης και οι εκκλήσεις τους για παροχή στέγης δεν ακούγονται. «Αυτούς δεν τους θέλουν ούτε οι οικογένειές τους, οι δικοί τους άνθρωποι τους έδιωξαν», ήταν τα λόγια δημοτικής υπαλλήλου στον ερευνητή. «Η διοίκηση δηλαδή αρνείται να δει ως δομικό πρόβλημα ένα κατά τα άλλα ορατό πρόβλημα αποκλεισμού», εξήγησε ο κ. Βράντσης. Σχολίασε επίσης την πρόσφατη δήλωση του πρωθυπουργού, Κυρ. Μητσοτάκη, για δωρεάν παραχώρηση κατοικιών σε νεαρά ζευγάρια: «Η κοινωνική κατοικία δεν είναι φιλανθρωπία. Το δικαίωμα στη στέγαση είναι ανθρώπινο. Δεν υπάρχει δικαίωμα του ζευγαριού, υπάρχει δικαίωμα κάθε ανθρώπου στη στέγαση».
Πρωτοβουλία
Στην τηλεημερίδα παρουσιάστηκε και η πρωτοβουλία που έλαβε πρόσφατα η Αναπτυξιακή Μείζονος Αστικής Θεσσαλονίκης-ΜΑΘ Α.Ε./ΑΟΤΑ. Με το πρόγραμμα «Προσιτή Κατοικία για Ολους», που αναμένεται να τεθεί σε τροχιά υλοποίησης το 2022, θα επιδιωχθεί να εξασφαλιστεί στέγη σε μεμονωμένους ανθρώπους ή οικογένειες στο σύνολο του αστικού ιστού του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης.
Οι ενδιαφερόμενοι ιδιοκτήτες κενών διαμερισμάτων θα μπορούν να τα ανακαινίσουν δωρεάν μέσω του προγράμματος και να τα διαθέσουν προς ενοικίαση εισπράττοντας ένα μειωμένο -αλλά εγγυημένο- ενοίκιο για διάστημα 5-10 ετών. Το πρόγραμμα φιλοδοξεί να στεγάσει ανθρώπους σε 50 κοινωνικές κατοικίες το 2022 και σε 100 κατοικίες το 2023.
Σύμφωνα με μελέτη που ανέθεσε η Αναπτυξιακή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στη μητροπολιτική Θεσσαλονίκη το 1/4 του αποθέματος ακινήτων είναι ανενεργό (123.400 ακίνητα, συμπεριλαμβανομένων όσων είναι προς ενοικίαση ή πώληση), ενώ τα κλειστά-μη ηλεκτροδοτούμενα διαμερίσματα στον Δήμο Θεσσαλονίκης είναι 38.840, εκ των οποίων τα 16.400 είχαν προηγουμένως οικιστική χρήση.
Στέργιος Ζιαμπάκας
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών