Η αλλαγή στάσης του Προέδρου Τραμπ αποτελεί ακόμη ένα αρνητικό επεισόδιο στην ταραχώδη σχέση των ΗΠΑ με το Ιράν Ωστόσο, η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν είχε καταφέρει να την αναθερμάνει, χωρίς βέβαια να φτάσει μέχρι την αναβίωση της παλιάς συμμαχίας στα χρόνια του σάχη. Επιστροφή στις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι και την ιρανική επανάσταση.
Λησμονείται συχνά ότι οι ιρανοαμερικανικές σχέσεις ξεκίνησαν με τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις. Οι ΗΠΑ, οι οποίες ελευθερώθηκαν από τον ζυγό του Λονδίνου έπειτα από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, εκδήλωσαν συχνά τη συμπάθειά τους για τις χώρες του Τρίτου Κόσμου που αντιστέκονταν στην αποικιοκρατία. Ορισμένες φορές, τα πράγματα έφταναν ακόμη πιο μακριά. Στην περίπτωση του Ιράν, για παράδειγμα, δύο Αμερικανοί αναμείχθηκαν αποφασιστικά υπέρ του εκδημοκρατισμού και της ανεξαρτησίας της χώρας. Ο πρώτος, μάλιστα, ο Χάουαρντ Μπάσκερβιλ, πλήρωσε με τη ζωή του την υποστήριξη του δικαιώματος των Ιρανών να διαθέτουν σύνταγμα.
Ο Μπάσκερβιλ, ο οποίος είχε τεθεί επικεφαλής ομάδας φοιτητών που μάχονταν ως εθελοντές για την υπεράσπιση της νεαρής συνταγματικής δημοκρατίας στην Περσία (το αρχαίο όνομα του Ιράν) ενάντια στις στρατιωτικές δυνάμεις της δυναστείας Κατζάρ που βρισκόταν στην εξουσία, σκοτώθηκε σε ενέδρα στο Ταμπρίζ στις 19 Απριλίου 1909. Έχει ταφεί στο χριστιανικό αρμενικό νεκροταφείο της πόλης του βορειοδυτικού Ιράν. Ακόμη και σήμερα, πολλοί Ιρανοί τιμούν τη μνήμη του, ενώ πληθώρα σχολείων και δρόμων φέρουν το όνομά του.
Ο άλλος Αμερικανός ήταν ο Ουίλιαμ Μόργκαν Σούστερ. Έχοντας οριστεί γενικός θησαυροφύλακας από το περσικό κοινοβούλιο, επωμίστηκε τη διαχείριση της οικονομικής κατάστασης στα ταραγμένα χρόνια της συνταγματικής επανάστασης (1905-1911). Γρήγορα μετατράπηκε σε παθιασμένο υποστηρικτή της Περσίας, την οποία Βρετανοί και Ρώσοι επεδίωκαν να βυθίσουν οικονομικά. Έχοντας δεχτεί σημαντικές πιέσεις από τις δύο μεγάλες δυνάμεις, ο Σούστερ υποχρεώθηκε τελικά σε παραίτηση. Όταν γύρισε στις Ηνωμένες Πολιτείες, διηγήθηκε την εμπειρία του στο βιβλίο «The Strangling of Persia» («Ο στραγγαλισμός της Περσίας»). Στο βιβλίο, το οποίο είναι αφιερωμένο «στον λαό της Περσίας», καταδικάζει με δριμύτητα την ανάμειξη και τον ρόλο Ρώσων και Βρετανών.
Η αντιαποικιοκρατική πολιτική της Ουάσιγκτον, καθώς και η θυσία του Μπάσκερβιλ και η προσφορά του Σούστερ καλλιέργησαν σε πολλούς Ιρανούς μεγάλη εκτίμηση για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όλα, όμως, θα άλλαζαν το 1953, όταν η CIA, σε συνεργασία με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, θα εκδιώξει από την εξουσία τον δημοκρατικά εκλεγμένο πρωθυπουργό Μοχάμαντ Μοσαντέγκ, ο οποίος είχε αποφασίσει την εθνικοποίηση της πετρελαϊκής βιομηχανίας. Το πραξικόπημα της 19ης Αυγούστου 1953 επανέφερε τον σάχη Μοχάμαντ Ρεζά Παχλαβί στον θρόνο και έπνιξε τη νεογέννητη δημοκρατία.3 Όταν ο σάχης επανήλθε στην εξουσία, κλιμάκωσε την κρατική καταστολή ώστε να εξαλείψει οποιαδήποτε δυνητική απειλή προς το καθεστώς του.
Για πολλούς Ιρανούς, το γεγονός εκείνο σήμανε το τέλος της αθωότητας για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αφού, σε πρώτη φάση, είχε δυσκολέψει τις προσπάθειες των Βρετανών να ελέγξουν το Ιράν και τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους του, η Ουάσιγκτον συμμαχούσε τώρα με την ίδια αυτή αποικιοκρατική δύναμη για να στερήσει στη χώρα το δικαίωμα της αυτοδιάθεσής της.
Η ολοένα και μεγαλύτερη αντίθεση στο καθεστώς συνοδεύτηκε από την εξίσου διάχυτη αίσθηση πως η μοναρχία δεν στεκόταν παρά μόνο χάρη στη στήριξη των ΗΠΑ και ότι οι Αμερικανοί ασκούσαν καταλυτική επιρροή στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας. Δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, ο σάχης κατηγορούταν πως είχε πουλήσει την ανεξαρτησία του Ιράν. Η συγκεκριμένη κατηγορία έγινε κραυγή που συσπείρωσε πολλούς αντικαθεστωτικούς και βρήκε ευρύτατη απήχηση όταν ο Ιρανός μονάρχης υπέγραψε το Status of Forces Agreement (SOFA, «Συμφωνία για το Καθεστώς των Δυνάμεων») με τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1964. Η συμφωνία προέβλεπε διπλωματική ασυλία για το αμερικανικό στρατιωτικό προσωπικό στο Ιράν. Ο δριμύτερος επικριτής του σάχη, ο αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί, ο οποίος, δεκαπέντε χρόνια αργότερα, έμελλε να ηγηθεί της επανάστασης κατά του μονάρχη, χαρακτήρισε χωρίς περιστροφές τη SOFA ως συμφωνία παράδοσης της εθνικής κυριαρχίας.
Ο σάχης Μοχάμαντ Ρεζά Παχλαβί ήταν ένας φιλόδοξος άνθρωπος, ο οποίος ήθελε να μετατρέψει τη χώρα του σε περιφερειακή υπερδύναμη. Για να επιτύχει, όμως, τον στόχο του, δεν αρκούσε να στηρίζεται το Ιράν σε έναν ισχυρό στρατό και μια ανθηρή οικονομία: ήταν, επίσης, απαραίτητο οι μεγάλες δυνάμεις να κρατηθούν μακριά από τη Μέση Ανατολή. Το 1971, το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισε να αποσύρει το σύνολο των στρατιωτικών δυνάμεων που διατηρούσε στην περιοχή ανατολικά του Σουέζ. Όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση δεν υπέκυπταν στον πειρασμό να καλύψουν το κενό που άφησαν οι Βρετανοί, το Ιράν μπορούσε να ελπίζει πως θα γίνει η αδιαμφισβήτητη υπερδύναμη της δυτικής Ασίας.
Ενώ οι Αμερικανοί είχαν εστιάσει στον πόλεμο του Βιετνάμ, ο σάχης άδραξε τη χρυσή ευκαιρία. Η συμφωνία που υπογράφηκε με την κυβέρνηση του Προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον καθιστούσε το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία υπεύθυνες χώρες για την ασφάλεια στον Αραβοπερσικό Κόλπο, επιτρέποντας στις Ηνωμένες Πολιτείες να κρατηθούν στα μετόπισθεν. Η λεγόμενη πολιτική των «δύο πυλώνων» ήταν, στην πραγματικότητα, πολιτική ενός και μόνου πυλώνα, του Ιράν.
Έχοντας επιτύχει τον βασικό αυτό στόχο, ο Μοχάμαντ Ρεζά Παχλαβί είχε ως επόμενη επιδίωξη να διασφαλίσει ότι ούτε η Σοβιετική Ένωση ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βρουν κάποιο πρόσχημα για να εγκαταστήσουν ξανά στρατεύματα στον Κόλπο. Θεωρούσε πλέον όχι μόνο τη Σοβιετική Ένωση, αλλά και τις Ηνωμένες Πολιτείες ως αντίπαλο και δυνητικό ανταγωνιστή.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, αρκετοί Αμερικανοί αξιωματούχοι εξέφραζαν, ιδιωτικά, τη δυσαρέσκειά τους, καθώς θεωρούσαν πως οι φιλοδοξίες του Ιρανού μονάρχη γίνονταν πια ανεξέλεγκτες. Αλλά όσο το Ιράν παρέμενε σταθερός σύμμαχος κατά του κομμουνισμού, η μεγαλομανία του σάχη, αν και προβληματική, έμπαινε σε δεύτερο πλάνο μπροστά στη σοβιετική απειλή.
Το 1978, όταν ξέσπασε η επανάσταση στο Ιράν, τα αποθέματα καλής θέλησης απέναντι στην Ουάσιγκτον είχαν εξαντληθεί εντελώς. Για πολλούς Αμερικανούς, η επανάσταση στρεφόταν τόσο κατά του σάχη όσο και κατά των Ηνωμένων Πολιτειών. Όταν ο Πρόεδρος Τζέιμς Κάρτερ έδωσε άδεια στον σάχη να καταφύγει στο αμερικανικό έδαφος για να νοσηλευτεί, αριστεροί Ιρανοί φοιτητές επιτέθηκαν στην πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών, στις 4 Νοεμβρίου 1979. Πήραν ως ομήρους 52 Αμερικανούς διπλωμάτες και πολίτες, απαιτώντας από τον Κάρτερ να εκδώσει τον σάχη στο Ιράν για να δικαστεί.
Αυτό που οι φοιτητές ξεκίνησαν μάλλον ως υπόθεση λίγου χρόνου μετατράπηκε σε μια κρίση 444 ημερών. Περιπλέκοντας τα πράγματα ακόμη περισσότερο, αμερικανική στρατιωτική επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1980 για να απελευθερωθούν οι όμηροι κατέληξε σε φιάσκο. Από τα οκτώ ελικόπτερα που είχαν αποσταλεί, τα τρία παρουσίασαν βλάβη και η αποστολή ακυρώθηκε. Καθώς, όμως, τα αμερικανικά μεταγωγικά εγκατέλειπαν την περιοχή, ένα από αυτά συγκρούστηκε με αμερικανικό ελικόπτερο, με αποτέλεσμα τον θάνατο οκτώ Αμερικανών στρατιωτών στην ιρανική έρημο.
Κάθε μέρα οι Αμερικανοί ενημερώνονταν για την τύχη των διπλωματών τους από τα βραδινά δελτία ειδήσεων. Η κρίση των ομήρων έλαβε γρήγορα τις διαστάσεις ενός εθνικού τραύματος, το οποίο διευκόλυνε τη νίκη του Ρόναλντ Ρέιγκαν επί του Κάρτερ στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου του 1980. Το να σύρει μια αναπτυσσόμενη χώρα της Μέσης Ανατολής τις Ηνωμένες Πολιτείες σε τέτοιο εξευτελισμό αποτελούσε σπάνιο γεγονός. Αναδύθηκε, τότε, ένα αμοιβαίο αίσθημα αγανάκτησης. Η γεωπολιτική αντιπαράθεση, που είχε ήδη διαφανεί από τα τελευταία χρόνια της κυριαρχίας του σάχη, απέκτησε και μια έντονη συναισθηματική διάσταση.
Μετά την επανάσταση, το Ιράν ήρθε σε ανοιχτή αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, χωρίς, ωστόσο, να προσχωρήσει στο σοβιετικό στρατόπεδο. Το καθεστώς Χομεϊνί, όπως και ο σάχης, επεδίωκε να μετατρέψει το Ιράν σε κυρίαρχη δύναμη της περιοχής. Ήθελε, όμως, να επιτύχει τον στόχο αυτό χρησιμοποιώντας το πολιτικό ισλάμ, έτσι ώστε να εξασφαλίσει τη λαϊκή στήριξη του μουσουλμανικού κόσμου. Απορρίπτοντας τη συμμαχία με τις Ηνωμένες Πολιτείες ή με το Τελ-Αβίβ, η Τεχεράνη εισερχόταν σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης με την Ουάσιγκτον.
Ο Trita Parsi είναι πρόεδρος του Ιρανοαμερικανικού Εθνικού Συμβουλίου
Επιμέλεια: Βάλια Καϊμάκη
Πηγή: Η Αυγή από Le Monde Diplomatique