Η δυτική δημοσιογραφία δεν έχει πια παρά μόνο τη λέξη «ηθική» στην πένα της. Ηθική αξίωση που απαιτείται από τους πολιτικούς υπευθύνους, προαναγγελθείς ερχομός της ηθικής στο διεθνές δίκαιο, πανταχού παρουσία διανοουμένων χωρίς έργο, θεωρητικοί του «κακού» και καθηγητές ηθικής στις «συζητήσεις» των μέσων ενημέρωσης. «Το θέαμα που μας προσφέρουν οι εφημερίδες», σημείωνε, πριν από πάνω από έναν αιώνα, το αυστριακό σατιρικό περιοδικό «Die Fackel», «μοιάζει με εκατομμύρια σκούπες σε βρόμικα χέρια που είναι πάντα έτοιμες να πιάσουν δουλειά μπροστά στην πόρτα των άλλων».
Οι όμιλοι επικοινωνίας δεν είναι, άραγε, όλο και περισσότερο εξίσου «παγκοσμιοποιημένες επιχειρήσεις» που ζουν «κάτω από την αυτοκρατορία των αγορών»; Και στην περίπτωση αυτή, δεν θα έπρεπε να πιάνουν δουλειά πότε πότε οι σκούπες μπροστά σ’ αυτές τις πόρτες;1 Κάθε μέρα που περνά, η δημοσιογραφία είναι ουραγός στις δυνάμεις τις οποίες θα έπρεπε να ελέγχει. Σε έναν αυξανόμενο αριθμό χωρών, όποιος κατέχει τα μέσα ενημέρωσης σέρνει το κράτος και την πολιτική από τη μύτη. Τη μετατροπή αυτή, οι δημοσιογράφοι την ονόμασαν «τέλος της Ιστορίας» και αποθέωση της «ελευθερίας του Τύπου».
Αλλά η νίκη αυτή δεν αποτελούσε γι’ αυτούς παρά μόνο μια φάση στον δρόμο της ενισχυμένης εξάρτησης. Οι τοίχοι της κρατικής λογοκρισίας που έπεσαν αντικαταστάθηκαν από άλλους, λιγότερο ορατούς. Για ποιο λόγο, λοιπόν, να επιβάλουν παρουσιαστές με στολή, όπως τους γνώρισε η Πολωνία των δικτατοριών, όταν η αληθινή εξουσία μπορεί να διαθέτει δημοσιογράφους, οι οποίοι, χωρίς φανερές αλυσίδες, μιλούν τη γλώσσα των ενστόλων; Οι στολές στις μέρες μας φέρουν το λογότυπο των αγορών.
Η εξέγερση ενάντια στην εξάρτηση από το εμπόρευμα μόλις αρχίζει, όμως στον Τύπο συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ημερήσιος Τύπος, μεγάλο κρατικό ραδιόφωνο, ιδιωτική τηλεόραση, ο σκοπός είναι η όσο το δυνατό συχνότερη εκφώνηση των λέξεων «μάρκα» ή «προϊόν» για να προσδιορίσουν αυτό που πριν από λίγο καιρό οι δημοσιογράφοι προτιμούσαν να ονομάζουν «πληροφορία». Ξεχνούσαν, είναι αλήθεια, ότι ο καπιταλισμός είχε ανθήσει μαζί με την «ελευθερία του Τύπου», ότι, σε μια φιλελεύθερη οικονομία, η «πληροφορία» θα χρησίμευε πρωτίστως για να πουλήσει και να πουληθεί: στον αναγνώστη, τον διαφημιζόμενο, το μέτοχο.
Ο ιστορικός Πατρίκ Εβενό τους το θυμίζει με έναν τέτοιο ενθουσιασμό που πρέπει να τον δεχτούμε ως ειλικρινή: «Δεν απομένει σχεδόν τίποτα πια από τα καταναγκαστικά μέτρα που εφαρμόστηκαν κατά την απελευθέρωση για να χαλιναγωγήσουν τα μέσα ενημέρωσης. Με εξαίρεση τις ΝΜΡΡ (πρακτορεία διανομής εφημερίδων), το AFP (Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων) και τα απομεινάρια της παλιάς ORTF (πρώην ονομασία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης), που θα έπρεπε επίσης να κάνουν τη μεταρρύθμισή τους, τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης ξαναβρήκαν την ελευθερία τους να αναλάβουν δράση, κόβοντας τον ομφάλιο λώρο που τους συνέδεε στενά με το κράτος. Ο Τύπος πάει καλύτερα, γιατί προσελκύει πολλές διαφημίσεις, αλλά και γιατί έχει εκδοτικά και εμπορικά σχέδια (…). Τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης μπήκαν στην εποχή της καπιταλιστικής και δημοκρατικής νεωτερικότητας (…). Η μόνη πετυχημένη συνταγή για να διατηρηθεί η ανεξαρτησία μιας εφημερίδας, είναι να ικανοποιηθούν από κοινού οι αναγνώστες και ο μέτοχος».
Έτσι λοιπόν, η ελευθερία και η ανεξαρτησία, επιτέλους «απελευθερωμένες», θα βαδίζουν στα ίχνη των διαφημιζομένων και των ιδιοκτητών. Μια τέτοια «φιλοσοφία» έγινε συνηθισμένη. Στις περισσότερες αίθουσες σύνταξης, ορισμένες ερωτήσεις ούτε καν τίθενται πια, τόσο η στολή -ή η λιβρέα- πήραν τη θέση των καθημερινών ρούχων. Εδώ και χρόνια, για παράδειγμα, τα ραδιοφωνική τηλεοπτικά προγράμματα διακόπτονται από διαφημιστικά μηνύματα πιο θορυβώδη και πιο ενοχλητικά μαζί2. Με τη σειρά τους, αυτά τα προγράμματα μεταδίδονται στα καφέ, στα εστιατόρια, στα σουπερμάρκετ.
Όλα αυτά γίνονται σχεδόν φυσιολογικά, χωρίς αντίσταση. Μπορούμε να φανταστούμε την αντίδραση των υπευθύνων των μέσων ενημέρωσης, των ακροατών και των περαστικών, αν κάθε δέκα λεπτά ένας εκπρόσωπος της κυβέρνησης παρενέβαινε σε όλες τις εκπομπές -που σημαίνει και στα καφέ, τα εστιατόρια, τα σουπερμάρκετ- για να διαβάσει ένα επίσημο ανακοινωθέν; Το σκάνδαλο θα ήταν τρομερό: θα ουρλιάζαμε για την εκμετάλλευση των ερτζιανών, για τη δικτατορία. Θα είχαμε δίκιο. Μήπως λοιπόν επειδή πουλήθηκε σ’ αυτόν που έδωσε περισσότερα, δηλαδή στους πιο πλούσιους, η εξουσία να εισβάλεις ασταμάτητα στα μυαλά και τις ψυχές, έγινε λιγότερο απειλητική; Το δικαίωμα του χρήματος αξίζει άραγε από εδώ και πέρα άφεση αμαρτιών για κάθε χειραγώγηση του πνεύματος3;
Ο ισχυρισμός ότι οι δημοσιογράφοι δεν θέτουν το ερώτημα είναι ανακριβής: ορισμένοι έχουν ήδη απαντήσει. Πριν από δύο χρόνια, σε συνέντευξη που παραχωρήθηκε στο «L’Evénement», μια έκδοση του ομίλου Hachette, ο Αλέν Ζενεστάρ, διευθυντής τότε της «Journal du dimanche» (όμιλος Hachette), διευθυντής σήμερα του «Paris Match» (όμιλος Hachette) και τακτικός σχολιαστής στο ράδιο Europe 1 (όμιλος Hachette), εξηγούσε με τους εξής όρους τις σχέσεις του με τον ιδιοκτήτη του: «Εδώ και 18 χρόνια, είμαι δημοσιογράφος στον όμιλο Hachette. Μου αρέσει να δουλεύω με αυτούς που δουλεύουν εδώ, συνεννοούμαι καλά με τους υπεύθυνους του ομίλου. Σε μια εποχή όπου οι διεθνείς όμιλοι Τύπου αναπτύσσονται με σημαντική ταχύτητα, εύχομαι στον όμιλό μου μια μεγάλη δύναμη». Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο Ζενεστάρ χαίρεται, και ο ίδιος, για την ελευθερία που κατακτήθηκε από τους δημοσιογράφους όταν το κράτος σταμάτησε να «χαλιναγωγεί τα μέσα ενημέρωσης». Δεν είναι λοιπόν τελικά ελεύθερος να αυτοαναγορεύεται «δημοσιογράφος στον όμιλο Hachette» και να το αποδεικνύει μέσα από τις εκδόσεις που διευθύνει;
Μια «ελευθερία του Τύπου» τόσο συμβιβαστική όσον αφορά τους γίγαντες της επικοινωνίας δεν ενοχλεί πολύ την οργάνωση Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF). Ο διευθυντής της Ρομπέρ Μενάρ, παραδέχτηκε: «Για να υπερασπιστούμε τους δημοσιογράφους στον κόσμο χρειαζόμαστε τη συναινετική υποστήριξη του επαγγέλματος, ενώ ο προβληματισμός σχετικά με το επάγγελμα του δημοσιογράφου προξενεί, εξαρχής, πολεμική. Πώς, για παράδειγμα, να οργανώσουμε μια συζήτηση σχετικά με τη συγκέντρωση των διαφορετικών μέσων του Τύπου και να ζητήσουμε στη συνέχεια από την Havas ή την Hachette να χρηματοδοτήσουν μία εκδήλωση;». Και αφού η υπεράσπιση των δημοσιογράφων στην Κίνα ή στην Τσετσενία επιβάλλει να εκμεταλλευτούμε την Hachette, την Havas -αλλά επίσης τον Μπερλουσκόνι, τον Μέρντοχ, τον Μπουίγκ…-, πώς να εκπλαγεί κανείς που, μεταξύ «των κυνηγών της ελευθερίας του Τύπου» που επιλέχτηκαν από την RSF -και που στηλιτεύτηκαν από τη FNAC στις 4 Μαΐου- δεν αναγράφεται κανένα όνομα ικανό να «χρηματοδοτήσει μια εκδήλωση»; Και κυρίως όχι το όνομα του Φρανσουά Πινό, ιδιοκτήτη της FNAC.
Για να πούμε την αλήθεια, οι διαπλεκόμενες συμμαχίες έκαναν πιο δύσκολη την αμφισβήτηση ενός αφεντικού της επικοινωνίας, ακόμα και από ένα μέσο ενημέρωσης που δεν εξαρτάται προς το παρόν από αυτό το αφεντικό. Οι Ζαν-Μαρί Μεσιέ και Ρούπερτ Μέρντοχ μόλις ένωσαν τα συνδρομητικά κανάλια τους στην Ιταλία. Ο Μπερλουσκόνι και ο Μέρντοχ είναι, μαζί με τον Πινό και την TF1, μέτοχοι της ιδιωτικής τηλεόρασης της Βρετάνης, TV Breizh. Οι Lagardere και Vivendi είναι συνέταιροι στο Canal Satellite.
Σε ένα τέτοιο σύμπαν βιομηχανικών αλληλοσυνεννοήσεων, όπου σκοντάφτουμε αδιάκοπα πάνω στα ίδια ονόματα και τα ίδια ταξικά συμφέροντα, ο διαχωρισμός ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό θολώνει κι αυτός επίσης. Στην Ιταλία, βεβαίως, αφού ο Μπερλουσκόνι, ο πιο πλούσιος άνθρωπος της χώρας και αφεντικό των τριών ιδιωτικών καναλιών του, έγινε ξανά πρωθυπουργός. Το ίδιος όμως συμβαίνει και αλλού. Ο Ρόμπερτ Μάξουελ είχε αγοράσει μια εφημερίδα στην Κένυα, ενώ παράλληλα ήταν συνέταιρος στις υποθέσεις του προέδρου Άραπ Μόι – στον οποίο η εφημερίδα αυτή έβρισκε μόνο προσόντα.
Η οικογένεια Μαρίνιο, που εξουσιάζει τα βραζιλιάνικα μέσα ενημέρωσης, διέθετε μια ανεπίσημη κοινοβουλευτική ομάδα πιο δυνατή από ένα κόμμα. Ο Φρανσίς Μπουίγκ παραδέχτηκε ότι είχε αγοράσει την TF1 για να διαθέτει μια εξουσία πολιτικής και πολιτιστικής επιρροής. Κάποιος από το περιβάλλον του είχε άλλωστε εκμυστηρευτεί: «Ο Φρανσίς περιφρονούσε τόσο τους πολιτικούς, που ήξερε ότι μπορούσε να τους αγοράσει. Με ένα τηλεοπτικό κανάλι, καταλαβαίνει ότι δεν αναγκάζεται πια να τους εκλιπαρεί, αλλά ότι εκείνοι είναι αυτοί που θα έρθουν να φάνε από το χέρι του».
Και αυτό το χέρι ποιος το αρνείται; Ούτε οι αμφισβητίες, που τρέχουν από τη μία τηλεοπτική εμφάνιση στην άλλη για να επικρίνουν τον «ακραίο φιλελευθερισμό», αλλά που παραλείπουν από την κριτική τους σχεδόν πάντα τις πολυεθνικές της επικοινωνίας και τον κερδοσκοπικό προσανατολισμό που δίνουν στην πληροφορία. Ούτε οι διανοούμενοι, οι οποίοι, ακόμη και όταν περιφρονούν την υποβαθμισμένη θέση που τους παραχωρούν τα μέσα ενημέρωσης, ενδίδουν εύκολα στις προσκλήσεις που δέχονται.
Πριν από σχεδόν 25 χρόνια, ο Ζιλ Ντελέζ τούς είχε ωστόσο προειδοποιήσει για την τεχνική και τους κινδύνους του «φιλοσοφικού μάρκετινγκ» που τότε αναπτύχθηκε από τον Μπερνάρ Ανρί Λεβί και τους φίλους του: «Πρέπει να μιλάμε για ένα βιβλίο και να κάνουμε τον κόσμο να μιλά γι’ αυτό περισσότερο απ’ ό,τι το ίδιο το βιβλίο μιλά ή απ’ όσα έχει να πει. Τελικά, πρέπει η πληθώρα των άρθρων στις εφημερίδες, των συνεντεύξεων, των συνεδρίων, των ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών εκπομπών να αντικαταστήσει το βιβλίο, το οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να μην υπάρχει καθόλου (…). Οι διανοούμενοι και οι συγγραφείς, ακόμη και οι καλλιτέχνες, προτρέπονται λοιπόν να γίνουν δημοσιογράφοι, αν θέλουν να προσαρμοστούν στους κανόνες. Είναι ένας νέος τύπος σκέψης, η σκέψη – συνέντευξη, η σκέψη – συνομιλία, η στιγμιαία σκέψη».
Έτσι η εξύμνηση της «ελευθερίας του Τύπου» χρησιμεύει συνήθως ως κάλυμμα στη σιωπηλή τυραννία που τα μέσα ενημέρωσης και οι ιδιοκτήτες τους θα ήθελαν να κυριαρχήσει στην πολιτική και πολιτιστική ζωή. Ωστόσο δεν είναι δύσκολο να μετρηθεί ο κίνδυνος. Το 1996, για παράδειγμα, το αμερικανικό Κογκρέσο, που μόλις είχε καταργήσει το ομοσπονδιακό βοήθημα στους φτωχούς, χορήγησε δωρεάν συχνότητες προγραμμάτων, που συνολικά εκτιμήθηκαν γύρω στα 70 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η Viacom, η Disney, η General Electric -αντίστοιχοι ιδιοκτήτες των δικτύων CBS, ABC και NBC- επωφελήθηκαν κυρίως από αυτή την απόφαση. Διαμαρτυρόμενος γι’ αυτή τη δωρεά, ο γερουσιαστής Τζον Μακ Κέιν ανακοίνωσε κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση: «Δεν θα ακούσετε καθόλου να μιλούν για την υπόθεση αυτή στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο, γιατί αυτό τους αφορά άμεσα». Πράγματι, κατά τη διάρκεια των εννέα μηνών που μεσολάβησαν από την πρόταση νόμου έως την οριστική ψήφισή του, τα τρία κυριότερα δίκτυα αφιέρωσαν μονάχα 19 λεπτά στο θέμα. Σε κανένα από αυτά τα 19 λεπτά δεν τέθηκε το ερώτημα αν οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις επικοινωνίας μπορούσαν να πληρώσουν για τις συχνότητες που τους πρόσφερε το κράτος.
Υπάρχει, ωστόσο, κάποια χώρα όπου η «ελευθερία του Τύπου» προστατεύεται καλύτερα απ’ ό,τι στις ΗΠΑ;
1. Η Vivendi Universal Publishing μόλις πούλησε το εβδομαδιαίο «Courrier international» στη «Le Monde», «για ένα ποσό που δεν αποκαλύφθηκε». Συνηθισμένα να απαιτούν διαφάνεια από τους άλλους, τα περιοδικά μπορούν, άραγε, να αρκεστούν στην αδιαφάνεια όταν τα αφορά;
2. Το κανάλι Μ6 (όμιλος Bertelsman) ζήτησε από το Ανώτατο Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο (CSA) να αυξήσει από 6 σε 9 λεπτά, κατά μέσο όρο την ώρα, τον διαφημιστικό χρόνο.
3. Στις 21 Μαρτίου 2001, η «Libération» «βαπτίστηκε» στο χρώμα του δαμάσκηνου για να ικανοποιήσει έναν από τους διαφημιζόμενους. Τα άρθρα της εφημερίδας έγιναν σχεδόν μη αναγνώσιμα. Με 71 δισεκατομμύρια φράγκα το 2000, η εμπορική διαφήμιση και οι αγγελίες αντιπροσώπευαν το 45,5% του κύκλου εργασιών των εφημερίδων και των περιοδικών. Αυτό ήταν το υψηλότερο σχετικό επίπεδο διαφημιστικών εσόδων εδώ και δέκα χρόνια.
Ο Serge Halimi είναι ο διευθυντής της Le Monde diplomatique.
Πηγή: Η Αυγή από Le Monde diplomatique