Τρία χρόνια διαδρομής της ΝΔ στην αντιπολίτευση αν έχουν αποδείξει κάτι είναι ότι το κόμμα αυτό δεν κατάφερε να διαμορφώσει μια στρατηγική αντιπολίτευσης, σταθερή και ουσιαστική προς την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ-Οικολόγων. Ακόμη και όσοι τη δικαιολογούσαν, λέγοντας ότι για ένα διάστημα ήταν δυνατόν να παρασυρθεί από το στόχο της «αριστερής παρένθεσης», —στάση που, εξάλλου, προσέφερε τη μέγιστη συσπείρωση και μεγάλη δημοσκοπική διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ— σήμερα παραδέχονται ότι η ΝΔ έχει μια δομική δυσκολία να τα καταφέρει στο πεδίο αυτό. Το ανιχνεύει κανείς σε αναλύσεις στον αντικυβερνητικό Τύπο, σχόλια και παραπολιτικά. Το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ, το μακεδονικό, είναι το τελευταίο, αλλά σοβαρότερο από όλα τ’ άλλα, που αποδεικνύει τον ισχυρισμό μας.
Αδυνατεί να ηγεμονεύσει
Κατ’ αρχάς, ως άλυτο ζήτημα —ως μη όφειλε, μάλιστα, διότι υπήρξαν στο παρελθόν πολύ ευνοϊκότερες συγκυρίες από τη σημερινή— κληροδοτήθηκε από τη ΝΔ και μετά από το ΠΑΣΟΚ. Να θυμίσουμε ακόμη ότι η ΝΔ δεν το έλυσε επί Κων/νου Μητσοτάκη, λόγω εσωτερικών αντιρρήσεων και της στάσης του ΠΑΣΟΚ, που πλειοδοτούσε ως αντιπολίτευση εθνικιστικά. Πρόλαβε, ωστόσο, ο τότε πρωθυπουργός να υποβαθμίσει τη σημασία του ως προβλήματος και να προετοιμάσει διέξοδο. Ιστορική μνήμη της κοινωνίας υπάρχει, όμως, και ένα μεγάλο μέρος των οπαδών τόσο της ΝΔ όσο και του ΔΗΣΥ δεν μπορεί να τα ξεχάσει όλα αυτά. Υποτίθεται, ότι η συντηρητική παράταξη με τα λεγόμενα εθνικά θέματα, δηλαδή θέματα εξωτερικής πολιτικής, ασκούσε πολιτική με την οποία επεδίωκε την ενίσχυση της ηγεμονίας της. Και συχνά, μάλιστα, το πετύχαινε. Τώρα αυτό το απεμπολεί.
Η δήλωση της κ. Ντόρας Μπακογιάνη παραδίδει, πραγματικά, μια ανεύθυνη στάση σε ένα θέμα, όπως το μακεδονικό, ιδίως από ένα στέλεχος της Δεξιάς που υπήρξε υπουργός Εξωτερικών. Υποστήριξε ότι ακόμη και αν η ΝΔ συμφωνεί με την πρόταση της κυβέρνησης για την ονομασία της ΠΓΔΜ, θα την καταψηφίσει! Κατηγόρησε, μάλιστα, την κυβέρνηση για έλλειψη ευθύνης, χαρακτηρίζοντάς την επικίνδυνη, εφόσον δεν έχουν ενιαία άποψη ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η εκπρόσωπος της ΝΔ, κ. Σπυράκη. Ο στόχος είναι προφανής: θεωρούν ότι είναι ευκαιρία να προκαλέσουν ρήγμα στην κυβέρνηση, θέτοντας ζήτημα απώλειας της δεδηλωμένης κ.τ.λ. Πάει περίπατο δηλαδή η παράδοση της «σοβαρής δεξιάς» έναντι της «μαξιμαλιστικής άκρας Αριστεράς». Ωστόσο, δεν σχεδιάζουν να θέσουν ζήτημα εμπιστοσύνης της κυβέρνησης, για να ελεγχθεί αν υπάρχει ή όχι δεδηλωμένη, διότι τότε το πιθανότερο είναι να αποδεχθεί ότι υπάρχει…
Στρατηγικά μυωπική
Ένα ακόμη θέμα που η αντιπολιτευτική τακτική της ΝΔ έρχεται σε αντίθεση με το κλίμα που υπάρχει στην κοινωνία είναι η συνεχής καταγγελία της κυβέρνησης για δήθεν παροχές, τις οποίες, μάλιστα, συχνά ψηφίζει στη Βουλή! Είναι πραγματικά εντελώς άχαρο πια να κατηγορεί τις προσπάθειες της κυβέρνησης, να εξοικονομήσει όσο δημοσιονομικό χώρο μπορεί περισσότερο, ώστε να επουλώσει κάποιες κοινωνικές πληγές ή για να αυξηθεί όσο είναι δυνατόν η απασχόληση, ιδίως νέων ανθρώπων.
Όμως, ακόμη πιο στρατηγικά μυωπική είναι η στάση της συντηρητικής παράταξης σε μεγαλύτερα θέματα που έχουν τεθεί τις τελευταίες μέρες, όπως για παράδειγμα, η ενδεχόμενη αύξηση των κατώτατων μισθών μετά το τέλος του προγράμματος. Η αντιπολίτευση εύχεται να καταρρεύσουν τα έσοδα, να μείνει καχεκτική η ανάπτυξη, αφενός να επιβληθούν πρόσθετα μέτρα το 2018 και αφετέρου να μην υπάρξει περιθώριο να υλοποιηθούν σχέδια της κυβέρνησης για ενίσχυση της ζήτησης, μέσω κυρίως μέτρων ανακούφισης των φτωχών στρωμάτων. Εάν, αντίθετα, υλοποιηθεί το σχέδιο της κυβέρνησης, επαληθευθούν οι στόχοι του πλεονάσματος του 3,5% το 2018 και επιτευχθεί μια ελάφρυνση του χρέους, κάτι που θα σημάνει ευνοϊκότερα επιτόκια δανεισμού, τότε θα μπορεί να ασκηθεί μια πιο κοινωνική πολιτική και —το πιο σπουδαίο— η κυβέρνηση θα μπορεί να θέσει ζήτημα επαναδιαπραγμάτευσης των πρόσθετων μέτρων για το 2019 και ίσως το 2020. Οι αξιωματούχοι της ΝΔ διαβάζουν με τρόμο τα σχετικά ρεπορτάζ διότι αντιλαμβάνονται ότι θα έρθουν αντιμέτωποι με τη δεύτερη και μεγαλύτερη κατάρρευση του σχεδίου τους.
Το ότι ερμηνεύουν όλους αυτούς τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης, κατά το πρότυπο της Πορτογαλίας ως ένα βαθμό, ως προετοιμασία εκλογικού αιφνιδιασμού κάνουν ένα ακόμη λάθος και μάλιστα σοβαρό. Δηλαδή, δεν κατανοούν ότι η πολιτική ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και συνολικά της κυβέρνησης, για το «μετά» το τέλος του προγράμματος είναι πολύ πιο απαιτητική από το να αντιμετωπίσουν, βραχυπρόθεσμα, την προπαγάνδα των αντιπάλων. Ουσιαστικά, θα είναι η δεύτερη φάση διακυβέρνησης που θα εμφανίσει, με τα μέτρα που σχεδιάζονται, το αποτύπωμα της Αριστεράς.
Επιδίωξη λύσης
Είναι, λοιπόν, ανοιχτός και εύκολος ο δρόμος της κυβέρνησης; Είναι εξαιρετικά ανηφορικός και τραχύς ως τον Αύγουστο και πολύ δύσκολος και με παγίδες μετά απ’ αυτόν. Εάν αυτό δεν είναι καθαρό στο μυαλό των στελεχών κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ, τότε καραδοκούν λάθη και απογοητεύσεις. Όχι λοιπόν έπαρση αλλά σχεδιασμός και επίμονη και υπομονή. Προ παντός να μην υποτιμήσει τις δυσκολίες που θα συναντήσει και τους ποικίλους αντιπάλους.
Ειδικά στο μακεδονικό ζήτημα δεν πρέπει να κάνει πίσω από την επιδίωξη λύσης, λόγω των δυσκολιών που έχει το ζήτημα αυτό, επωφελούμενη από την ανεύθυνη αρνητική στάση της ΝΔ. Αυτό θα ήταν έξω από την ιστορική ευθύνη που πρέπει να διακρίνει ένα κόμμα της αριστεράς. Είναι αλήθεια ότι επιχειρείται, εντελώς ανεύθυνα, να αναζωπυρωθεί ένα κλίμα πατριωτικό-εθνικιστικό σε επίπεδο κοινωνίας. Το βλέπει κανείς στον Τύπο. Ως και ο «Ριζοσπάστης» μιλάει, για παράδειγμα, για «σκοπιανό» και όχι «μακεδονικό» ζήτημα. Όμως, θα πρέπει να τολμήσει, στα όρια της ελαστικότητας που, ως φαίνεται, παρέχουν οι ΑΝΕΛ ως προς την σταθερότητα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ-Οικολόγων, να απευθυνθεί σε άλλες δυνάμεις, όπως το Ποτάμι και το ΚΚΕ, για να ψηφιστεί η συμφωνία από τη Βουλή. Είναι σωστό αυτό που είπε ο υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς, ότι η επιδίωξη δεν είναι η πλειοψηφία κομμάτων, αλλά η πλειοψηφία βουλευτών που θα εκφραστεί στη Βουλή. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, τότε, υπολογίζοντας την ενότητα —ήταν υπαρκτό το πρόβλημα— του κόμματός του, δεν τόλμησε να φέρει συμφωνία στη Βουλή. Σ’ αυτό το σημείο βρισκόμαστε τώρα.
Παύλος Κλαυδιανός
Πηγή: Η Εποχή