Οταν η πολιτική και η δημοσιογραφική “κοινή γνώμη” δεν στουθοκαμηλίζει για τη φασιστική απειλή, τείνει να πανικοβάλλεται. Τούτο το έργο το έχουμε δει πολλές φορές τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, αλλά η παράσταση δεν προβλέπεται να κατέβει, αν και ελάχιστα πετυχημένη.
Την αφορμή έδωσε αυτή τη φορά η τελευταία δημοσκόπηση της Metron Analysis για το «Βήμα» της προηγούμενης Κυριακής. Μια δημοσκοπική αύξηση της πρόθεσης ψήφου στη Χρυσή Αυγή κατά μία ποσοστιαία μονάδα (από το 5,2% τον Νοέμβρη του 2017 σε 6,2% σήμερα) μετατράπηκε σε άνοδο “τριών μονάδων” (!), στο περίφημο 9,4%, στο πλαίσιο των γνωστών δημοσκοπικών “εκτιμήσεων” που είναι απαραίτητες προκειμένου το 23% της Νέας Δημοκρατίας να μετατρέπεται σε 34,9%. Πρόκειται για το γνωστό και ως “φλερτ με την αυτοδυναμία”, που πρέπει αναγκαστικά να γίνει πρωτοσέλιδο, ανεξαρτήτως τιμήματος. Η φασιστική απειλή όμως είναι πολύ σοβαρή στη χώρα μας για να την αναλύουμε με τόσο εντυπωσιοθηρικά εργαλεία. Χρειάζεται να σκύψουμε στο ζήτημα λίγο πιο προσεκτικά.
Χρυσή Αυγή δεν υπάρχει χωρίς βία
Η Χρυσή Αυγή αντιμετωπίζει ένα πολιτικό και υπαρξιακό αδιέξοδο μετά τον Σεπτέμβρη του 2013, τη θυσία του Παύλου Φύσσα και το μαζικό αντιφασιστικό ξεσηκωμό που οδήγησε στην έναρξη της σε βάρος της ποινικής δίωξης. Από τη μια πλευρά, έχει αναγκαστεί να αποσύρει προσωρινά τα τάγματα εφόδου εξαιτίας της εξελισσόμενης δίκης των ηγετικών στελεχών της. Η δίκη αποτελεί τη μεγαλύτερη αμφισβήτηση της νομικής υπόστασης της οργάνωσης στα 30 χρόνια λειτουργίας της. Η συνένωση δεκάδων επιθέσεων της ναζιστικής οργάνωσης σε μία υπόθεση αποκαλύπτει την πολύχρονη εγκληματική της δράση. Η διαδικασία στο ακροατήριο είναι κόλαφος: οι μάρτυρες όχι μόνο επανέλαβαν αυτά που κατέθεσαν στην προδικασία, αλλά στοιχειοθέτησαν ακόμα περισσότερο το κατηγορητήριο. Τα έγγραφα που αυτή την περίοδο αναγιγνώσκονται στο δικαστήριο είναι συντριπτικά: οι δολοφονικές επιθέσεις δεν ήταν άθροισμα τυχαίων περιστατικών, αλλά σχέδιο της ηγεσίας για την τρομοκράτηση των εχθρών και των πολιτικών της αντιπάλων.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η Χρυσή Αυγή δεν υπάρχει χωρίς βία. Η Χρυσή Αυγή δεν είναι ούτε μπορεί να μετατραπεί σε ΛΑΟΣ. Ας πάρουμε τοις μετρητοίς τα λόγια του Αρχηγού της: “Εμείς δεν είμαστε Λεπέν… Είμαστε η σπορά των ηττημένων του 1945, αυτό είμαστε. Οι εθνικιστές, οι εθνικοσοσιαλιστές, οι φασίστες”. Οι ομάδες κρούσης της ναζιστικής οργάνωσης είναι το DNA της. Γι’ αυτό, αν και νομικά αυτοκτονικό διαρκούσης της δίκης, η Χρυσή Αυγή πρέπει – έστω και μετρημένα – να εγκληματεί για να στέλνει το μήνυμα στον σκληρό πυρήνα των μελών και των οπαδών της ότι δεν έχει αλλάξει. Οι παράγοντες της δίκης έχουμε δεχτεί το μεράδι της βίας που μας αναλογεί: επίθεση σε δύο μάρτυρες, φίλους του Παυλου Φύσσα, την πρώτη μέρα της δίκης, αλλά και σε αλληλέγγυα γυναίκα στο κοινό κατά τη διάρκειά της, ξυλοδαρμός της δικηγόρου Ευγενίας Κουνιάκη τον Νοέμβριο του 2017 έξω από το Εφετείο, δολοφονική επίθεση στη δικηγόρο Ελευθερία Τομπατζόγλου την προηγούμενη Κυριακή στον κοινωνικό χώρο Φαβέλα. Έξω από τη δίκη, ξεχωρίζει το παρολίγον μοιραίο χτύπημα στον σπουδαστή Αλέξη Λάζαρη τον Απρίλιο του 2017, από τον ήδη καταδικασθέντα υπεύθυνο Ασφάλειας των κεντρικών γραφείων της οργάνωσης Χρήστο Ζέρβα.
Πολιτική ευκαιρία για τη ΧΑ
Είναι βέβαια αλήθεια ότι η τρέχουσα συγκυρία δίνει στη Χρυσή Αυγή μια πολιτική ευκαιρία να σπάσει την απομόνωση στην οποία είχε περιέλθει: τα μακεδονικά συλλαλητήρια, ο νέος γύρος σκανδαλολογίας και αναξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος, η συνεχιζόμενη προσφυγική κρίση και οι ρατσιστικές πολιτικές απώθησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υπηρετούνται και από την ελληνική κυβέρνηση, επανανομιμοποιούν τη ναζιστική οργάνωση. Όμως το – πολύ πρόσφατο – παρελθόν της οργάνωσης στοιχειώνει το παρόν της και δεν μπορεί να σβηστεί με μια μονοκοντυλιά, όσο και αν κάποιες δημοσιογραφικές γραφίδες σπεύδουν τεμπέλικα να υιοθετήσουν την εικόνα που η ίδια η Χρυσή Αυγή προπαγανδίζει για τον εαυτό της. Στην πραγματικότητα, το 2017 ήταν για τη Χρυσή Αυγή χρονιά πολιτικής και οργανωτικής αποσάρθρωσης: αποχωρήσεις δύο βουλευτών (Μίχου, Κουκούτση) και δεκάδων στελεχών, κλείσιμο γραφείων, απομαζικοποίηση εκδηλώσεων (βλ. Ίμια, κλπ).
Εμείς τι κάνουμε
Αυτό που επείγει πραγματικά να συζητήσουμε δεν είναι τι κάνει η ηγεσία της Χρυσής Αυγής για να αδράξει τις πολιτικές ευκαιρίες που της δίνονται, αλλά τι κάνουμε εμείς, όσοι στεκόμαστε αντίθετοι στο φασιστικό πολιτικό σχέδιο. Και εδώ τα πράγματα είναι πολύ συγκεκριμένα.
Το αντιφασιστικό κίνημα πρέπει να εξασφαλίσει ότι το 2018 θα είναι μια χρόνια απόλυτης κοινωνικής και πολιτικής απομόνωσης της ναζιστικής οργάνωσης σε όλα τα επίπεδα. ‘Ενα πρώτο μέτρημα θα είναι οι διαδηλώσεις της 17 Μάρτη, η διεθνής μέρα δράσης κατά του ρατσισμού και του φασισμού. Όμως ξέρουμε καλά ότι η μάχη αυτή είναι διαρκής: δίνεται στις γειτονιές, στα σχολεία, στα δημοτικά συμβούλια, στην ΕΡΤ, στους χώρους δουλειάς. Με τα όπλα του μαζικού κινήματος, να μην αφήσουμε ούτε σπιθαμή γης στους νεοναζί να χύσουν το δηλητήριό τους. Είναι μια απαίτηση που απευθύνεται και στο σύνολο του πολιτικού συστήματος: κάθε ξέπλυμα των φασιστών, από όπου και αν προέρχεται, αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο.
Η μάχη αυτή έχει και την προφανή δικαστική της διάσταση. Η δίκη πρέπει να προχωρήσει και να ολοκληρωθεί με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Τα αιτήματα των θυμάτων και της πολιτικής αγωγής παραμένουν ενεργά: εξασφάλιση της δημοσιότητας και της προσβασιμότητας της δίκης που έχουν πάλι υποχωρήσει με τη διολίσθηση διεξαγωγής της στον Κορυδαλλό, προστασία των θυμάτων και των παραγόντων της δίκης από τη χρυσαυγίτικη βία, παροχή όλων των απαιτούμενων τεχνικών διευκολύνσεων στο δικαστήριο για το έργο του, στήριξη της νομικής παρουσίας της πολιτικής αγωγής, παρουσία κοινού για την εξασφάλιση της δημοσιότητας.
Αν τα πράγματα κινηθούν κανονικά, προς τα τέλη του 2018 η ηγεσία της Χρυσής Αυγής θα κληθεί να προσέλθει στο εδώλιο του κατηγορουμένου και να απολογηθεί. Θα είναι μια δύσκολη επιλογή για τον Μιχαλολιάκο, αλλά και μια σημαντική στιγμή για την ελληνική κοινωνία: ο μόνος διάλογος που μπορεί να έχει μια δημοκρατική έννομη τάξη με τους πολιτικούς εκφραστές του ναζισμού είναι στα πλαίσια της δίκης και της απολογίας τους. Το δικαστήριο θα διαθέτει στο τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας όλα τα στοιχεία για να καταδικάσει τους κατηγορούμενους. Το αν θα το κάνει θα εξαρτηθεί και από το μήνυμα που θα στέλνει η κοινωνία στη δικαστική αίθουσα.
Ο Θανάσης Καμπαγιάννης είναι δικηγόρος πολιτικής αγωγής των Αιγύπτιων αλιεργατών στη δίκη της Χρυσής Αυγής.
Πηγή: Η Εποχή