Μία στις τρεις γυναίκες άνω των δεκαπέντε ετών στις χώρες της Ε.Ε. έχει υπάρξει θύμα βίας, ακριβώς επειδή είναι γυναίκα.
Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 7.4.2011 και υπογράφτηκε την 11.5.2011 κατά την 121η συνεδρίαση του Συμβουλίου στην Κωνσταντινούπολη. Τέθηκε σε ισχύ μετά τη δέκατη επικύρωσή της από την Ανδόρα στις 22.4.2014. Η χώρα μας, αν και την υπέγραψε, δεν προχώρησε ποτέ στην επικύρωσή της, παρ’ όλες τις οχλήσεις στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, μέχρι και το 2015, πολλών βουλευτών, ακόμη και της ίδιας της γράφουσας και με την ιδιότητα της γενικής εισηγήτριας του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας.
Πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για την αντιμετώπιση της έμφυλης βίας και κακοποίησης, το οποίο περιέχει αναφορές στην ταυτότητα φύλου και αποτελεί ένα σημαντικότατο βήμα στη μακρόχρονη και σταθερή προσπάθεια του Συμβουλίου της Ευρώπης να εξασφαλίσει τον σεβασμό των δικαιωμάτων των γυναικών.
Η ενδοοικογενειακή βία και η βία κατά των γυναικών, σε όλες τις μορφές της, λεκτική, σωματική και ψυχολογική, αποτελεί ακραία έκφραση κυριαρχίας ανάμεσα στα φύλα, ανεξαρτήτως μορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου.
Τα ευρήματα της έρευνας του Fundamental Rights Agency, που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά και στις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι σοκαριστικά. Μία στις τρεις γυναίκες άνω των δεκαπέντε ετών έχει υπάρξει θύμα βίας ακριβώς επειδή είναι γυναίκα. Η βία κατά των γυναικών αναδείχθηκε στην Ευρώπη ως το κεντρικό θέμα παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σε πολύ μεγάλη απόσταση από τη δεύτερη αιτία.
Αποφασίστηκε να μην επιλεγεί η απλή κύρωση με τη διαδικασία που προβλέπει ο Κανονισμός της Βουλής, όπως γίνεται στις πλείστες των περιπτώσεων, αλλά να επιλέξουμε τον δύσκολο δρόμο της τροποποίησης άρθρων του Οικογενειακού και Ποινικού Κώδικα, ώστε να καταστεί ένα ουσιαστικό εργαλείο αντιμετώπισης τέτοιων φαινομένων, έτοιμο να χρησιμοποιηθεί την επομένη της ψήφισής του.
Χαρακτηριστικό της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης είναι η έμφαση που αποδίδει στην πρόληψη. Εντελώς ενδεικτικά, προβλέπεται η υποχρέωση των συμβαλλόμενων κρατών να εξασφαλίσουν την κατάρτιση επαγγελματιών που ασχολούνται με τα θύματα βίας, την υλοποίηση θεραπευτικών προγραμμάτων για τους δράστες εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας και προσβολών της γενετήσιας ελευθερίας, καθώς και να διοργανώνουν δράσεις δημοσιότητας για την κατάργηση των στερεοτύπων και την εξασφάλιση του σεβασμού της διαφορετικότητας.
Η προστασία των θυμάτων ολοκληρώνεται με μια δέσμη κανόνων που θεσμοθετούν την υποχρέωση των κρατών είτε να ποινικοποιήσουν συμπεριφορές που μέχρι σήμερα διέφευγαν του ποινικού ενδιαφέροντος της Πολιτείας, όπως για παράδειγμα τον εξαναγκασμό σε σύναψη γάμου, τη σεξουαλική παρενόχληση και το stalking, δηλαδή μία εξακολουθητική συμπεριφορά απειλής, παρακολούθησης και παρενόχλησης, με την οποία η επέμβαση στην ιδιωτική σφαίρα του θύματος είναι ιδιαιτέρως επαχθής, είτε να προβλέψουν την αποζημίωση των θυμάτων.
Αξιοσημείωτες είναι οι παρεμβάσεις που προωθούνται από τη Σύμβαση και σε επίπεδο δικονομικού δικαίου, ώστε το θύμα να προστατεύεται τόσο στην ποινική όσο και στην αστική δίκη.
Τέλος, καινοτομία της Σύμβασης συνιστά η ίδρυση μηχανισμού παρακολούθησης. Σε αυτόν περιλαμβάνεται η GREVIO, ανεξάρτητο όργανο που συγκροτείται από τεχνοκράτες και επιφορτισμένο με την παρακολούθηση της εφαρμογής της Σύμβασης από τα κράτη – μέλη που την έχουν υπογράψει. Δεν πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι τα κράτη – μέλη που υπογράφουν τη Σύμβαση ενθαρρύνονται να εφαρμόσουν τις προβλέψεις της και στην περίπτωση που θύμα της βίας είναι άνδρας ή αγόρι.
Πρόκειται για μια σημαντική πρόβλεψη, δεδομένου ότι οι κοινωνικές δομές και πρακτικές πλαισιώνουν κυρίως την καταστατική υποτέλεια των γυναικών, ωστόσο σχέσεις εξουσίας αναπτύσσονται και εις βάρος των ανδρών, συνήθως των παιδιών και εφήβων.
Η κύρωση της Σύμβασης θα ενισχύσει ερμηνευτικά το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο που υποστηρίζει την πραγμάτωση της αρχής της ισότητας και μπορεί να συμβάλει στη χειραφέτηση των κοινωνικών υποκειμένων ανεξαρτήτως φύλου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κρίνεται σκόπιμο να διατυπωθούν επιφυλάξεις σε σχέση με το άρθρο 44 της Σύμβασης, καθώς η νομοθετική παρέμβαση, ώστε να προστεθούν νέα «εγκλήματα παγκόσμιας δικαιοσύνης» και η τροποποίηση της πιο σημαντικής διάταξης του Διεθνούς Ποινικού Δικαίου που βρίσκεται στον Ποινικό μας Κώδικα, απαιτεί τουλάχιστον τη συνολικότερη και συστηματικότερη προσέγγιση του θέματος, ιδιαίτερα επειδή με τις διατάξεις του συγκεκριμένου άρθρου της Σύμβασης υιοθετείται μία πιο διευρυμένη έννοια της αρχής της ενεργητικής προσωπικότητας (κατά τη Σύμβαση ο συνήθης τόπος διαμονής του δράστη, κατά το δίκαιό μας η ιθαγένειά του).
Αυτή η επισήμανση, που θα έπρεπε να γίνει κατά την υπογραφή της Σύμβασης, ας γίνει τροφή για σκέψη για την ευθύνη όσων είναι επιφορτισμένοι με την τιμή να εκπροσωπούν τη χώρα στα διεθνή fora και να υπογράφουν κείμενα τα οποία τη δεσμεύουν έναντι της διεθνούς κοινότητας.
Μαρία Γιαννακάκη
Πηγή: Η Αυγή