Είναι ένα δραματικό κοινωνικό πρόβλημα που οξύνεται τα τελευταία χρόνια. Στατιστικές και δημοσιογραφικές έρευνες το φέρνουν στο φως της δημοσιότητας. Για άλλη μια φορά, η παθογένεια της καπιταλιστικής εντατικοποίησης απογυμνώνεται και εκτίθεται. Η Ινδία κάνει τη μετάβασή της από το χαμηλοτάβανο δωμάτιο των αναπτυσσόμενων χωρών, στην πολυτελή βίλα των αναδυόμενων παγκόσμιων οικονομικών δυνάμεων, αλλά στα αγροτικά χωριά της ενδοχώρας, εκεί που καλλιεργείται το περίφημο ινδικό βαμβάκι, που ποτίζεται με τα αυτοσχέδια αρδευτικά ρυάκια και μαζεύεται ακόμα με το χέρι, διατηρώντας την καθαρότητα και την αγνότητά του, οι φτωχοί αγρότες αυτοκτονούν… Τα τελευταία 20 χρόνια, έχουν καταμετρηθεί πάνω από 290.000 αυτοκτονίες αγροτών, στη συντριπτική πλειοψηφία τους μικροκαλλιεργητών. Το Κέντρο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Διεθνή Δικαιοσύνη εκτιμά ότι μόνον το 2009, 17.638 Ινδοί αγρότες έβαλαν τέλος στη ζωή τους, αριθμός που αντιστοιχεί σε μία αυτοκτονία κάθε 30 λεπτά. Από το 2015 ώς το 2014, οι αυτοκτονίες αγροτών -λόγω χρεών- σημείωσαν αύξηση κατά 41,7% και εκείνες λόγω καταστροφής της σοδειάς κατά 61%!
Το εισόδημα του 66% των χειρώνακτων εργατών στην επαρχία της Ινδίας εξαρτάται από τη γεωργική δραστηριότητα. Οι αγρότες δεν διαθέτουν ούτε τις δεξιότητες ούτε τους πόρους για να κάνουν κάτι άλλο. Πολλοί άνθρωποι πασχίζουν να τα βγάλουν πέρα καλλιεργώντας με πρωτόγονους τρόπους τα χωράφια τους κάτω από αντίξοες συνθήκες. Αν και οι παραδοσιακές μέθοδοι καλλιέργειας ήταν αποδοτικές για πολλά χρόνια, άρχισαν να δείχνουν σημάδια κόπωσης προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Η υπερβολική χρήση χημικών λιπασμάτων προκάλεσε την εξάντληση του εδάφους. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μείωση της γενετικής ποικιλίας των καλλιεργειών και τις αλλεπάλληλες περιόδους ξηρασίας, οδήγησε τις μικροκαλλιέργειες σε μηδενική απόδοση.
Έτσι, η χρήση μεταλλαγμένων σπόρων που υπόσχονται υψηλότερες αποδόσεις ήταν σχεδόν μονόδρομος. Αλλά η καλλιέργειά τους αποδείχθηκε κι αυτή πολύ δύσκολη στην πράξη και, το σημαντικότερο, πολύ δαπανηρή. Οι ειδικοί λένε πως οι μεταλλαγμένοι σπόροι δεν κάνουν για τη γεωργία της Ινδίας, που βασίζεται στις βροχές κι όχι στην άρδευση, με αποτέλεσμα οι καλλιέργειες να αποτυγχάνουν συχνότερα. Η χρήση μεταλλαγμένων και η συνεπακόλουθη εντατικοποίηση της καλλιέργειας συνεπάγεται υψηλότερο κόστος. Οι φτωχοί αγρότες καταφεύγουν στον δανεισμό, νόμιμο και παράνομο, για να τα καταφέρουν, καταλήγοντας στο τέλος με τεράστια χρέη που δεν μπορούν να ξεπληρώσουν. Το άγχος και η κατάθλιψη τους οδηγούν στην απόγνωση και την αυτοκτονία, πολλές φορές με τα μέσα εκείνα που τους υπόσχονται προσοδοφόρες σοδειές, τα φυτοφάρμακα. Οι οικογένειές τους κληρονομούν ένα δυσβάσταχτο, συχνά καταστροφικό, οικονομικό βάρος.
Ελπίδα και πραγματικότητα
Η καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων σπόρων νομιμοποιήθηκε στην Ινδία το 2002. Σήμερα, ακτιβιστές και ειδικοί θεωρούν ότι η απόφαση αυτή είναι υπεύθυνη για τα προβλήματα των μικροκαλλιεργητών και τη συρρίκνωση της γεωργίας, η οποία στηρίζει και τη σημαντική βιομηχανία βαμβακιού της χώρας. Ερευνητές όπως η Αλακανάντα Ναγκ, δημιουργός ενός ντοκιμαντέρ το 2013 για το θέμα, πιστεύει ότι η κατακόρυφη αύξηση των αυτοκτονιών στις αγροτικές περιοχές συνδέεται με την απελευθέρωση της καλλιέργειας μεταλλαγμένων. “Πριν από μερικά χρόνια η καλλιέργειά τους ήταν παράνομη στην Ινδία. Δεν ήταν ότι τότε δεν υπήρχαν αυτοκτονίες, αλλά νομίζω πως μόλις επιτράπηκαν τα μεταλλαγμένα, ο αριθμός των αυτοκτονιών σημείωσε απότομη άνοδο”, λέει η Ναγκ και ίσως δεν έχει άδικο. Ο μεγαλύτερος αριθμός αυτοκτονιών αγροτών στην Ινδία -18.241- καταγράφηκε το 2004, τρία μόλις χρόνια μετά την απελευθέρωση της καλλιέργειας γενετικά τροποποιημένων. Μια έκθεση του 2008 από το Διεθνές Ερευνητικό Ινστιτούτο Πολιτικής Τροφίμων της Ουάσιγκτον (IFPRI) διαπίστωνε πάντως ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να συνδέουν τις αυτοκτονίες αγροτών με την εισαγωγή της καλλιέργειας μεταλλαγμένων. Απέδιδε μάλιστα το όλο θέμα στην “υπερπροβολή” του από τα ΜΜΕ και τις ακτιβιστικές οργανώσεις.
Η απελευθέρωση της ινδικής οικονομίας και η μείωση των κρατικών επιδοτήσεων στη γεωργία, που ακολούθησε, προκάλεσαν αυτό που πολλοί θεωρούν «αγροτική κρίση». Το ποσοστό αυτοκτονιών είναι υψηλότερο μεταξύ των αγροτών που καλλιεργούν μικρές εκτάσεις, λιγότερο από δέκα στρέμματα, και προσπαθούν να ζήσουν από σοδειές βαμβακιού, ζαχαροκάλαμου, καφέ, σόγιας κ.λπ., δηλαδή προϊόντων που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στις διακυμάνσεις των τιμών στις διεθνείς αγορές εμπορευμάτων.
Οι γενετικά τροποποιημένοι σπόροι είναι πολύ ακριβότεροι από τους παραδοσιακούς. Η υψηλότερη αποδοτικότητά τους υποτίθεται ότι αντισταθμίζει αυτό το κόστος, αλλά αρκετοί διαπιστώνουν πως τα βαμβάκια στα χωράφια τους δεν αναπτύσσονται όπως είχαν δει στη διαφήμιση ή όπως τους είχαν υποσχεθεί. Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι οι γενετικά τροποποιημένοι σπόροι είναι προϊόντα κατοχυρωμένα με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, οπότε δεν επιτρέπεται η συλλογή και η αποθήκευσή τους ώστε να ξαναφυτευτούν την επόμενη περίοδο, όπως γίνεται με τους κανονικούς σπόρους. Για πολλούς μικροκαλλιεργητές, η καλλιέργεια τροποποιημένων πάει «πακέτο» με δάνειο, το οποίο θα προσφέρει το αναγκαίο κεφάλαιο κίνησης, συχνά με υπερβολικό κόστος, ώστε να εξασφαλιστούν τα “εχέγγυα” μιας καλής σοδειάς: άρδευση, λιπάσματα, φυτοφάρμακα.
Τα δάνεια, οι τοκογλύφοι και η απόγνωση των αγροτών
Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις που δρομολογήθηκαν στην Ινδία από το 2000 κι έπειτα πρόσφεραν στους αγρότες πρόσβαση σε πολλά υποσχόμενες, πλην δαπανηρές, βιοτεχνολογίες. Δεν οδήγησαν όμως σε δραστική αναμόρφωση της γεωργίας, στην ασφάλιση των καλλιεργειών ή σε περισσότερα και φθηνότερα τραπεζικά δάνεια, ούτε σε υποδομές όπως η άρδευση της γης.
Ακόμα χειρότερα, άνοιξαν την πόρτα στον παγκόσμιο ανταγωνισμό κι έφεραν τους φτωχούς αγρότες αντιμέτωπους με μια κατάσταση που δεν μπορούσαν να διαχειριστούν. Για να αντεπεξέλθουν στην αρένα της εντατικοποίησης, πολλοί στράφηκαν σε σπόρους, λιπάσματα και φυτοφάρμακα υψηλού κόστους, ελπίζοντας σε μεγαλύτερες αποδόσεις. Οι τροποποιημένοι σπόροι κοστίζουν σχεδόν το διπλάσιο από τους απλούς, κάτι που απαιτεί μεγαλύτερο δανεισμό. Η οικονομική υποστήριξη της κυβέρνησης προς τους μικρούς αγρότες είναι ελάχιστη. Πολλοί μικροκαλλιεργητές δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για τραπεζική πίστωση κι έτσι αναγκάζονται να στραφούν στους τοκογλύφους, που τούς ζητούν επιτόκιο έως και 20% για ένα δάνειο τεσσάρων μηνών. Ως εγγύηση, τους παραχωρούν συχνά τους τίτλους ιδιοκτησίας της γης τους.
Και δεν είναι μόνον οι τοκογλύφοι. Σύμφωνα με τα στοιχεία της κυβέρνησης, το 80% των αγροτών που αυτοκτόνησαν το 2015 λόγω πτώχευσης ή υπερβολικών χρεών είχαν πάρει δάνειο από τράπεζα ή από νόμιμη επιχείρηση μικροδανεισμού – χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ιδιαίτερα δημοφιλής στις φτωχές ασιατικές χώρες. Από τους περισσότερους από 3.000 αγρότες που κατέφυγαν στην απονενοημένη πράξη λόγω οικονομικών προβλημάτων, οι 2.474 είχαν δανειστεί από τράπεζες ή μικροδανειστήρια. Όσοι γνωρίζουν την κατάσταση, λένε ότι πολλές φορές οι τοκογλύφοι είναι προτιμότεροι από τον νόμιμο δανεισμό. Οι τράπεζες και γενικότερα οι επίσημοι φορείς χορήγησης πιστώσεων είναι πολύ λιγότερο ελαστικοί στις απαιτήσεις τους. Όπως εξηγεί ο Αμπχιτζίντ Σεν, πρώην μέλος της πάλαι ποτέ Επιτροπής Σχεδιασμού της κυβέρνησης του Νέου Δελχί, οι μικροδανειστές είναι οι χειρότεροι, απειλώντας τους αγρότες που καλλιεργούν συνεταιριστικά ότι θα τους κόψουν την πίστωση αν κάποιος από τον συνεταιρισμό δεν πληρώσει εγκαίρως τα χρέη του. Πολλές φορές μάλιστα στέλνουν μπράβους στα χωριά για να τρομάξουν όσους χρωστούν.
Η Ινδία έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανθρώπων στον κόσμο που πάσχουν από κατάθλιψη. Λόγω της γενικότερης έλλειψης υποδομών Υγείας στις αγροτικές περιοχές και ιδιαίτερα ψυχιατρικών υποδομών, πολλές περιπτώσεις δεν διαγνώσκονται και δεν αντιμετωπίζονται θεραπευτικά, με αποτέλεσμα οι πάσχοντες να βλέπουν την αυτοκτονία ως τη μοναδική λύση…
Νίκος Κυριακίδης
Πηγή: Η Αυγή