Από την Αβασίλευτο στη Μοναρχία και τη Δικτατορία της 4ης Αυγούστου
Οι επέτειοι, παρά τον τελετουργικό τους χαρακτήρα, καμιά φορά βοηθούν να σκεφτόμαστε ξεχασμένες ή παραμελημένες Ιστορίες. Τούτες τις μέρες συμπληρώνονται 50 χρόνια από το πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου. Πενήντα χρόνια οδυνηρά, όπου ήρθε το πάνω κάτω. Και όμως για λίγα σημεία αυτής της ιστορικής διαδρομής έχουμε συνεννοηθεί. Συνήθως αρκούμαστε σε περιγραφές και αναθέματα. Κι όμως μια κάποια έρευνα για την πρόσφατη ιστορία άρχισε να γίνεται τα τελευταία χρόνια που προσπαθεί να αποφύγει τον περιγραφισμό και τα αναθέματα. Το κείμενο που ακολουθεί δεν είναι παρά μια μικρή συμβολή. Στόχος του να επισημάνει τα βασικά σημεία μιας διαδικασίας που έφθειρε την Αβασίλευτο, οδήγησε στη Μοναρχία και από κει στη στρατιωτικο-μοναρχική δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Η φθορά του βενιζελισμού
Η παλινόρθωση κερδίζει έδαφος στο βαθμό που η βενιζελική παράταξη χάνει το κύρος και τη δύναμή της, στο βαθμό που αποδυναμώνεται εκλογικά και ηττάται στρατιωτικά στο Κίνημα του ’35. Πού οφείλεται αυτή η ήττα της θριαμβεύτριας στις έκλογές του 1928 βενιζελικής παράταξης; Κυρίως σε δύο λόγους:
Ο πρώτος συνίσταται στη μαζική μετατόπιση προσφύγων προς το Λαϊκό Κόμμα, γιατί δεν έστεργαν στην πολιτική εξυπηρέτησης του βιομηχανικού κεφαλαίου, γιατί ήταν αβίωτη η ζωή της παράγκας που ζούσαν και η παραμυθία του Σωτήρα, ή του Μαύρου Καβαλάρη, έπαψε να αντισταθμίζει την αθλιότητα της ζωής τους. Αυτή η αναστάτωση και η ρευστοποίηση της βενιζελικής παράταξης θα δώσει την ευχέρεια σε πολλά δυναμικά στοιχεία του βενιζελισμού να μεταπηδήσουν στο αντίπαλο στρατόπεδο, ενώ ταυτόχρονα θα επιτρέψει στην αριστερά του να συγκροτηθεί με περισσότερη σαφήνεια. Είναι ακριβώς η εποχή που αναδύεται το Αγροτικό Κόμμα του Σοφιανόπουλου στο οποίο έχουν ενταχθεΐ οι σοσιαλίζοντες αγροτιστές Γαβριηλίδης, Τανούλας, Βογιατζής, η εποχή που αυτονομείται σχετικά ο Παπαναστασίου, που αποκτούν ιδιαίτερο βάρος μερικές προσωπικότητες ριζοσπαστικές όπως ο Καφαντάρης η ο Γ. Παπανδρέου. Κυρίως όμως ο κίνδυνος της επελαύνουσας παλινόρθωσης δημιουργεί δυναμικούς πυρήνες δημοκρατικών μέσα στο Στρατό, που όμως μετά την ήττα τους στο κίνημα του ’35 και την τελική προσέγγιση Βενιζέλου- Βασιλιά, μένουν ακάλυπτοι από πολιτική άποψη, γεγονός του οποίου η σημασία θα φανεί αργότερα, με τη μαζική προσχώρηση δημοκρατικών Αξιωματικών στις γραμμές του ΕΛΑΣ.
Η βενιζελική παράταξη λοιπόν χάνει την ομοιογένειά της. Χάνει επίσης, μετά από ένα ορισμένο σημείο, την υποστήριξη ακόμη και της βιομηχανικής αστικής τάξης (π.χ. ο Μποδοσάκης κι ο Μιχαλακόπουλος αποδοκίμασαν το κίνημα του ’35), της οποίας η κοινωνική ουσία ήταν η βιομηχανική ανάπτυξη στο πλαίσιο ενός ευνομούμενου, σύγχρονου αστικού κράτους — ολοκληρωμένου Έθνους. Δηλαδή η καπιταλιστική ανάπτυξη βλήθηκε από δυο μεριές: και από μερίδες της αστικής τάξης που φτιάχνονται ακριβώς στο έδαφος της εμπορευματοποίησης του αγροτικού προϊόντος, της οικειοποίησης της γαιοπροσόδου και όχι στη βάση του βιομηχανικού παραγωγικού κυκλώματος. Αλλά αντέδρασαν επίσης στην ταχύρρυθμη εκβιομηχάνιση οι χωριάτικες και μικροαστικές μάζες, ιδίως της παλαιάς Ελλάδας.
Εξάλλου οι κοινωνικές καταβολές του αντιβενιζελισμού είναι ισχυρότατες σε όλο το προηγούμενο διάστημα. Βλέπουμε για παράδειγμα ότι οι μικροαστικές-αγροτικές μάζες ρίχνουν τον Βενιζέλο το 1920 κι αρνούνται να ακολουθήσουν το μεγαλοϊδεάτικο όνειρο στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας· μετά την πτώση της δικτατορίας του Παγκάλου μοιράζονται μεταξύ λαϊκών και βενιζελικών, μετά το 1932 η πλάστιγγα γέρνει υπέρ των Λαϊκών, τέλος δεν ακολουθούν τούς Φιλελεύθερους στο Κίνημα του ’35. Γι’ αυτό άλλωστε και η πολιτική ιδεολογία των αντιβενιζελικών, και ιδιαίτερα των Λαϊκών, είχε πάντοτε μιαν αντιπλουτοκρατική – αντικαπιταλιστική χροιά, πάντοτε προσπαθούσαν να φανούν λαϊκοί, δηλαδή αντίθετοι με το μεγάλο βιομηχανικό κεφάλαιο. Οι Λαϊκοί, μέσα στον απέραντο συντηρητισμό τους και την παραδοσιολατρία, εξέφραζαν και διερμήνευσαν την ενδιάθετη συντηρητικότητα του μικροαστισμού, ενίοτε την εξεγερμένη του συνείδηση εμπρός στην εικονοκλασία του βιομηχανικού κεφαλαίου, εξέφραζαν δηλαδή την υπεράσπιση των κεκτημένων στο έδαφος της απλής εμπορευματικής παραγωγής, της μικροϊδιοκτησίας και της απολαβής προνομίων από τον κρατικό μηχανισμό. Στις εποχές της οικονομικής κρίσης και της οικονομικής χρεωκοπίας του 1932 οι ιστορικοί αυτοί παράγοντες ενεργοποιήθηκαν στο έπακρο, πολύ περισσότερο που τώρα πιά ακόμη και τμήματα της αστικής τάξης, που παραδοσιακά συνοδοιπορούσαν με τον βενιζελισμό, τάχθηκαν με το μέρος της βασιλείας.
Εδώ όμως θα συναντήσουμε τον παράγοντα αγγλικός ιμπεριαλισμός, που αναζητούσε αυξημένες πολιτικές εγγυήσεις για τα ελληνικά χρέη (1551 εκ. χρ. δρχ.: 947 το κράτος, 604 ιδιώτες. Τα δε ομολογιακά από το 1923 ώς το ’40 ήταν 40.000.000 λίρες η 90 εκ. χρυσά φράγκα. Κύρια πιστώτρια η Αγγλία με 67%). Η Αγγλία ήταν σαφέστατα υπέρ της επαναφοράς του βασιλιά. Το Στέμμα ήταν ο μόνος ασφαλής επιδιαιτητής της πολιτικής ζωής, σίγουρος υπερασπιστής των αγγλικών συμφερόντων, οικονομικών και στρατηγικών, τη στιγμή μάλιστα που στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια παρατηρείται μια αυξανόμενη γερμανική διείσδυση, ιδιαίτερα στο εξωτερικό εμπόριο. Πράγματι, μετά το 1933 οι γερμανικές εξαγωγές τείνουν να υπερκαλύψουν τις αγγλογαλλικές. Τα συναρτημένα λοιπόν με το ξένο κεφάλαιο, και δη το αγγλικό, αστικά συμφέροντα τώρα πλέον δεν έχουν κανένα λόγο να συνεχίσουν τη στήριξη μιας πολλαπλά χαμένης παράταξης.
Η ισχυροποίηση της βασιλικής παράταξης
Οι κοινωνικές και οι πολιτικές ήττες της βενιζελικής παράταξης φαινομενικά ισχυροποιούν το Λαϊκό κόμμα. Γιατί και η αντιβενιζελική παράταξη σπαράσσεται από ποικίλες διενέξεις και αντιφάσεις. Οι Λαϊκοί του Τσαλδάρη, οι αρριβίστες του Κονδύλη, οι γερμανόφιλοι του Μεταξα, οι φασίστες του Γκοτζαμάνη, οι ακραιφνεΐς βασιλόφρονες των Ράλλη-Θεοτόκη, οι επανενταχθέντες απότακτοι του ’23, ο στρατιωτικός σύνδεσμος του Παπάγου, παλιά τζάκια και καινούριοι εμπορομεσίτες, γερμανόφιλοι και αγγλόφιλοι, αμφότεροι όμως βασιλόφρονες, αποτελούν ένα ανομοιογενές μάζεμα, στο οποίο το αρνητικό μοτίβο αντιβενιζελισμός δεν παρέχει καμιά ουσιαστική συνοχή. Η εκλογική υπεροχή του Λαϊκού Κόμματος δεν αντιστοιχεί σε πραγματική ηγεμονία μέσα στον αντιβενιζελικό συνασπισμό, πολύ περισσότερο που η μεγαλύτερη αριθμητική του δύναμη προέρχεται από δυσαρεστημένα λαϊκά στρώματα, κυρίως αγρότες και πρόσφυγες. Γι’ αυτό και η παράταξη αυτή καθώς οδεύει προς την εξουσία και την κατακτά, ξέρει πως είναι αδύνατο να διατηρήσει τη συνοχή της χωρίς το δικό της Σωτήρα. Ο μύθος, λοιπόν, του Βασιλιά-Σωτήρα αποβαίνει εξίσου αναγκαίος όσο για το αντίπαλο στρατόπεδο ο μύθος του Βενιζέλου Σωτήρα.
Και για να συνοψίσουμε: τόσο στην περίπτωση του βενιζελικού στρατοπέδου όσο και στην περίπτωση τού αντιβενιζελικού δεν υπάρχει ηγεμονική, πολιτικά και ιδεολογικά, δύναμη. Η μετάβαση λοιπόν από τη δημοκρατία στη Βασιλεία κι από τη Βασιλευομένη Δημοκρατία στην Δικτατορία της 4ης Αυγούστου χαρακτηρίζεται από μια πολλαπλή ρήξη του δεσμού εκπροσώπησης. Οι αστικές πολιτικές δυνάμεις τόσο της μιας όσο και της άλλης παράταξης, παρόλο που οι μεν νικούν και οι δε ηττώνται, δεν φαίνονται ικανές να επιβάλουν με τα δικά τους μέσα πολιτικής οργάνωσης και ιδεολογίας την ηγεμονία τους.
Φιλομοναρχισμός, επίκοινο σημείο της γερμανοφιλίας και αγγλοφιλίας
Αν δεν υπάρχει ηγεμονία, υπάρχει ωστόσο ένα επίκοινο στοιχείο: ο φιλομοναρχισμός, είτε γερμανόφιλης είτε αγγλόφιλης απόχρωσης. Το στοιχείο όμως αυτό, στη διάρκεια των σκληρών πολιτικών αγώνων που έφτασαν ώς τον εμφύλιο πόλεμο, επέβαλε τελικά μια σειρά κρίσιμες επιλογές.
Ο σκληρός πυρήνας των Φιλελευθέρων (Βενιζέλος, Μιχαλακόπουλος, Σοφούλης, οι τραπεζίτες Τσουδερός, Δροσόπουλος, Κορυζής, Διομήδης) υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τον αβέβαιο άλλωστε αντιμοναρχισμό τους και να θάψουν την Αβασίλευτο. Η εκπροσώπηση των ελληνικών τραπεζικών, εφοπλιστικών, χρηματιστικών και βιομηχανικών συμφερόντων συνέπλεε πια με την αγγλική πολιτική για την Ελλάδα. Ο κύριος ιδεολογικός και πολιτικός ηγέτης της παράταξης αυτής, ο Βενιζέλος, ενώ μετά το Κίνημα του ’35 φοβάται το αίμα του αδικοσκοτωμένου εκδικητικά στρατηγού Παπούλα και του επίλαρχου Βολάνη, εμπρός στον κίνδυνο να αποβληθεί το κόμμα από τις τάξεις που το στήριζαν δεν θα διστάσει στις 9 Μαρτίου 1936 να γράψει: «Από μέσα από την καρδιά μου αναφωνώ Ζήτω ο Βασιλεύς». οι άλλοι ακολούθησαν ο ένας μετά τον άλλο· το δίδυμο Β-Β, που έλεγε τότε ο κόσμος.
Διαφοροποιούνται και παίρνουν σχετική απόσταση οι αριστερές τάσεις του βενιζελισμού η οι βενιζελογενείς, όπως ο Παπαναστασίου, οι Αγροτικοί, ο Σοφιανόπουλος, όπως και πολλοί αξιωματικοί, απότακτοι και μη. Δημιουργείται έτσι το αντικειμενικό έδαφος για μια λαϊκή συμμαχία με τούς κομμουνιστές και τις μικρές σοσιαλιστικές δυνάμεις. Αλλά εδώ θα δράσει διαλυτικά η γραμμή του σοσιαλφασισμού, αγροτοφασισμού, βενιζελοφασισμού που διέπει την πολιτική του ΚΚΕ, ως άργά, ως το χειμώνα του 1936: η αλλαγή στη γραμμή, μετά το 7ο συνέδριο της Γ’ Διεθνούς, θα έλθει αφού ο «φασισμός», δηλαδή η μοναρχία, θα έχει πιά περάσει. Μίνι επανάληψη δηλαδή του δράματος της Γερμανίας.
Η δικτατορία μόνη λύση. Όχι όμως ο «φασισμός»
Η διαδικασία της παλινόρθωσης και, μετά το χειμώνα του 1936, το ίδιο το Παλάτι προωθούν στο στρατό και τη διοίκηση μοναρχικούς του αγγλόφιλου και του γερμανόφιλου κλάν. Το Στέμμα δεν θα διστάσει να συμμαχήσει με καθαρά γερμανόφιλα στοιχεία, όπως οι Ράλλης, Μεταξάς, Γκοτζαμάνης, Θεοτόκης, γιατί η παλινόρθωση και η ισχυροποίηση της εξουσίας της χρειαζόταν το μαχητικό σώμα των Αξιωματικών και των άλλων δυναμικών στοιχείων, χωρίς τη δράση των οποίων δεν θα ήταν δυνατή ούτε η συντριβή του Κινήματος του ’35 ούτε η Κοσμογονία του Κονδύλη ούτε το καλπονοθευτικό δημοψήφισμα. Αφού ο κοινοβουλευτισμός και οι νόμιμες πολιτικές δυνάμεις της Αβασιλεύτου δεν μπορούσαν να λύσουν το πρόβλημα της εξουσίας, αφού η σύγκρουση των Αστικών μερίδων είχε πάρει δυναμικό κι ένοπλο χαρακτήρα, οι Αξιωματικοί και τα δυναμικά στοιχεία του Μεταξά έγιναν η αιχμή αυτής της πολιτικής πάλης. Δεν υπήρξε όμως εκφασισμός του μικροαστικού και Αγροτικού στοιχείου. Δεν υπήρξε κόμμα φασιστικό με σημαντική επιρροή, οι δε φασιστοειδείς οργανώσεις ΕΕΕ, Τρίαινα, Σιδηρά Ευρώπη ήταν εντελώς επεισοδιακές παρόλο που ιδεολογικά φασιστικά θραύσματα συναντάμε παντού. Η Ελλάδα της δεκαετίας του ’30 δικτατορεύετάι, δικτατοροκρατείται αλλά δεν φασιστικοποιείται.
Το τμήμα όμως των γερμανόφιλων που έδρασε και ένοπλα, για την επιστροφή του βασιλιά, ακριβώς χάρη στον αγώνα του είχε προωθήσει πολύ σημαντικά τις θέσεις του μέσα στους μηχανισμούς της εξουσίας και, φυσικά, δεν ήταν διατεθειμένο να εγκαταλείψει την εξουσία επειδή η εκλογική του δύναμη ήταν μηδαμινή. Για παράδειγμα στις εκλογές του 1936 ο Μεταξάς και το κόμμα του των Ελευθεροφρόνων κερδίζουν μόνο 7 έδρες. Η κοινωνική μειονεξία του τμήματος αυτού, ο πραξικοπηματικός τρόπος ανάδειξής του στο πολιτικό προσκήνιο και η φασιστοειδής του ιδεολογία το ωθούσαν και το υποχρέωναν σε δικτατορικές λύσεις. Η νομή της εξουσίας ήταν συνυφασμένη με το κράτος Εκτάκτου Ανάγκης και τη δικτατορική λύση.
Αλλά και για τον Γεώργιο η αλληλοεξουδετέρωση της βενιζελικής και της αντιβενιζελικής παράταξης (στις εκλογές τον Ιανουάριο του 1936 είχαν περίπου μοιραστεί τα ποσοστά) σε συνδυασμό με την τεράστια λαϊκή κινητοποίηση της Θεσσαλονίκης τον Μάη του ’36 ήταν σοβαρές προειδοποιήσεις. «Ισορροπούν μ’ έναν αμοιβαίο και καταστροφικό τρόπο, δηλαδή μ’έναν τέτοιο τρόπο που η συνέχιση του ανταγωνισμού μόνο με την αμοιβαία καταστροφή τους μπορεί να έχει κάποιο αποτέλεσμα», έλεγε ο Γκράμσι για ανάλογες περιπτώσεις. Ο κοινοβουλευτισμός, έστω και βασιλευόμενος, δεν παρείχε εγγυήσεις για τη σταθερότητα της εξουσίας. Η παλινόρθωση δεν γιάτρεψε την πολιτική κρίση, την όξυνε περισσότερο, έφθειρε και πολυδιέσπασε τις αστικές δυνάμεις. Οι εξωκοινοβουλευτικές κυβερνήσεις Δεμερτζή κι ύστερα Μεταξά τόνιζαν ακριβώς το αδιέξοδο και ότι στην εξουσία ήταν ήδη εγκατεστημένες εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις. Επίσης συμπτωματικά φεύγουν με φυσικό θάνατο μερικοί βασικοί αστοί ηγέτες: Βενιζέλος, Τσαλδάρης, Ζαΐμης, Κουντουριώτης, Δεμερτζής, Κονδύλης.
Έτσι για τούς Αγγλόφιλους με επικεφαλής τον Γεώργιο και τούς γερμανόφιλους με επικεφαλής τον Μεταξά υπάρχει μία μόνο λύση σαν απάντηση στην πολιτική κρίση: η δικτατορία. Η μοναρχία σε αυτή τη φάση συνταιριάζεται και ταυτίζεται με τη δικτατορία που την κουβαλά κάτω από τούς θυρεούς της. Ο Μεταξάς, με τούς παλιούς του αγώνες εναντίον της Δημοκρατίας, και με τούς δεσμούς του με τον κωνσταντινισμό ήταν ο ιστορικός αρχηγός της δικτατορίας.
Όσο για τον αστισμό της Ανορθώσεως του 1909 και των τζακιών του 19ου αιώνα, υποκλίθηκαν μπροστά στον μονυελοφόρο Άνακτα. Ως εκεί έφτανε ο δυναμισμός τους.
Και για να κλείσω ετούτη την, αναγκαστικά σχηματική, έκθεση για τα δρώμενα της Ελλάδας του μεσοπολέμου:
Επειδή η διαμάχη φιλελεύθερων και βασιλικών αντιβενιζελικών σχετιζόταν με τις στρατηγικές έπιλογές των βασικών μερίδων της αστικής τάξης, επειδή η διάσταση αυτή έπαιρνε ταξικό χαρακτήρα λόγω του κοινωνικού βάρους των μικροαστικών κι αγροτικών στρωμάτων που ακολουθούσαν τα δυο βασικά αστικά κόμματα, επειδή, τέλος, μέσα σ’ αυτόν τον ανταγωνισμό εσωτερικεύονταν οι επιρροές και τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, η αντίθεση ήταν «ιστορικά αγιάτρευτη». Απλώς στομώθηκε με τη δικτατορία του Μεταξά, ώσπου ο πόλεμος υποχρέωσε την πολιτική να συνεχισθεί με άλλα μέσα. Αυτή τη φορά όμως από άλλες δυνάμεις και με άλλους στόχους.
Σχεδίασμα επιλόγου σε μια εποχή· και προλόγου σε μια άλλη
Το σχήμα της ιστορικής κίνησης από τη Δημοκρατία στη Δικτατορία μάς φέρνει στην καρδιά της ιστορικής συνέχειάς του.
Όταν η δικτατορία του Μεταξά, αυτή η ιδιότυπη συμμαχία αγγλόφιλων και γερμανόφιλων πολιτικών δυνάμεων, κατέρρευσε με την είσοδο το 1941 των Γερμανών στην Ελλάδα, φάνηκε πόσο ήταν μετέωρη, αβέβαιη και ετοιμόρροπη από πολιτική και ιδεολογική άποψη. Διασπάστηκε μέσα σε 24 ώρες. Οι γερμανόφιλες δυνάμεις με τον Τσολάκογλου, αργότερα τον Λογοθετόπουλο και τον Ράλλη, στενά δεμένοι στην γερμανοφιλία έγιναν οι Έλληνες Κουίσλιγκ που ανέμεναν τη νίκη του Άξονα για να εδραιώσουν τη δοτή τους εξουσία. Οι αγγλόφιλες δυνάμεις πάλι με το βασιλιά στο Λονδίνο κι ύστερα στο Κάιρο ανέμεναν κι αυτές τη νίκη των Άγγλων για να αποκατασταθούν στην εξουσία. Και για τη μια και για την άλλη μεριά δεν υπήρχε λαός να κυβερνήσουν, γιατί και οι λαϊκές μάζες, μπροστά στο μέγεθος της αστικής χρεοκοπίας, αποδεσμεύτηκαν από το μοναρχισμό τους και τον βενιζελισμό. Η ρήξη ήταν πλήρης και το πολιτικό κενό μεγάλωνε μέρα τη μέρα. Αυτό ακριβώς αποτέλεσε την ευνοϊκή συνθήκη για την ανάδειξη ενός νέου ιστορικού πρωταγωνιστή, του ΚΚΕ- ΕΑΜ, του όποιου η δράση αντιστοιχούσε στίς λαϊκές προσδοκίες. Γι’ αυτό δεν ήταν παράξενο ότι μετά το 1943 βασιλόφιλοι και φιλελεύθεροι, μεταξικοί και δημοκράτες, μόνιασαν μπροστά στην κοινή ανάγκη: να συντρίψουν το εαμικό κίνημα. Και για να το καταφέρουν τούς χρειάστηκαν 6 χρόνια θερμός πόλεμος και τουλάχιστον μια εικοσαετία λευκής τρομοκρατίας.
Άγγελος Έλεφάντης
Η επιλογή των εικόνων έχει γίνει από τον Νίκο Σαραντάκο