Υπήρχε κάποτε μια εποχή όπου ο πόλεμος ήταν πράγματι «η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα», σύμφωνα με την περιλάλητη (και ακατάσχετης χρήσεως) αξιωματική φράση του Πρώσου θεωρητικού του πολέμου Καρλ Φον Κλαούζεβιτς. Η εποχή αυτή έχει παρέλθει χωρίς ο κόσμος να γίνει καλύτερος. Ίσα-ίσα που σε πολλές, υπερβολικά πολλές περιπτώσεις (αν συνυπολογιστεί το αίμα που έτρεξε σε τόσα σφαγεία πολέμων), ο κόσμος μοιάζει να έγινε χειρότερος, αφού ο πόλεμος δεν είναι πια μια κατάσταση εξαίρεσης.
Έχει τόσο διευρυνθεί το περιεχόμενό του, ώστε η πολιτική (όταν, όπως και όπου υπάρχει) μοιάζει να αποτελεί εκείνη την κατάσταση εξαίρεσης σε έναν πόλεμο ανελέητο που συμβαίνει με ολοένα και πιο εφευρετικούς τρόπους, με ολοένα και αγριότερα μέσα, που δεν περιορίζονται στα όπλα, αλλά είναι απείρως φονικότερα σε αριθμούς νεκρών και όγκο δυστυχίας.
Η γη καθημάζεται και δηλώνεται από κάθε λογής πολέμους, τα αποτελέσματα των οποίων απλώς δεν γίνονται κτήμα της κοινής συνείδησης ή αποκτούν μια τερατώδη «φυσικότητα», όπως τα αποτελέσματα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Εκατοντάδες χιλιάδες είναι οι νεκροί αυτού του πολέμου. Χώρες ολόκληρες ανασηκώθηκαν βίαια από τα θεμέλιά τους και δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα, μήτε τάφος που να μην σκυλευθεί η γαλήνη των νεκρών του. Πολιτισμοί ολόκληροι εξαφανίστηκαν μαζί με τη φωνή τους, δηλαδή τη γλώσσα τους, γεγονός που συνιστά ανυπολόγιστη καταστροφή και παγκόσμιο έγκλημα καθοσιώσεως.
Πληθυσμοί τεράστιοι πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς κι ακόμη περπατούν και περπατούν και περπατούν αφήνοντας πίσω τους όλο και περισσότερους νεκρούς, οδεύοντας προς ένα εφιαλτικό πουθενά και ένα ατελεύτητο μαρτύριο. Κι όμως: όλος αυτός ο πόλεμος εξελίσσεται υπό το πέτρινο βλέμμα ολόκληρης της ανθρωπότητας χωρίς να «παίξει βλέφαρο» στη θέα του τέρατος.
Ανοίγουν και κλείνουν με πάταγο οι πύλες των χρηματιστηρίων και η ανθρωπότητα θεωρεί φυσιολογικό τον πάταγο από τις πύλες του Άδη που ανοιγοκλείνουν καταπίνοντας ζωντανούς λαούς ολόκληρους.
Χτυπάει δυνατά, πιο δυνατά δεν γίνεται, η καμπάνα της κόλασης κι εμείς ακούμε την καμπάνα που σημαίνει την έναρξη της διαπραγμάτευσης τιμών και αξιών (άλλες θανατωμένες λέξεις) στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, ή σε άλλα πεδία πολέμου, όπως είναι το χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ, το χρηματιστήριο του Λονδίνου και άλλα εξ ίσου αιματοβαμμένα «πεδία», σ’ αυτή την αποθηριωμένη πολεμική νεκροπολιτική (κατά τον εύστοχο εννοιολογικό προσδιορισμό του Κώστα Δουζίνα), που στην καθ’ ημάς συνείδηση ονομάζεται καιρός ειρήνης. Και υψηλόφρων πολιτισμός αξιών (το «αξιών» βέβαια γενικώς και αορίστως, χωρίς περιγραφή, έστω, περιεχομένου), τον οποίο οφείλουμε να προστατεύσουμε λυσσαλέα από κάθε επιβουλή των «άλλων», των «κακών».
Οπότε; Οπότε πόλεμος. Εναντίον της «αυτοκρατορίας του κακού» χθες (για όσους ξεχνούν τον ευφημισμό του Ρίγκαν για την ΕΣΣΔ, σ’ έναν άλλο πόλεμο που ονομάστηκε «ψυχρός» κρύβοντας κάτω από το παγωμένο του χαλί θερμά, πυριφλεγή καλύτερα, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας), εναντίον της τρομοκρατίας -ισλαμικής ή άλλης- σήμερα, Κύριος οίδε εναντίον ποίου αύριο, όμως πάντοτε εναντίον του απέραντου λαού των λυπημένων «κάτω», όπου γης.
Εκείνων που, όποια ονομασία κι αν δοθεί στην πολεμική κρεατομηχανή της ειρήνης που προχωράει ακάθεκτη πολτοποιώντας κορμιά, αυτοί εξακολουθούν να πεθαίνουν με τον ίδιο παλιό τρόπο που πεθαίνουν όλοι οι αθώοι όλων των πολέμων: σφαγμένοι. Είτε από χημικά στο σφαγείο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου είτε κάτω από τα ερείπια κατά τη «σφαγή της Δρέσδης» στον Δεύτερο ή από την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, ή από ξετρελαμένο ναζισμό στα Άουσβιτς και στα Νταχάου (που τόσο θέλουν να ξεπλύνουν οι Μητσοτάκηδες και οι σύγχρονοι Γκέμπελς της… μαριναρισμένης στον φασισμό πληροφόρησης), είτε πεταγμένοι από αεροπλάνα και βαπόρια στις δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής, είτε από τα εκρηκτικά του τρομοκράτη στο Παρίσι ή στη Μοσούλη (ξέρετε, και εκεί ανατινάζονται οι φανατικοί), είτε στους φονικότατους εμφύλιους της Αφρικής, τους αποφασισμένους σε σκοτεινά διευθυντήρια και στων οποίων την καθημερινή αδαμαντοφόρα αγριότητα η ανθρωπότητα των πολιτισμένων αξιών του Διαφωτισμού και της δημοκρατίας στρέφει τα νώτα προτιμώντας την άγνοια από τον αγώνα, είτε από το πληκτρολόγιο του αφηνιασμένου τραπεζίτη, ή χρηματιστή, το αποτέλεσμα είναι πάντοτε το ίδιο: η σφαγή των αθώων. Η καταστροφή του πλανήτη. Η κατερείπωση και η απερήμωση της ίδιας της ζωής σε όλες τις ανεπανάληπτες μορφές της.
Διάβαζα εδώ την περασμένη Κυριακή το, συγκινητικής σεμνότητας και ανεκλάλητης αλλά διαφανούς υπερηφάνειας, αφιέρωμα για τα 65 χρόνια της Αυγής από τον Κοσμά Κέφαλο. Το αφιέρωμα κοσμούσε και η φωτογραφία εκείνου του πρώτου πρωτοσέλιδου. Ανάμεσα στους τίτλους των θεμάτων εκείνης της πρώτης σελίδας το μάτι μου σταμάτησε σε έναν. Δυσανάγνωστος, αλλά που σε χτυπούσε στο πρόσωπο με δύναμη από το σκληρό και σε πλήρη ισχύ περιεχόμενό του: «Η πείνα και ο φόβος κατέχουν ακόμη τον κόσμο»!
Συγκλονίστηκα! Όχι μονάχα επειδή, όπως είπα, 65 χρόνια μετά ο τίτλος παραμένει σε ισχύ, αλλά κυρίως για εκείνο το «ακόμη»! Προσπάθησα να φανταστώ τον τόσο μακρινό και τόσο κοντινό σύντροφο που «έβγαλε» τον συγκεκριμένο τίτλο. Την πίστη του σε μια σταγόνα ελπίδας μέσα στον ζόφο: «ακόμη» σου λέει. Κάντε κουράγιο. «Ακόμη». Δεν γίνεται να συνεχίζεται για πάντα ο φόβος και η πείνα. Ο αγώνας είναι δίκαιος. «Ακόμη» λίγο.
Πέρασαν από τότε πάνω από 17.000 χιλιάδες πρωινά κι εκείνο το «ακόμη» δεν ξημέρωσε ακόμη. Άλλαξε περιεχόμενο ο φόβος, άλλαξε κατοικία η πείνα, ωστόσο «ακόμη κατέχουν τον κόσμο». Η γη τρέμει και δεν είναι από σεισμό. Είναι από τον πόλεμο που συνεχίζεται με άλλα μέσα. Όσο λοιπόν κι αν οι χρήσιμοι ηλίθιοι παρέα με τους φασίστες προσπαθούν να ξαναγράψουν την Ιστορία, παίζοντας χυδαία με τα σημαιάκια της ταγματασφαλίτικης πατριδογνωσίας και της ηλίθιας αριστείας των απόντων και τον άκαπνων, ο αγώνας εναντίον της αγριότητας του φόβου και της πείνας συνεχίζεται. «Ακόμη». Και θα συνεχίζεται για όσο ακόμη χρειαστεί.
Κώστας Καναβούρης
Πηγή: Η Αυγή