Διάβαζα προ ημερών ένα από τα γνωστά για την “τσαχπινιά” τους κείμενο του κ. Πρετεντέρη στο Βήμα. Κι αφού καθάρισα και ξανακαθάρισα τα γυαλιά μου πείστηκα ότι, τελικά, δεν είχα κάνει λάθος στην ανάγνωση. Τετρακόσια εκατομμύρια, έγραφε το κείμενο, ήταν οι φόνοι που διέπραξαν ο Στάλιν, ο Πολ Ποτ, ο Μάο Τσε Τούνγκ και οι ανά τον κόσμο κομμουνιστές. Καϋμένε Στεφάν Κουρτουά που υποστήριξες στη γνωστή Μαύρη Βίβλο ότι τα θύματα του κομμουνισμού ήταν μόνον εκατό εκατομμύρια… Σε είχαν όλοι αποπάρει, ακόμη και συνεργάτες σου στη Μαύρη Βίβλο, έτσι που αναγκάστηκες να περιορίσεις το φονικό κατά μερικά εκατομμύρια. Αν είχες υπόψη σου τα νούμερα του Πρετεντέρη δεν θα αναγκαζόσουν να ρίξεις νερό στο κρασί σου.
Το πρόβλημα όμως, ειλικρινά, δεν είναι ο Πρετεντέρης, αλλά η γιγαντιαία επιχείρηση του “ιστορικού αναθεωρητισμού”, την οποία ξεκίνησαν Γερμανοί ιστορικοί, ήδη από τη δεκαετία του ’60, την συνέχισαν επαξίως Γάλλοι, Άγγλοι, Αμερικανοί, εσχάτως προστέθηκαν και οι ημέτεροι ιστορικοί Στάθης Καλύβας και Νίκος Μαραντζίδης, με τις “ακριβείς” καταμετρήσεις σκοτωμένων από την ΟΠΛΑ αφ’ ενός, τους ταγματασφαλίτες και λοιπούς δωσίλογους αφ’ ετέρου. Σύμφωνα όμως με αυτές τις καταμετρήσεις η κόκκινη τρομοκρατία ήταν αγριότερη και μαζικότερη από τη μαύρη τρομοκρατία.
Για τους μη εξοικειωμένους σ’ αυτού του είδους την ιστορική μπακαλική, να προσθέσω ότι ο “ιστορικός αναθεωρητισμός”, όχι όμως και το τέκνο του ο “ιστορικός αρνητισμός” (:”δεν υπήρξε ολοκαύτωμα”) κ.λπ. – δεν αποσιωπούν τα εγκλήματα του ναζισμού. “Απλώς”, λιγοστεύουν, τεχνηέντως ή χονδροειδώς, το μερίδιο αίματος του ναζισμού κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, το επιρρίπτουν στην ευθύνη αποκλειστικά μιας μερίδας γνωστών ηγετών ναζί και των SS – μέχρι του σημείου ώστε οι θανατωθέντες Εβραίοι στα στρατόπεδα να μην ξεπερνούν, κατ’ αυτούς, τα δύο με τρία το πολύ εκατομμύρια. Απ’ την άλλη μεριά αυγατίζουν τα θύματα εις βάρος των Γερμανών και των συμμάχων τους, π.χ. εξαιτίας των συμμαχικών βομβαρδισμών πόλεων και μη στρατιωτικών εγκαταστάσεων, και έτσι, στον σχετικό ισολογισμό, ναζί και σύμμαχοι έρχονται πάτσι.
***
Όχι ακριβώς: ένα μεγάλος λογαριασμός εγκλήματος μένει ανεξόφλητος, δεν συμψηφίζεται με αριθμητικώς ισόποσα εγκλήματα του ναζισμού. Πρόκειται για τα εγκλήματα, τα δεκάδες εκατομμύρια θύματα του κομμουνισμού, αυτής της άλλης μάστιγας της ανθρωπότητας που χρησιμοποίησε τον φόνο ως τρόπο άσκησης της πολιτικής: ο κόκκινος και ο μαύρος φασισμός, η μαύρη και η κόκκινη τρομοκρατία ή, κατά κομψότερο τρόπο, ο κόκκινος και ο μαύρος ολοκληρωτισμός. Αυτή είναι η “θεωρία”, ήδη λεπτουργημένη στα χρόνια του Μεσοπολέμου και κύριο ιδεολογικό και θεωρητικό εργαλείο του “ελεύθερου κόσμου” τα ατέλειωτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Ο Ψυχρός Πόλεμος τέλειωσε, έδωσε την ήττα στα καθεστώτα του Υπαρκτού σοσιαλισμού και γενικότερα τις δυνάμεις του ιστορικού κομμουνισμού. Ίσως, θα νόμιζε κανείς, ότι τώρα πλέον η πολεμική δεν έχει ανάγκη τα μέσα που χρησιμοποίησε επί Ψυχρού Πολέμου: ο κομμουνισμός, ο σταλινισμός και οι συνοδοιπόροι αυτών είναι πεθαμένοι και νεκροί, πτώματα τυμπανιαία και οδωδώτα. Άφετε τους τεθνεώτας θάψαι τους εαυτών νεκρούς.
Α, μπα. Ουδαμώς. Οι ιδεολόγοι τους γνωρίζουν πολύ καλά αυτό που γνωρίζουμε όλοι. Ότι δηλαδή το παρελθόν νοηματοδοτεί το παρόν και στο παρόν επινοείται το μέλλον μολονότι όχι γραμμικά και όχι νομοτελειακά. Στη μεταμοντέρνα μας όμως εποχή, που εδράζεται αποκλειστικά στο παρόν, όπου τα πάντα είναι παροντικά, δεν μπορεί να επιβιώνει μια ζώσα ιστορία, ένα παρελθόν δηλαδή που κάτι ακόμη μπορεί να προσκομίσει στο παρόν. Σ’ αυτή την περίπτωση οι διαχειριστές του παρόντος ανακατασκευάζουν το παρελθόν αυθαιρέτως αλλά αληθοφανώς, ώστε να συνάδει και να συνηγορεί προς τη χρεία του παρόντος. Μια κατασκευή, λέγεται, είναι η ιστορία, το πραγματικό κατασκευάζεται κι αυτό: μια αφήγηση είναι και το παρελθόν. Έκαστος και η αφήγησή του περί του παρελθόντος. Δεν μπορεί, λοιπόν, να επιβιώνουν περί της πραγματικότητος του ιστορικού κομμουνισμού αντιλήψεις που να μην τον θεωρούν εγκληματικό εκ φύσεως, διότι εκεί τον οδήγησε, στο έγκλημα, η θεωρία της πάλης των τάξεων. Η “ουσία” του κομμουνισμού αρχίζει και τελειώνει με το έγκλημα. Άρα, εις την γέενναν του πυρός. Καλά, το πράξαμε αυτό με τον ναζισμό και ορθώς. Ενώ όμως ο κομμουνισμός νικήθηκε κοινωνικά και πολιτικά, διατηρούνται ακόμη ανάμεσά μας κάποιες σκιές του παρελθόντος του με δυναμογόνα και ιδαλγικά φωτοστέφανα που τον συντηρούν ως ιστορική ενδεχομενικότητα που οι άνθρωποι (η πάλη των τάξεων) μπορεί να την επικαιροποιήσουν ξανά, διότι το φάντασμα εξακολουθεί να πλανιέται ακόμη πάνω απ’ την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο.
Πρέπει, λοιπόν, το παρελθόν να εξορκισθεί ανέκλητα και οριστικά, να μην ταράξει ξανά τις συνειδήσεις των ανθρώπων και να τους εμπνεύσει παραδείγματα. Και ιδού η εργαλειακή χρησιμότητα ορισμένων αφηγήσεων στη μεταμοντέρνα εποχή μας: από τους Ελασίτες ως τους μαχητές του Στάλινγκραντ και του Κιούρσκ, από το “κόμμα των εκτελεσμένων” (ΚΚΓ) ως τους μαχητές των Βιετκόγκ, από τα υπόγεια της παρανομίας ως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, από το μαχόμενο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα ως τις απόπειρες θεμελίωσης λαϊκής εξουσίας, όλα αυτά, άνθρωποι, ιδέες, αγώνες ήταν όργανα του κακού. Ο τρόπος της καταδίκης και της ιστορικής αναθεώρησης είναι θεολογικός και η πρακτική συνέπεια, όπως η θεολογία επιτάσσει, είναι η ανάνηψις, ή μετάνοια. Άπειρες οι μορφές της μετάνοιας, κι όχι ίδιες μ’ εκείνες που εξάγονταν παλιά στα κρατητήρια της Ασφάλειας.
Έρχεται, λοιπόν, λειτουργός της Ε.Ε., ο Σουηδός βουλευτής Λίντμπλατ, και υποβάλλει στο Συμβούλιο της Ευρώπης ένα μνημόνιο στο οποίο καταγράφεται το νέο credo: “Τα εγκλήματα στα οποία οδηγεί η κομμουνιστική θεωρία της πάλης των τάξεων δεν έχουν καταδικασθεί διεθνώς όπως αυτά των ναζί”. Από την αποτίμηση της κομμουνιστικής εγκληματικής κληρονομιάς απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στον Κόκκινο Στρατό και την τεράστια προσφορά της ΕΣΣΔ στη συντριβή του ναζισμού. Απουσιάζει, επίσης, κάθε αναφορά στις κομμουνιστικής εμπνεύσεως δυνάμεις της ευρωπαϊκής Αντίστασης.
Δεν ξέρουμε τι θα ψηφίσει η κοινοβουλευτική ομάδα της Ευρωβουλής στην οποία έχει παραπεμφθεί το μνημόνιο. Στο Συμβούλιο εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία. Ήδη όμως μεγάλα τμήματα του ευρωπαϊκού πολιτικού φάσματος, μαζί και όλα τα ελληνικά πολιτικά κόμματα καταδίκασαν το μνημόνιο του Σουηδού, αρνούμενα να εξισώσουν την εγκληματική πολιτική του ναζισμού που ερείπωσε και ματοκύλησε την Ευρώπη με την ιστορική προσφορά της ΕΣΣΔ και των κομμουνιστών στον αγώνα κατά του φασισμού. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό• οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν να καταπιούν το δόγμα του Σουηδού (αν και οι Ανατολικοευρωπαίοι, μέλη πλέον της Ε.Ε., τάσσονται ανεπιφύλακτα στο πλευρό του, είναι οι κυρίως επισπεύδοντες).
Υπάρχουν, βέβαια και βεβαιωμένα και τα εγκλήματα του κατά την σταλινική εκδοχή ιστορικού κομμουνισμού, αυτά που τον αμαύρωσαν και κατέστησαν αφερέγγυα την ιδέα του σοσιαλισμού. Εμείς, κομμουνιστογενείς και γενικά οι αριστεροί δεν κάνουμε γαργάρα τα γκουλάγκ, τις δίκες, τις διώξεις, τις μαζικές εκτελέσεις. Ούτε καλυπτόμαστε από την αισχυντηλή καλύπτρα της “παραβιάσεως της σοσιαλιστικής νομιμότητας”, που κάποια εποχή προσπαθούσε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Μετά την αποκάλυψη της έκθεσης Χρουστσώφ το 1956, που έριξε κάποιο φως στο τοπίο, και έκτοτε συνεχώς, οι ανανεωτικοί κομμουνιστές, οι μαρξιστές, οι αριστεροί έρχονται και επανέρχονται στα ανομήματα του σταλινισμού, αυτοί πήραν το ζήτημα στην πλάτη τους, αυτοί κατάφεραν να αναλύσουν επαρκώς τη σταλινική περίοδο, αν και το ζήτημα έχει ακόμα πολύ δρόμο μπροστά του. Απ’ αυτή την κριτική προέκυψαν όλες οι θεωρητικές και πολιτικές τάσεις της σύγχρονης ευρωπαϊκής αριστεράς, αναδεικνύοντας και πληθώρα πραγματολογικών στοιχείων. Όσο και να πονούσε το ζήτημα –και πονούσε πολύ– οι κομμουνιστές καταδίκασαν την αιμόφυρτη σταλινική πολιτική, χωρίς να έχουν ανάγκη τα credo του ιστορικού αναθεωρητισμού και την αρνήθηκαν, ακριβώς, στο όνομα του σοσιαλισμού. Χωρίς να γίνουν ριψάσπιδες και ρενεγκάδες. Και πολύ πριν την κατάρρευση του Υπαρκτού όσο υπήρξαν ιδέες και αγώνες απελευθερωτικοί για την χειραφέτηση των εργαζομένων απ’ αυτήν τη ρίζα, κυρίως, προέρχονται. Εκτός από κάποιους που αγκυρώθηκαν για τα καλά στη σαγήνη των ιδεών του μπρεζνιεφισμού και τον αγγελικό κόσμο που αυτός οικοδομούσε.
Από τη σκοπιά του σοσιαλισμού, ο Υπαρκτός για μας ήταν το προς αποφυγήν παράδειγμα. Θεωρητικοί μαρξιστές-κομμουνιστές ήταν εκείνοι που στην ΕΣΣΔ τα χρόνια ’60 με ’80 θεωρούσαν ότι στη Σοβιετική Ένωση είχε επικρατήσει ένας “τρομοκρατικός τρόπος παραγωγής” (Ανρί Λεφέβρ κι άλλοι πολλοί). Αυτά δεν είναι εκ των υστέρων αφηγήσεις, αλλά θέσεις μάχης από τη σκοπιά του σοσιαλισμού, διατυπωμένες συγχρονικά, ενώ ξετυλίγονταν η ιστορία. Από την ίδια σκοπιά συνέχιζαν οι αριστεροί να βλέπουν ότι η πραγματική “υπαγωγή” των εργαζομένων στο κεφάλαιο (Μαρξ) πραγματοποιείται με ποικίλες μορφές βίας. Κι ότι στη διάρκεια της ταξικής πάλης η βία, συμβολική και υλική, μονίμως ερχόταν από τη μεριά του κεφαλαίου και του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού κράτους. Από την παράταξή μας όμως ξεπήδησε ένας στοχαστής που έλεγε ότι ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει. Δεν ξέρω κανένα που να υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει. Στα καπιταλιστικά λογιστήρια η δημοκρατία δεν έχει ανοιγμένη μερίδα. Ο ιστορικός αναθεωρητισμός έχει.
Άγγελος Ελεφάντης
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στα «Ενθέματα» της Αυγής, 16.9.2001
Πηγή: Left