Macro

Το κρυμμένο χάσμα της Γερμανίας

«Επιβιώνω, αλλά δεν μπορώ να ζήσω» λέει η Ντόρις, συνταξιούχος νοσοκόμα στα 71 χρόνια της, στην άλλοτε πόλη των ανθρακωρύχων Γκελσενκίρχεν. «Δεν έχω λεφτά για να πάω σε παράσταση μπαλέτου, ούτε 10 ευρώ για τον κινηματογράφο. Αλλά αυτό που με στενοχωρεί περισσότερο είναι που δεν μπορώ να αγοράσω δώρα στα εγγόνια μου».

Τα λόγια της Ντόρις φανερώνουν μια άβολη αλήθεια: ότι παρ’ όλα αυτά που λέει η Άνγκελα Μέρκελ στους Γερμανούς ότι «ζουν στην καλύτερη Γερμανία που έχει υπάρξει ποτέ», πολλοί φτωχοί άνθρωποι στη χώρα πιστεύουν πως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου θα είναι μια ευκαιρία για να ακουστεί η φωνή τους. Ο Μάρτιν Σουλτς, επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών και βασικός αντίπαλος της καγκελαρίου, βάζει τις κοινωνικές ανισότητες στο επίκεντρο της εκστρατείας του. «Ήρθε η ώρα για περισσότερη ισότητα, ήρθε η ώρα του Μάρτιν Σουλτς» είναι το βασικό σύνθημα του κόμματός του (SPD).

Η έμφαση στην ανισότητα ίσως να εκπλήσσει, ειδικά σε μια εποχή που ο υπόλοιπος βιομηχανικός κόσμος βλέπει με ζήλια τα οικονομικά επιτεύγματα της Γερμανίας. Η Γερμανία είναι μια πλούσια χώρα, με το υψηλότερο κατά κεφαλή εισόδημα ανάμεσα στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, με μεγάλο προβάδισμα έναντι της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας. Έχει τη μικρότερη ανεργία στην Ε.Ε. ενώ η έλλειψη εργατικών χεριών είναι ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος των Γερμανών αφεντικών. Αλλά οι ανισότητες μεταξύ πλουσίων και φτωχών ανησυχούν πολλούς Γερμανούς, όπως το έχει επισημάνει ο Μάρτιν Σουλτς. Και είναι τόσο μεγάλες αυτές οι ανησυχίες γιατί πολλοί Γερμανοί πίστευαν για καιρό ότι ζούσαν σε μια ασυνήθιστα δίκαιη κοινωνία, καθώς ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος συμπαρέσυρε τις παλιές ελίτ και έφερε περισσότερη ισότητα στη χώρα.

Σε πρόσφατη δημοσκόπηση του τηλεοπτικού καναλιού ARD, οι ψηφοφόροι είπαν ότι η κοινωνική ανισότητα είναι το δεύτερο σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας μετά το προσφυγικό. Η ανεργία, που είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα αλλού στην Ευρώπη, εδώ βρίσκεται στην πέμπτη θέση.

Αυτοί που μένουν πίσω

Το Γκελσενκίρχεν βρίσκεται στο ένα άκρο της γερμανικής οικονομικής κλίμακας, πολύ μακριά από τις πλούσιες μητροπόλεις του Αμβούργου, της Φρανκφούρτης, του Μονάχου καθώς και εκατοντάδων πετυχημένων μικρών βιομηχανικών πόλεων που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας της Γερμανίας.

Πολλοί από τους γείτονες της Ντόρις στο Γκελσενκίρχεν βρίσκονται στην ίδια ξεχαρβαλωμένη βάρκα. Ρημαγμένη από την υποχώρηση του κάρβουνου, το οποίο της έφερνε κάποτε πλούτο, η πόλη είναι από τις φτωχότερες της Γερμανίας. Η ανεργία πέρυσι ήταν 14,7%, το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των πόλεων, και πολύ πάνω από τον εθνικό μέσο όρο του 5%. Τα εισοδήματα των νοικοκυριών είναι επίσης από τα μικρότερα, όπως και τα επίπεδα υγείας, ακόμα και των μικρών παιδιών.

Όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες φτωχές πόλεις, τα προβλήματα δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά. Χάρη στα κονδύλια από την κεντρική κυβέρνηση, το Γκελσενκίρχεν έφτιαξε ένα μοντέρνο εμπορικό κέντρο με πεζόδρομο, έναν φημισμένο συναυλιακό χώρο και ένα παγκοσμίου επιπέδου ποδοσφαιρικό γήπεδο για τη Σάλκε που παίζει στην Μπουντεσλίγκα. Σε μια πρόσφατη επίσκεψη, μια ηλιόλουστη μέρα, οι κάτοικοι έκαναν βόλτες φορώντας μπλουζάκια, τζιν και αθλητικά παπούτσια σαν να ήταν κάποιο θέρετρο. Όπως λέει η Ανέτε Μπεργκ, επικεφαλής των κοινωνικών υπηρεσιών της πόλης: «Βλέπετε φτώχεια στο Γκελσενκίρχεν; Όχι. Γιατί η κοινωνική πρόνοια στη Γερμανία δεν είναι τόσο λίγη ώστε να φαίνεται φτωχός ο κόσμος στον δρόμο. Φροντίζουν να είναι καλοντυμένα τα παιδιά τους. Αλλά, χωρίς δουλειές, δεν έχουν χρήματα για να κάνουν κάτι όμορφο».

Αυτά τα θέματα έρχονται τώρα στον πολιτικό διάλογο στη Γερμανία. Ο Μαρσέλ Φράτζσερ, επικεφαλής του οικονομικού ινστιτούτου DIW (σ.σ.: δεξαμενή σκέψης), το οποίο συμβουλεύει το SPD, λέει ότι «η οικονομία πάει καλά. Η μεγάλη ανησυχία είναι για τους ανθρώπους που μένουν πίσω».

Οι συντηρητικοί υποστηρικτές της Άνγκελα Μέρκελ διαφωνούν: βλέπουν την ανάγκη παροχής βοήθειας σε ομάδες που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα, όπως οι φτωχοί συνταξιούχοι και οι μακροχρόνια άνεργοι, αλλά κανένα πρόβλημα ανισοτήτων εν γένει. Ο Μίκαελ Χούτερ, διευθυντής του φιλικού προς τις επιχειρήσεις Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών, λέει: «Σε σύγκριση με άλλες χώρες, τις κρίσεις και τις αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία, η Γερμανία δεν είναι σε άσχημη θέση. Δεν χρειαζόμαστε μέτρα για να αντιμετωπίσουμε τέτοιες ανισότητες». Αλλά σε μια πρόσφατη συνέντευξή της σε νέους στο You Tube, η Άνγκελα Μέρκελ παραδέχθηκε ότι η ανισότητα γίνεται πολιτικό θέμα, λέγοντας «πολλοί, πάρα πολλοί άνθρωποι ανησυχούν».

Πόσες ανισότητες έχει η Γερμανία; Έχει αλλάξει στα 12 χρόνια της διακυβέρνησης Μέρκελ; Τα στοιχεία δείχνουν ότι πραγματικά απέκτησε περισσότερες ανισότητες μετά την ενοποίησή της το 1990, αλλά ορισμένες από αυτές υποχώρησαν την τελευταία πενταετία με τη αύξηση της παραγωγής, της απασχόλησης και των μισθών. Όσον αφορά τα εισοδήματα των νοικοκυριών, ίσως τον πιο σημαντικό παράγοντα για τη συνολική ισότητα, η Γερμανία βρίσκεται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αλλά σε ό,τι αφορά τον πλούτο, η Γερμανία έχει πολλές διαφορές από τους εταίρους της, καθώς τα πλούσια νοικοκυριά ελέγχουν μεγαλύτερο μέρος περιουσιακών στοιχείων από ό,τι συμβαίνει στις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Το 40% των Γερμανών δεν έχουν σχεδόν κανένα περιουσιακό στοιχείο, ούτε αποταμιεύσεις. Στα εισοδήματα, το χάσμα ανάμεσα στο 10% των φτωχότερων Γερμανών και στο 10% των πλουσιότερων άρχισε να διευρύνεται στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Αυτό έγινε κυρίως για τους ίδιους λόγους όπως αλλού στον αναπτυγμένο κόσμο – παγκοσμιοποίηση και απώλεια θέσεων εργασίας μέσω τεχνολογικών αλλαγών. Μετά την αρχική στασιμότητα που έφερε η ενοποίηση, η Γερμανία ανέκαμψε χάρη στη μεγάλη αύξηση των εξαγωγών σε συνδυασμό με την αυτοσυγκράτηση των συνδικάτων για τους μισθούς και την ατζέντα των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και στα κοινωνικά επιδόματα, που «έσπρωξαν» περισσότερους άνεργους στη δουλειά. Οι συνολικές επιπτώσεις ήταν εντυπωσιακές, αποκαθιστώντας τη Γερμανία στο πηδάλιο της Ε.Ε. και ενισχύοντας την υποστήριξη προς την κυρία Μέρκελ, η οποία ανέλαβε την εξουσία το 2005, καθώς απέδιδε καρπούς η ατζέντα που είχε περάσει ο προκάτοχός της, ο Σοσιαλδημοκράτης Γκέρχαρντ Σρέντερ.

Καθώς μειώθηκε όμως σημαντικά η ανεργία, εκείνοι με τα χαμηλότερα εισοδήματα κέρδισαν λιγότερα από τους καλά αμειβόμενους. Την τελευταία πενταετία αυτό το κενό μειώθηκε λίγο, καθώς τα συνδικάτα κέρδισαν μεγαλύτερες αυξήσεις, ενώ το κατώτατο ωρομίσθιο που θεσμοθετήθηκε το 2015 έχει στηρίξει τις αμοιβές.

Εντυπωσιακό ρόλο στη μείωση της ανεργίας -και στην αύξηση της απασχόλησης στο επίπεδο ρεκόρ των 44 εκατομμυρίων- έπαιξε η επέκταση των mini jobs, των ελαφρά ελεγχόμενων θέσεων ημιαπασχόλησης, από 4,1 εκατομμύρια το 2002 σε πάνω από 7,5 εκατομμύρια φέτος. Οι υποστηρικτές της ημιαπασχόλησης λένε ότι προσέφερε ευκαιρίες, για παράδειγμα, σε γυναίκες με μικρά παιδιά, σπουδαστές και συνταξιούχους. Αλλά οι επικριτές της υποστηρίζουν ότι οι mini jobs συχνά υποκαθιστούν τις θέσεις πλήρους απασχόλησης, ιδιαίτερα στην τροφοδοσία και τη μεταποίηση. Η εργατική συνομοσπονδία DGB λέει ότι η ημιαπασχόληση δεν ανοίγει τον δρόμο για μόνιμες θέσεις εργασίας, αλλά αποτελεί το αδιέξοδο των εργαζομένων.

Γνωρίζοντας πόσες οικογένειες εξαρτώνται πλέον από την ημιαπασχόληση, ο κύριος Σουλτς χειρίζεται προσεκτικά το θέμα. Η βασική υπόσχεσή του για την αντιμετώπιση της ανισότητας είναι ότι θα αυξήσει τους φόρους στους καλά αμειβόμενους για να χρηματοδοτήσει τις μειώσεις φόρου στα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Η κυρία Μέρκελ απάντησε προσφέροντας μειώσεις φόρων για όλους, χρηματοδοτούμενες από τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού.

Πλούτος με μόνωση

Η ανισότητα στα περιουσιακά στοιχεία μεταξύ πλουσίων και φτωχών είναι εξαιρετικά μεγάλη στη Γερμανία. Μπορεί η χώρα να μη διαθέτει σε αφθονία δισεκατομμυριούχους, όπως για παράδειγμα η Βρετανία, αλλά έχει πληθώρα εκατομμυριούχων, συχνά συγκεντρωμένους σε οικογένειες στις οποίες ανήκουν βιομηχανικές εταιρείες μεσαίου μεγέθους (Mittelstand). Ο σύμβουλος του SPD Μαρσέλ Φράτζσερ λέει ότι «το ανώτερο 10% έχει μεγάλη συγκέντρωση πλούτου, συχνά παραγωγικού, που μεγαλώνει από γενιά σε γενιά. Το κατώτερο 40% δεν έχει τίποτα».

Τρεις είναι οι παράγοντες γι’ αυτό. Πρώτον, μόνο το 45% των Γερμανών έχουν ιδιόκτητη κατοικία. Οι υπόλοιποι πληρώνουν ενοίκιο, ειδικά στις μεγάλες πόλεις, όπου τα ακίνητα έχουν μεγαλύτερη αξία. Καθώς σπανίζουν οι σπεκουλαδόροι αγοραστές, οι τιμές ήταν σχετικά σταθερές επί δεκαετίες, αλλά αυξήθηκαν πολύ στις μεγάλες πόλεις μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, διευρύνοντας περαιτέρω το χάσμα ανάμεσα στους έχοντες και τους μη έχοντες. Υπάρχει μεν αγορά προσιτής κατοικίας, αλλά αποθαρρύνει τους ιδιοκτήτες να επενδύσουν σε αυτό που αλλού αποτελεί δημοφιλή τρόπο συσσώρευσης πλούτου.

Δεύτερον, οι συντάξεις του γερμανικού κράτους είναι γενναιόδωρες για εκείνους που -σε αντίθεση με την Ντόρις στο Γκέλσενκιρχεν- είχαν πλήρη απασχόληση για το μεγαλύτερο μέρος του εργαζόμενου βίου τους. Οι πλούσιοι γεμίζουν τα πουγκιά τους μέχρι πάνω με την ιδιωτική αποταμίευση, αλλά όχι ο μέσος Γερμανός. Επί της αρχής, οι κρατικές συντάξεις είναι ένας αξιόπιστος τρόπος για να στηριχτούν τα γηρατειά, όσο και τα ιδιωτικά ταμεία στις ΗΠΑ και στη Βρετανία. Αλλά δεν έχουν ευελιξία κεφαλαίου και είναι, για παράδειγμα, αδύνατο να βγεις πρόωρα στη σύνταξη παίρνοντας ένα εφάπαξ για να αρχίσεις μια δουλειά.

Τέλος, ο γερμανικός νόμος για τη φορολόγηση κληρονομιάς ευνοεί τους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων. Εξαιρούνται, σε μεγάλο βαθμό, περιουσίες οι οποίες επενδύονται σε παραγωγικές εταιρείες εφόσον οι κληρονόμοι υπόσχονται ότι θα διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας. Αυτό έχει ως συνέπεια οι πλούσιοι Γερμανοί να γίνονται ακόμα πλουσιότεροι διατηρώντας τα χρήματά τους μέσα στην οικογενειακή επιχείρηση και να μην τα διαθέτουν αλλού, π.χ. στην αγορά πολυτελούς κατοικίας ή έργων τέχνης.

Ο συντηρητικός-σοσιαλδημοκρατικός κυβερνητικός συνασπισμός της Άνγκελα Μέρκελ είχε μια ευκαιρία πέρυσι να αναθεωρήσει με ριζοσπαστικό τρόπο τον σχετικό νόμο μετά την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο έκρινε ότι τα πλεονεκτήματα που είχαν δοθεί στους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων ήταν δυσανάλογα γενναιόδωρα. Αλλά η κυβέρνηση περιορίστηκε σε μικρές τροποποιήσεις, με μικρές δημόσιες αντιδράσεις εκτός από την Αριστερά.

Διαφορές από περιοχή σε περιοχή

Ο Μάρτιν Σουλτς δεν έχει στην ατζέντα του σοβαρές μεταρρυθμίσεις στη φορολόγηση κληρονομιάς. Οι περισσότεροι Γερμανοί μοιράζονται την άποψη του φιλικού προς το επιχειρείν οικονομολόγου Μίκαελ Χούτερ, ο οποίος δεν βλέπει να υπάρχει πρόβλημα ανισότητας «γιατί οι ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων δεσμεύονται να δίνουν δουλειές και με τον τρόπο αυτό ωφελούν την κοινότητα ως αντάλλαγμα για τις φοροελαφρύνσεις».

Η άνιση κατανομή εισοδήματος και περιουσιακών στοιχείων μεγαλώνει τις κοινωνικές ανισότητες. Τα γερμανικά σχολεία συναγωνίζονται επάξια τα άλλα ευρωπαϊκά σχολεία στα εκπαιδευτικά τεστ της PISA που γίνονται από τον ΟΟΣΑ. Αλλά υπολείπονται στο κλείσιμο του χάσματος μεταξύ των παιδιών από πλούσιες και φτωχές οικογένειες. Το 2015, το περιβάλλον ενός μαθητή εξηγούσε σε ποσοστό μέχρι 16% τις διαφορές στη μαθησιακή πρόοδο στη Γερμανία σε σύγκριση με τον μέσο όρο του 13% στον ΟΟΣΑ, αν και η χώρα βελτιώνεται. Το ποσοστό ήταν 20% το 2006.

Παρόμοια, στην Υγεία υπάρχει μια μεγάλη διαχωριστική γραμμή μεταξύ πλουσίων και φτωχών στη Γερμανία, μεγαλύτερης από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών στο κατά πόσο θεωρούν τον εαυτό τους υγιή ή όχι είναι μεγαλύτερο στη Γερμανία σε σύγκριση με σχεδόν όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ.

Ο συνδυασμός των παραπάνω ανισοτήτων αποτελεί την επίμονη διαχωριστική γραμμή από περιοχή σε περιοχή. Η πρώην κομμουνιστική Ανατολή έχει κάνει σημαντική πρόοδο από την επανένωση του 1990, αλλά τα εισοδήματα παραμένουν σχεδόν κατά ένα τρίτο χαμηλότερα από τα επίπεδα της Δυτικής Γερμανίας. Η μεγάλη φυγή της νεολαίας σταμάτησε, αλλά ο πληθυσμός που απέμεινε γερνά γρηγορότερα από ό,τι στη Δύση, γιατί είναι πολύ λιγότερο πιθανή η εγκατάσταση μεταναστών στην Ανατολή. Καθώς το 24% του πληθυσμού είναι ηλικίας άνω των 65, η Ανατολική Γερμανία, αν ήταν ανεξάρτητο κράτος, θα ήταν η πιο γηρασμένη χώρα στον κόσμο.

Ωστόσο, όπως δείχνει η περίπτωση του Γκέλσενκιρχεν, οι μαύρες κηλίδες του αποκλεισμού δεν περιορίζονται στην Ανατολή. «Οι πλούσιοι φεύγουν από πλούσιες συνοικίες, ενώ περισσότεροι φτωχοί μετακομίζουν εκεί» λέει ο Ντίτερ Χέισιγκ, ένας προτεστάντης πάστορας που υπηρετεί στην πόλη για περισσότερα από τριάντα χρόνια. «Δεν θέλω να πω ότι έχουμε γκέτο στη Γερμανία, αλλά έχουμε».

Stefan Wagstyl

Πηγή: Η Αυγή από Financial Times