Macro

Φωτογραφίες

Μια φωτογραφία, λένε, αξίζει χίλιες λέξεις και ίσως να έχουν δίκιο, αν και προσωπικά πιστεύω ότι κάποτε αρκούν δύο λέξεις για να φανεί και να λάμψει όλος ο κόσμος, σε όλο το βάθος και όλο το εύρος του. Ας είναι… Γεγονός παραμένει ότι τον τελευταίο καιρό όλο με αφορμή φωτογραφιών γράφω. Αλλά και πάλι, πώς να μην γράψεις όταν σε κατακλύζει η φωτογραφία ενός σκοτωμένου δεκαπεντάχρονου αγγέλου που μοιάζει σαν να τον πέταξε η ακηδία ολόκληρης της ανθρωπότητας μέσα σε ένα χαντάκι. Πώς να μην γράψεις για τη φωτογραφία των συνομηλίκων του που χασκογελούν, πιθανώς βλέποντας αυτή τη δολοφονία και σίγουρα βλέποντας άλλες με τον ίδιο τρόπο. Πώς να μην γράψεις για τη φωτογραφία ενός βρέφους που το ξέβρασε η θάλασσα πνιγμένο, στραγγαλισμένο για την ακρίβεια από τη μέγγενη της αχαλίνωτης ισχύος. Και ν’ ακούς τον άλλον να σου λέει «να τους κάνουμε τη ζωή δύσκολη για να μην έρχονται». Και τον παρ’ άλλο να μιλάει με πέτρες λιθοβολισμού στο στόμα για «λαθρομετανάστες» και τον ρασοφόρο των Καλαβρύτων να διατυμπανίζει δόξη και τιμή και με τη βούλα των δικαστηρίων, ανεμπόδιστος, τον εωσφόρο τον πιο μαύρο και από τα ράσα του (όταν δεν περιενδύεται τα χρυσάφια της εξουσίας), τον εωσφόρο της διαβολής, επαναλαμβάνω, και της προσβολής ταυτόχρονα, στο ανθρώπινο γένος και το ανθρώπινο γεγονός. Πώς να μην γράψεις γι’ αυτό το καθαρό, πιο καθαρό από τις Γραφές, πρόσωπο ενός κοριτσιού που βρίσκεται φυλακή επειδή χρησιμοποίησε το μόνο της όπλο, το χέρι της, για να «σκοτώσει» ψυχικά έναν ολόκληρο πάνοπλο στρατό κατοχής που εισέβαλε στο σπιτικό της.

Πώς να μην γράψεις για τη φωτογραφία ενός αποσβολωμένου παιδιού από φρίκη, ενός παιδιού που μόλις το έβγαλαν από τα ερείπια του βομβαρδισμένου σπιτιού του εκεί στη Συρία και χθες στο Ιράκ και προχθές στο Λίβανο κι αύριο Κύριος οίδε πού. Ενός παιδιού τόσο τρομοκρατημένου από τον ανεξήγητο τρόμο, που δεν μπορεί καν να κλάψει και κοιτάζει τον φακό (στην ουσία δεν κοιτάζει τον φακό, κοιτάζει την πύλη της Κόλασης που χάσκει μπροστά στα μάτια του και τον Κέρβερο του Κάτω Κόσμου να του δείχνει τα ατσαλένια του δόντια), χωρίς αύριο, χωρίς τώρα, χωρίς χθες. Ένα σκέτο παιδί στην έρημο της ανθρωπότητας. Για την ακρίβεια, στην έρημο μιας άτεκνης ανθρωπότητας, γιατί βέβαια μια ανθρωπότητα που αφήνει τα παιδιά της (όταν δεν τα σκοτώνει η ίδια) να σκοτώνονται, άλλοτε πεθαίνοντας και άλλοτε ζώντας, είναι μια ανθρωπότητα νεκρή. Νεκρή, πολλά χρόνια πριν, πολλά χρόνια μετά. Πώς λοιπόν να μην γράψεις γα τη φωτογραφία αυτού του παιδιού και να μην ξαναθυμηθείς τον φοβερό στίχο του ποιητή Γιάννη Βαρβέρη που λέει: «Καμιά φορά θα με πιάσουν τα κλάματα και θα σας πνίξω όλους». Πώς να μην γράψεις γι’ αυτό το βλέμμα το βουβό της φρυγμένης αθωότητας.

Πώς να μην γράψεις για όλες τις φωτογραφίες που μας έρχονται από παντού της Γης, στιγμές από ανθρώπους που δεν γνωρίσαμε και ούτε θα γνωρίσουμε ποτέ, κι όμως αποτελούν δάχτυλο από το χέρι μας, βλέμμα από την όρασή μας, ελπίδα από τις ελπίδες μας, νίκη από τις νίκες μας και ήττα από τις ήττες μας, σημαία από τις σημαίες μας, δάκρυ από το δάκρυ μας. Πώς να μην γράψεις για τις φωτογραφίες των παιδιών τη στιγμή που μπαίνουν στα μαύρα έγκατα, της μαύρης γης ψάχνοντας για μάταια διαμάντια, για μάταια υλικά που θα φτιάξουν τις μάταιες επικοινωνίες του τίποτα, σε μάταια σκεύη ενός θρησκειοποιημένου τίποτα, αφού το τίποτα μεταδίδει και το τίποτα λέει ο ανίδεος στον ανίδεο. Ο ανίδεος που σπρώχνει αδιάφορα το πτώμα του παιδιού με το πόδι, χωρίς να αντιλαμβάνεται το τι έκανε. Πώς να μην γράψεις για τη φωτογραφία αυτού του παιδιού ένα δευτερόλεπτο πριν κατέβει στο μαύρο χώμα της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής, της Άπω Ανατολής, πριν κατέβει στο κωπηλατοστάσιο της Ινδικής γαλέρας.

Λένε ότι η μόνη «επιστημονική φαντασία» του Ιούλιου Βερν, αυτή η οργιώδης φαντασία που προείπε τον «θαυμαστό καινούργιο κόσμο» μας, είναι το «Ταξίδι στο κέντρο της γης». Επειδή εκεί το χώμα καίει. Τόσο πολύ, ώστε κανένας δεν κατάφερε ακόμα να φτάσει. Εγώ όμως λέω ότι το ταξίδι αυτό στο κέντρο της Γης είναι μια καθημερινή απασχόληση για μυριάδες αθωότατα πλάσματα της Γης. Αυτό το βλέμμα που σε κοιτάζει και λέει «αντίο». Αντίο για πάντα. Κατεβαίνω. Πώς να μην γράψεις για τη φωτογραφία αυτού του παιδιού που ξέρει ότι δεν θα ξαναφανεί ποτέ στην επιφάνεια της Γης. Γιατί δεν φάνηκε ποτέ στην επιφάνεια του κόσμου. Πώς να μην γράψεις γι’ αυτή την εικόνα μιας ζωής που εξαφανίστηκε πριν ακόμα εμφανιστεί. Άσε που τώρα πια δεν υπάρχει ούτε το «αρνητικό» του φιλμ. Και τα παιδιά πεθαίνουν ακόμα πιο μόνα μέσα στις οθόνες της κάθε κάμερας.

Κι από δίπλα το όρνεο να περιμένει. Μιλάω βέβαια για κείνη τη φωτογραφία όπου το πτωματοφάγο όρνεο κουρνιάζει δίπλα στο παιδί που πεθαίνει σκελετωμένο από πείνα. Κοίτα το παιδί στη φωτογραφία. Κοίτα το όρνεο. Κοίτα το βάραθρο του ελεύθερου όντος, του κόσμου που φωτίζεται από τις συγκρουόμενες ελευθερίες του: την ελευθερία του λιονταριού για τροφή, και την ελευθερία της αντιλόπης να ξεφύγει, όπως έγραφε ο Νίκος Καρούζος.

Εδώ όμως υπάρχει μονάχα η χαλύβδινη ελευθερία. Η «ελευθερία» ενός παιδιού να είναι σκλαβωμένο. Γι’ αυτό θα πεθάνει. Και το όρνεο θα του φάει πρώτα τα μάτια.

Πώς λοιπόν να μην γράψεις για τη φωτογραφία μιας ανθρωπότητας που πεθαίνει επειδή είναι τυφλή;

Κώστας Καναβούρης

Πηγή: Η Αυγή