Ο πρόεδρος Μακρόν αποστασιοποιήθηκε ελαφρά από τους νεοσυντηρητικούς προσανατολισμούς των δύο προκατόχων του στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Μετά από μια προεκλογική εκστρατεία στην οποία για πρώτη φορά τα διπλωματικά ζητήματα βρίσκονταν σε περίοπτη θέση, η ολοφάνερη αλλαγή κατεύθυνσης υπογραμμίζει την ιδιαιτερότητα της γαλλικής διπλωματικής στάσης που αποκλήθηκε «ντεγκολ-μιτερανισμός».
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η εξωτερική πολιτική αποτελούσε αντικείμενο συναίνεσης στη Γαλλία. Τα εμβληματικότερα στοιχεία της φάνταζαν αυτονόητα: διάλογος Βορρά-Νότου (από τον τερματισμό της αποικιοκρατίας που διαχειρίστηκε ο Ντε Γκωλ και ακολουθήθηκε από μια προσέγγιση που ενσωμάτωνε στοιχεία τριτοκοσμικής ιδεολογίας έως τον λόγο του Φρανσουά Μιτεράν στο Κανκούν [1], έχοντας μεσολαβήσει η πρόταση του Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εστέν για διοργάνωση Διάσκεψης Βορρά-Νότου)· συνεργασία με τη Ρωσία παρά τον Ψυχρό Πόλεμο· ισχυρή παρουσία στην Αφρική, με κίνδυνο να θεωρηθεί η Γαλλία συνένοχος των τοπικών καθεστώτων· υποστήριξη στα νόμιμα δικαιώματα των Παλαιστινίων ως βάση για μια δυναμική αραβική πολιτική· στρατιωτική αυτονομία στηριγμένη στη γαλλική πυρηνική δύναμη αποτροπής και στη μη συμμετοχή στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ· ευρωπαϊκή οικοδόμηση στηριγμένη στον γαλλογερμανικό άξονα· σεβασμός των κρατών και των εθνών ανεξάρτητα από ιδεολογικές προκαταλήψεις… Και αδιαλείπτως, σε πραγματιστικές βεβαίως βάσεις, προσπάθεια να προβληθεί το μεγαλείο και η εικόνα της Γαλλίας. Σε όλα αυτά τα σημεία, το στοιχείο της συνέχειας είναι εμφανέστατο μέχρι και τη δεύτερη θητεία του Ζακ Σιράκ (2002-2007). Βέβαια, το 1983, ο Μιτεράν δέχθηκε την εγκατάσταση των αμερικανικών «ευρωπυραύλων». Όμως, το κίνημα ειρήνης που συγκλόνιζε τότε την Ευρώπη θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις για τη γαλλική πυρηνική δύναμη αποτροπής, ενώ η εγκατάσταση νέων σοβιετικών πυραύλων ανάγκαζε τη Γαλλία να επιδείξει νατοϊκή αλληλεγγύη.
Πράγματι, ταυτόχρονα και παρ’ όλα αυτά, η Γαλλία εντάχθηκε σε ένα δυτικό σύστημα το οποίο δεν της επέβαλε ιδιαίτερα σημαντικούς καταναγκασμούς, στον βαθμό που αποτελούσε έναν από τους πρωταγωνιστές του. Η Ευρωπαϊκή Ένωση οικοδομούνταν με βάση διοικητικούς και νομικούς κανόνες που δεν διέφεραν από τους γαλλικούς. Ιδρυτικό μέλος των G5 (στη συνέχεια των G7 και των G8 με την ένταξη της Ρωσίας) και de facto δικαιούχος της θέσης του γενικού διευθυντή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η Γαλλία ασκούσε επιρροή δυσανάλογη με την οικονομική σημασία της. Η μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, κατακτημένη μεταπολεμικά με μεγάλο αγώνα, εξασφάλιζε τη δυνατότητα ακόμη μεγαλύτερου επηρεασμού των αποφάσεων, καθώς η γαλλική πολιτική γραμμή εμφανιζόταν ανεξάρτητη. Οι διπλωματικές πρωτοβουλίες του Παρισιού –είτε οι σύμμαχοί του τις καλοδέχονταν είτε όχι– κατέληγαν πάντοτε να λαμβάνονται υπόψη: αναγνώριση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, «ύφεση, συνεννόηση και συνεργασία» με την ΕΣΣΔ, αναγνώριση του δικαιώματος των Παλαιστινίων να αποκτήσουν πατρίδα και στη συνέχεια κράτος: σε ορισμένες περιπτώσεις, η Γαλλία εμφανιζόταν ακόμα και ως πρωτοπόρος.
Όμως, αν η γαλλική διπλωματία διέθετε τόσο μεγάλη αυτονομία, αυτό οφειλόταν σε ορισμένες ευνοϊκές περιστάσεις. Η Γαλλία, «λαθρεπιβάτης» του Ψυχρού Πολέμου, για τις ΗΠΑ αποτελούσε έναν δύστροπο αλλά αναγκαίο σύμμαχο, για τους Σοβιετικούς μια ανοιχτή πόρτα προς τη Δύση και μια ελπίδα ότι θα κατορθώσουν να κλονίσουν την αλληλεγγύη εντός της, ενώ για τις φτωχές χώρες μια πηγή βοήθειας και έναν φορέα μέσω του οποίου θα μπορούσαν να ασκήσουν έμμεσα επιρροή.
Αμερικανική εχθρότητα
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991 έθεσε τέλος σε αυτό το προνομιακό καθεστώς. Το παιχνίδι της αμφιταλάντευσης ανάμεσα στη νατοϊκή αλληλεγγύη και στην ανεξαρτησία δυσκόλεψε. Σύντομα, το Παρίσι είδε τα περιθώρια δράσης του να στενεύουν. Η επανένωση της Γερμανίας και οι οικονομικές επιτυχίες της αύξησαν τη σημασία της στο εσωτερικό της Ε.Ε. Η διεύρυνση προς τις χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ έστρεψε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα προς μια νατοϊκή και νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, σηματοδοτώντας την παρακμή της γαλλικής επιρροής στις Βρυξέλλες. Ακόμα χαρακτηριστικότερο είναι το γεγονός ότι οι γαλλικές ελίτ, όλο και περισσότερο διαμορφωμένες από ομοιογενή ευρωαμερικανικά πρότυπα (για παράδειγμα τη «διαδικασία της Μπολόνια» [2]), σκέπτονται μάλλον με «παγκοσμιοποιημένο» τρόπο παρά με βάση τις εθνικές προτεραιότητες. Καθώς η διπλωματική και στρατιωτική Ευρώπη έμεινε στα σπάργανα, δεν προσέφερε στο Παρίσι τον προσδοκώμενο «πολλαπλασιαστή ισχύος». Δεδομένου ότι τα κράτη-μέλη είχαν σημαντικές αποκλίσεις στις απόψεις τους, η διπλωματία των 28 παρέμεινε στο επίπεδο των διακηρύξεων και των προσχεδίων, τη στιγμή ακριβώς όπου η Γαλλία παραιτούνταν από την άσκηση μιας καθαρά εθνικής εξωτερικής πολιτικής.
Ακόμα και η ίδια η δομή του γαλλικού Υπουργείου Εξωτερικών τροποποιήθηκε λόγω αυτών των εξελίξεων. Αντίθετα από τις προτάσεις της έκθεσης Juppé-Schweitzer (3), οι μεταρρυθμίσεις του 2007 και 2008 υπήγαγαν τις ανά γεωγραφική περιοχή διευθύνσεις του υπουργείου (οι οποίες είναι οι εγγυήτριες των εθνικών συμφερόντων της Γαλλίας ανά τον κόσμο) υπό τον στενό έλεγχο των πολιτικών προϊστάμενων, οι οποίοι ήταν κατά κύριο λόγο επιφορτισμένοι να στριμώξουν τις διμερείς σχέσεις της χώρας μέσα στο καλούπι των ευρωπαϊκών και των νατοϊκών πολυμερών σχέσεων (αντίστοιχα, Επιτροπή της Ε.Ε για την πολιτική και την ασφάλεια και Συμβούλιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας). Πλέον, η συνοχή της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής στηρίζεται προπάντων στην προσπάθεια εναρμόνισης των θέσεών της καταρχάς με το πλαίσιο της Ε.Ε και στη συνέχεια με εκείνο του δυτικού κόσμου. Η Γαλλία, αιφνιδιασμένη από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, προσπάθησε βεβαίως να προωθήσει μια πολυμερή παγκόσμια τάξη πραγμάτων, εδραιωμένη σε ισχυρότερους διεθνείς θεσμούς: διευρυμένο Συμβούλιο Ασφαλείας, πρόταση για ίδρυση Παγκόσμιου Οργανισμού Περιβάλλοντος, υποστήριξη στη συγκρότηση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, στήριξη στις ειρηνευτικές επιχειρήσεις του ΟΗΕ… Ωστόσο, αυτές οι προσπάθειες τις περισσότερες φορές προσέκρουσαν στην αντίθεση των ΗΠΑ και κυρίως του Κογκρέσου, εχθρικού απέναντι σε κάθε ιδέα «παγκόσμιας διακυβέρνησης», μέχρι του σημείου να διακοπεί, ιδίως επί προεδρίας Ρήγκαν και Τζορτζ Μπους (υιού), η αμερικανική χρηματοδότηση του ΟΗΕ (το 2003, το χρέος των ΗΠΑ προς τον οργανισμό ανερχόταν στα 1,3 δισ. δολάρια και ισοδυναμούσε με το συνολικό ύψος του προϋπολογισμού του εκείνη την χρονιά).
Η εισβολή στο Ιράκ τον Μάρτιο του 2003 αποτέλεσε καμπή. Η ενεργή αντίδραση στην αμερικανική επέμβαση, κύκνειο άσμα της αντίληψης «Ντε Γκωλ-Μιτεράν», προκάλεσε τη βίαιη αντίδραση της Ουάσιγκτον, που βρήκε το Παρίσι απροετοίμαστο: δυσφημιστική εκστρατεία μέσω του Τύπου, μποϋκοτάζ, μερική διακοπή των επαφών, άρνηση παράδοσης στρατιωτικού υλικού, οξύτατος ανταγωνισμός στις αγορές στρατηγικού ενδιαφέροντος… Σύμφωνα με την Κοντολίζα Ράις, Υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησης Μπους, έπρεπε να «τιμωρηθεί η Γαλλία». Το Παρίσι σύντομα υποτάχθηκε, εγκρίνοντας ένα ψήφισμα του ΟΗΕ που δικαιολογούσε εκ των υστέρων την εισβολή στο Ιράκ, προσφέροντάς της την κάλυψη του οργανισμού (Μάιος 2003). Από εκείνη τη στιγμή, αρχίζει η κάθοδος στα τάρταρα για τον «ντεγκωλ-μιτερανισμό».
Οι περισσότερες από τις ιστορικές θέσεις της γαλλικής διπλωματίας εγκαταλείφθηκαν η μία μετά την άλλη: διακριτικότητα όσον αφορά την ισραηλοπαλαιστινιακή διαμάχη και εγκατάλειψη της αραβικής πολιτικής, πολλές φορές προς όφελος εμπορικών προσεγγίσεων· αδυναμία υπεράσπισης του όποιου γαλλικού μοντέλου στην Ευρώπη· ολοένα μεγαλύτερη ανισορροπία στον γαλλογερμανικό άξονα· επιστροφή στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ το 2009, στο όνομα μιας υποθετικής κοινής ευρωπαϊκής άμυνας· δυσκολία στην κατάστρωση πολιτικής απέναντι στις χώρες του Νότου… Μονάχα η σχετική συνέχεια της αφρικανικής πολιτικής και η συναίνεση όσον αφορά την πυρηνική δύναμη αποτροπής μπορούν πλέον να εγγραφούν στην παράδοση της εξωτερικής πολιτικής. Κυρίως όμως, η γαλλική διπλωματία έγινε ιδεολογική. Το Παρίσι προσχώρησε σιωπηρά στην αντίληψη του «τέλους της Ιστορίας», σηματοδοτημένης από την παγκόσμια επικράτηση των δυτικών αξιών. Δεν πρόκειται πλέον για φιλονατοϊκή στάση, μια εντέλει δικαιολογημένη επιλογή εξάρτησης από τις ΗΠΑ προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία τη Γαλλίας απέναντι στις σοβιετικές φιλοδοξίες. Αντίθετα, πρόκειται για ένα αίσθημα του «ανήκειν στη Δύση», βαθιά ριζωμένο μέσα στις νοοτροπίες, το οποίο ορισμένες φορές οδηγεί τη Γαλλία να λαμβάνει εκ των προτέρων τις αναμενόμενες αποφάσεις ή, όπως συνέβη στην περίπτωση της Λιβύης, ακόμη και να πλειοδοτεί μέσα στο φυσικό πλαίσιο μιας αξιολογικής (δηλαδή στη βάση κοινών «αξιών») και στρατηγικής αλληλεγγύης. Πρόκειται για εκείνο που ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών Υμπέρ Βεντρίν αποκαλεί «δυτικισμό».
Μια τέτοια προσέγγιση οδήγησε σε μια σειρά σοβαρών απογοητεύσεων: αποσταθεροποίηση του γειτονικού στη Γαλλία αραβικού κόσμου, επιδείνωση των σχέσεων με τη Ρωσία, άνοδος των ρεβανσιστικών ισλαμιστικών εξτρεμισμών. Ο λογαριασμός είναι βαρύς για τη Γαλλία, η οποία από το 2014 έχει αφεθεί να παρασυρθεί σε μια κρίση με τη Μόσχα, τη στιγμή που μια απλή δέσμευση ότι δεν θα άφηνε την Ουκρανία να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ θα είχε χωρίς αμφιβολία μειώσει τους φόβους της Ρωσίας ότι το πρώην «κόσμημα» της Σοβιετικής Ένωσης και η ναυτική βάση της Κριμαίας θα έπεφταν σε νατοϊκά χέρια. Το Παρίσι υποστήριξε –ενεργά και για λόγους αρχής– το κύμα της «αραβικής άνοιξης». Αυτές οι επαναστάσεις, θεωρητικά φορείς δημοκρατικών και ανθρωπιστικών αξιών, πυροδότησαν ένα κύμα συμπάθειας, ακόμα και ενθουσιασμού. Όμως, η γαλλική διπλωματία, αγνοώντας το βάρος της Ιστορίας, παρέλειψε να προβεί σε μια αντικειμενική ανάλυση των καταστάσεων και των συσχετισμών δυνάμεων. Το αποτέλεσμα υπήρξε καταστροφικό: παντού, με εξαίρεση ίσως την Τυνησία, η Γαλλία ευνόησε την επικράτηση των πλέον αντιδραστικών δυνάμεων, την άνοδο ένοπλων και εχθρικών προς αυτήν φονταμενταλισμών, το ξερίζωμα ή την ένοπλη εξέγερση των μειονοτήτων και, κυρίως, τη διαιώνιση των βιαιοπραγιών και των φρικαλεοτήτων. Εκ των πραγμάτων, η Γαλλία αυτοαποκλείστηκε από τις διαπραγματεύσεις για την κρίση στη Συρία όταν, τον Νοέμβριο του 2012, βιάστηκε να αναγνωρίσει ως «μοναδικό εκπρόσωπο του συριακού λαού» μια αντιπολίτευση στην οποία οι ισλαμιστές εδραίωναν ολοένα και πιο πολύ την κυριαρχία τους. Κινδύνευσε μάλιστα να υπονομεύσει τη θέση της ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ όταν δήλωσε έτοιμη να βομβαρδίσει τη Συρία δίχως την έγκριση του οργανισμού. Στη Λιβύη, ο Νικολά Σαρκοζί επέμεινε να προχωρήσει περισσότερο και από όσο επιθυμούσε ο πρόεδρος Ομπάμα, και τον πίεσε να ανατρέψει τον Μουαμάρ Καντάφι το 2011.
Παρατηρείται το εξής παράδοξο: με καθυστέρηση μίας δεκαετίας από την εποχή που αντιτάχθηκε στην επέμβαση στο Ιράκ το 2003, η Γαλλία ενστερνίζεται τις αμερικανικές νεοσυντηρητικές αξίες. Δεύτερο παράδοξο: τη στιγμή ακριβώς που αρχίζει να κάνει την εμφάνισή του ένας πολυπολικός κόσμος (τον οποίο ευχόταν η Γαλλία τον καιρό των Ντε Γκωλ-Μιτεράν), το Παρίσι αποδεικνύεται όλο και πιο ανίκανο να διαχειριστεί την πολυπλοκότητά του και τους κινδύνους που εγκυμονεί. Αν υποθέσουμε ότι η γαλλική διπλωματία επιθυμεί να δράσει αυτόνομα, δεν έχει πλέον τόσο μεγάλη ελευθερία κινήσεων όσο την εποχή του στρατηγού Ντε Γκωλ. Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, ποιο θα μπορούσε να είναι το περιεχόμενο μιας «ντεγκωλ-μιτερανικής» εξωτερικής πολιτικής;
Να ξαναγίνει η Ευρώπη μεγάλη δύναμη
Η ευθυγράμμιση του τρόπου σκέψης με τους κανόνες του «δυτικού δόγματος» και η ευλαβική προσφυγή σε γνωμοδοτήσεις αυθεντιών από το εξωτερικό δεν θα πρέπει να υποκαθιστούν τη σαφή κατανόηση των εθνικών συμφερόντων ασφαλείας και τη γεωπολιτική ανάλυση. Τα ευρωπαϊκά όργανα μπορούν να αποτελέσουν μοχλούς προς αυτήν την κατεύθυνση, αρκεί μονάχα να επιδειχθεί ενεργητικότητα και αποφασιστικότητα, κάτι που γνωρίζουν να κάνουν καλά οι Γάλλοι διπλωμάτες από τη στιγμή που θα δοθεί η κατάλληλη πολιτική ώθηση. Η Ε.Ε. προκαλεί πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις, τόσο στην αδυναμία (όταν φερόμαστε με παθητικό τρόπο) όσο και στην ισχύ (όταν συμφωνούν η Γαλλία και η Γερμανία). Η Ευρώπη έχει μετατραπεί σε μια λέξη που θυμίζει μαγικό ξόρκι. Είναι δύσκολη η οικοδόμηση της συνοχής ανάμεσα στις προκλήσεις που θέτουν στον ευρωπαϊκό Νότο το μεταναστευτικό και τα ζητήματα ασφαλείας, στους φόβους που πυροδοτεί σε ορισμένα νέα κράτη-μέλη η αναζωπύρωση του ρωσικού ιμπεριαλισμού (οι οποίοι είναι συχνά ανάμεικτοι με επιθυμία για ρεβανσισμό) και στην προτεραιότητα που δίνεται στη συμμαχία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία διαρκώς εντείνεται καθώς διατηρούνται οι εντάσεις με τον ισχυρό γείτονα της Ε.Ε. στα ανατολικά. Η Ευρώπη, απαλλαγμένη από το Ηνωμένο Βασίλειο, βρίσκεται πλέον ενώπιον των ευθυνών της, καθώς αναζωπυρώνεται ο αμερικανικός εθνικισμός, αυτή τη φορά δίχως τα ψιμύθια των «δυτικών αξιών». Εάν η φωνή της Γαλλίας είναι ισχυρή και η Γερμανία προσχωρήσει σε αυτό το πρόγραμμα δίχως να το συντρίψει με το βάρος της, η ιδέα της «ισχυρής Ευρώπης» μπορεί να ξανανθίσει.
Ωστόσο, η αναγέννηση αυτού του εγχειρήματος είναι εφικτή μονάχα εάν στη Γηραιά Ήπειρο κατευναστεί η ένταση με την Ρωσία. Μια Διάσκεψη για την Ειρήνη και την Ασφάλεια στην Ευρώπη που θα αποσκοπεί στην επανενεργοποίηση της Συμφωνίας του Ελσίνκι (1975), η οποία παραβιάστηκε και από τις δύο πλευρές μετά την κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας (Κόσοβο, επέκταση του ΝΑΤΟ, Κριμαία…), θα μπορούσε να αποτελέσει μια πολλά υποσχόμενη προσέγγιση. Στην Αφρική, όπως έγραψε ο πρώην πρωθυπουργός Ντομινίκ ντε Βιλπέν αναφερόμενος στην περίπτωση του Μάλι, όσο θεμιτή κι αν είναι η γαλλική στρατιωτική επέμβαση, είναι καταδικασμένη να βαλτώσει εάν δεν επωφεληθούμε από αυτήν για να διαπραγματευθούμε μια πολιτική λύση (4). Σε κάθε περίπτωση, πέρα από τις ατελείς διαδικασίες εκδημοκρατισμού, η ενίσχυση των κρατών αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη σταθερότητα της ηπείρου.
Η γαλλική διπλωματία, με την έδρα της στο Συμβούλιο Ασφαλείας και την υποστήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση όποτε είναι δυνατό, μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλίες προκειμένου να υπάρξουν διαπραγματεύσεις για νέες ισορροπίες που θα προωθήσουν την ειρήνη και την ανάπτυξη, σε συνεργασία με τα κράτη και τις περιφερειακές ενώσεις, όπως αυτά έχουν στην παρούσα συγκυρία. Σε αυτό το νέο πλαίσιο, εν μέρει «βεστφαλικό» (5) (ισορροπία δυνάμεων) και εν μέρει πολυπολικό (παγκοσμιοποίηση και περιφερειακές ομαδοποιήσεις), η άσκηση εξωτερικής πολιτικής αποδεικνύεται μια υπόθεση αν όχι επικίνδυνη, οπωσδήποτε όμως πολύ πιο περίπλοκη. Επιβεβαιώνοντας τη ρήξη του με τον νεοσυντηρητισμό των προκατόχων του και υπενθυμίζοντας την έγνοια του για τη «θέση» της Γαλλίας στον κόσμο με τον λόγο του ενώπιον των πρεσβευτών στις 29 Αυγούστου, ο πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν θα κατορθώσει άραγε να εμπνεύσει έναν νέο «ντεγκωλ-μιτερρανισμό»;
- (Σ.τ.Μ) Εκφωνήθηκε στο Μνημείο της Επανάστασης στην Πόλη του Μεξικό, πριν από τη Διάσκεψη Βορρά-Νότου του Κανκούν (20 Οκτωβρίου 1981), όπου επιχειρήθηκε να υπάρξει διεθνής συνεργασία για την επίλυση των μεγάλων διεθνών προβλημάτων (τορπιλίστηκε από τον Ρήγκαν). Σε μία από τις πρώτες διεθνείς εμφανίσεις του, ο Μιτεράν τόνισε την ανάγκη να αλλάξουν οι άνισοι όροι οικονομικών ανταλλαγών μεταξύ Βορρά και Νότου και διακήρυξε τη βούληση της Γαλλίας να συμβάλει στην πρόοδο των αναπτυσσόμενων χωρών.
- Η Διακήρυξη της Μπολόνια, υιοθετημένη στις 19 Ιουνίου 1999, αποσκοπεί στη σύγκλιση των ευρωπαϊκών συστημάτων ανώτατης εκπαίδευσης.
- Alain Juppé και Louis Schweitzer, «La France et l’Europe dans le monde. Livre blanc sur la politique étrangère et européenne de la France, 2008-2020», σε ελεύθερη πρόσβαση, ladocumentationfrancaise.fr
- Βλέπε Dominique de Villepin, «Mémoire de paix pour temps de guerre», Grasset, Παρίσι, 2016.
- (Σ.τ.Μ.) Με την Συνθήκη της Βεστφαλίας (1648) τερματίστηκε ο Τριακονταετής Πόλεμος. Εγκαινιάστηκε μια νέα αντίληψη για την εθνική κυριαρχία, με τη (θεωρητική τουλάχιστον) εγκατάλειψη του «δικαίου του ισχυροτέρου» και την αναγνώριση του κράτους-έθνους ως θεμέλιο του διεθνούς δικαίου.