Τι είναι εκείνο που καθορίζει το πολιτικό ημερολόγιο -την ατζέντα- ενός κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς; Το στοιχείο της επικαιρότητας, η σύνδεση συγκυρίας και προγραμματικών κατευθύνσεων ασφαλώς κατέχει προεξέχουσα θέση στη διαμόρφωση του πολιτικού λόγου και της πρακτικής που τον υλοποιεί. Αλλά το στοιχείο αυτό δεν φτάνει. Χρειάζεται συμπλήρωση, που θα υπερβαίνει τον ορίζοντα της καθημερινότητας, χωρίς να αναιρεί την ιεράρχηση και τις προτεραιότητες των στόχων που αναφέρονται στο «εδώ και τώρα».
Η «θεωρία των σταδίων» αποτελεί παρελθόν. Η πάλη για την απαλλαγή από τα μνημόνια και την επιτροπεία των «θεσμών» είναι οργανικό τμήμα μιας ενιαίας διαδικασίας, που εκδιπλώνεται από την εγγύτητα του σήμερα ως τον απώτερο σκοπό του ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Αλλά οι στόχοι της πάλης εγγράφονται συνήθως, με την προσπάθεια της αποτελεσματικότερης διεξαγωγής της, μέσα στο πεδίο της επιστροφής στη συστημική «κανονικότητα», που διατάραξε – ανάτρεψε σε ορισμένο βαθμό ο νεοφιλελευθερισμός. Παράδειγμα, ο καίριας σημασίας αγώνας για την αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων.
Ανακύπτει το ερώτημα: Θα αποτελούσε ανεπίτρεπτο (καθ’ ο αδιέξοδο) «αριστερισμό» η διεύρυνση του πεδίου αυτού με την εισαγωγή του καινοτόμου (πλην παλαιού…) αιτήματος της μείωσης των ωρών εργασίας ως πρόσθετης διεκδίκησης στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη μιας συλλογικής σύμβασης;
Άλλο παράδειγμα: Με τον τερματισμό της αξιολόγησης, κυρίαρχος στόχος της κυβέρνησης γίνεται η αλλαγή του οικονομικού κλίματος. Στο στόχο αυτό προσδόθηκε ο ατυχής όρος «ανάπτυξη», που υποδηλώνει κατ’ εξοχήν την αναπαραγωγή του συστήματος. Ο όρος βάλλεται και μέσα στο συστημικό πλαίσιο: Η οικονομική μεγέθυνση που συνήθως υπονοείται, διαστέλλεται από την οικονομική ανάπτυξη, που αποτελεί διαφορετικό μέγεθος, με περισσότερες, διαφορετικές παραμέτρους. Αλλά θα έπρεπε να αποφευχθεί εδώ η σύγχυση ανάμεσα στη θεμιτή ρητορική του πολιτικού λόγου και την αυστηρή επιστημονική ανάλυση στην οποία αυτός οφείλει να στηρίζεται. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι το εξής: Όντως η αλλαγή του οικονομικού κλίματος -η επανεκκίνηση της οικονομίας- σημαίνει καπιταλιστική «ανάπτυξη», με τη συμβατική, γενικότερη σημασία του όρου. Δεν είναι, όμως, δυνατό να διευρυνθεί το περιεχόμενο του στόχου, με την εγγραφή σ΄ αυτόν καινοτόμων στοιχείων, που υπερβαίνουν -ή τείνουν να υπερβούν- τα συστημικά όρια; Ένα παρόμοιο καινοτόμο στοιχείο θα μπορούσε να είναι η σύνδεση της «ανάπτυξης» με την εφαρμογή του μέτρου του εγγυημένου κοινωνικού εισοδήματος, που θα επέτρεπε την ελεύθερη επιλογή της επαγγελματικής ενασχόλησης, χωρίς βιοποριστικούς καταναγκασμούς. Φυσικά ο σχετικός προβληματισμός αναφέρεται στην αριστερή εκδοχή του μέτρου, γιατί υπάρχει και «συμπληρωματική» μορφή του ως ελαχιστοποιημένου «επιδόματος», που η χορήγησή του εντάσσεται στη λογική της συμπίεσης, της υποτίμησης του μισθού. Η επίκληση των συνθηκών της κρίσης δεν αρκεί για να στηρίξει έναν αντίλογο σ’ αυτόν τον προβληματισμό. Ασχέτως συγκυρίας, επιδιώκεται ο εμπλουτισμός της στοχοθεσίας του εργατικού κινήματος (και του αντίστοιχου έργου μιας κυβέρνησης φιλικής προς αυτό) με καινοτόμα στοιχεία από το αξιακό φορτίο που πρέπει να κομίζει η πολιτική της Αριστεράς.
Γεφύρωση του χάσματος
Το διαχειριστικό έργο, που θα επιτελέσει μια κυβέρνηση με αριστερό πρόσημο, δεν αποτελεί γι’ αυτήν ψόγο. Η διαχείριση της καπιταλιστικής οικονομίας και η επικέντρωση στις προσπάθειες για την έξοδο της χώρας από την κρίση, που θα διαπνέεται από ταξική μεροληψία και θα δημιουργεί μια κατάλληλη δυναμική, θα τείνει στον κοινωνικό μετασχηματισμό, ακόμη και αν ο τελευταίος δεν βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Με τον εμπλουτισμό του έργου της με στοιχεία του αξιακού φορτίου της Αριστεράς, που συγκροτούν την ειδοποιό διαφορά από την απλή διαχείριση, η κυβέρνηση θα γεφυρώνει το χάσμα των «σταδίων» και θα ενοποιεί τη διαδικασία ενός εν σπέρματι βαθιού κοινωνικού μετασχηματισμού. Η σπορά προηγείται από τη βλάστηση, με την οποία συνδέεται με οργανικούς δεσμούς.
Το ζητούμενο «αριστερό αποτύπωμα» θα εγχαράσσεται στον κοινωνικό κορμό από την κυβέρνηση με τις ποιοτικά αξιακές πτυχές του έργου της, που θα προοικονομούν το μέλλον, ενώ θα βασίζονται σταθερά στην κατεργασία του παρόντος. Στο πλαίσιο αυτό η προετοιμασία και η προώθηση ενός μέτρου, όπως η μείωση των ωρών εργασίας, θα σχημάτιζε δέσμη δομικών αλλαγών, πλατιού χρονικού φάσματος, όπου πραγματοποιείται συμπαρουσία στοιχείων του ώριμου παρόντος και του επωαζόμενου μέλλοντος. Ο χαρακτήρας των εργασιακών σχέσεων θα μεταβάλλεται έτσι ριζικά.
Το ζητούμενο «αριστερό αποτύπωμα» θα επιτυγχάνεται με την προέκταση του κυβερνητικού έργου στον ορίζοντα του προτάγματος του κοινωνικού μετασχηματισμού. Η προέκταση δεν αναιρεί την προτεραιότητα άμεσων στόχων, όπως η ανακούφιση των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, και στο θεσμικό πεδίο, η ανάκτηση της άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων, που έχουν αφαιρεθεί από τους «θεσμούς». Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ενός τμήματος του λαού, που έχει κλονισθεί επικίνδυνα, εξαιτίας της διάψευσης των υπερβολικών προσδοκιών που καλλιεργήθηκαν, αποτελεί υψηλής προτεραιότητας στόχο. Είναι αναγκαία η στροφή προς το πρόταγμα του κοινωνικού μετασχηματισμού, στροφή στον πολιτικό λόγο και στην πολιτική πρακτική που θα την αναπροσανατολίζει, χωρίς να «βιάζει», ενώ θα συμβάλει στην επάνοδο των απογοητευμένων στην κοίτη του μεγάλου ρεύματος της Αριστεράς, από την οποία τείνουν να απομακρυνθούν. Παράλληλα, μια παρόμοια στροφή θα δημιουργήσει εναύσματα και κίνητρα για την αναζωογόνηση των μαζικών κινημάτων, που έχουν περιέλθει σε αδράνεια.
Η υπόθεση της ανάδειξης του αριστερού προσήμου, η υπόθεση της συνέπειας ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις της Αριστεράς, εξυπηρετείται από την προσθήκη και την προβολή στο πρόγραμμα των άμεσων διεκδικήσεων, αιτημάτων και στόχων πέρα από τη συστημική καθημερινότητα. Αυτά θα προκαλέσουν έντονες ζυμώσεις, αλλά και θα αποτελέσουν αρχή εκτέλεσης, με την πιλοτική εφαρμογή τους όπου αυτή είναι εφικτή. Δεν μπορούμε απλώς «να εξαγοράζωμεν τον καιρόν», κατά την ευαγγελική ρήση. Παράλληλα, η συνέπεια προς το αριστερό πρόσημο απαιτεί εγρήγορση και συγκρουσιακή ετοιμότητα απέναντι στα κέντρα ισχύος του αντιπάλου, που προσβλέπουν στην «αριστερή παρένθεση». «Φωλεές» του αντιπάλου, που έχουν ριζώσει σ’ ένα «βαθύ κράτος», απαιτούν την κατάλληλη αντιμετώπιση για την εκρίζωσή τους. Ανάμεσά τους προέχουσα θέση στο «βαθύ κράτος» έχουν, στην παρούσα φάση «φωλεές» ορισμένων δικαστικών λειτουργών.
Τάσος Τρίκκας
Πηγή: Η Εποχή