Οι Μπογδάνοι και οι Τζήμεροι είναι η εκτροπή μια αντίληψης που έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια. Αυτή η αντίληψη λέει πως ο αντίπαλος δεν αξίζει κανενός σεβασμού, δεν έχει ποτέ δίκιο και πρέπει να με κάθε τρόπο να εξανδραποδιστεί και κανιβαλιστεί. Κι όσον αφορά τον (πρώην πλέον) υπάλληλο του ΣΚΑΙ που πληρωνόταν γι’ αυτή του τη δουλειά, βασιζόμενος στο ρητό «καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή», αιτιολογεί έτσι στον εαυτό του και στους άλλους τις βρωμιές του.
Ο έτερος όμως τυγχάνει πρόεδρος κόμματος και περιφερειακός σύμβουλος στη μεγαλύτερη περιφέρεια της χώρας. Σε έναν βαθμό είναι κατανοητή η προσπάθεια του να βγει από την εξαιρετικά τεράστια ασημαντότητα του και να ακούγεται το όνομα του συνεχώς ακόμα κι αν βουτά στο βούρκο ναζιστικών αντιλήψεων ή λαϊκίστικων υπερβολών.
Όμως δεν υπάρχει κάποια ειδική ασυλία σε ασήμαντους ή πληρωμένους «δημοσιογράφους» να διατυπώνουν δημόσια τόσο εξωφρενικά ψέμματα όχι μόνο για τον πρωθυπουργό αλλά για οποιονδήποτε πολίτη και η δικαιοσύνη αλλά και το ΕΣΡ να κάνει τον τυφλό και κωφό θεατή.
Η διατύπωση, «τον Παπαδήμο τον χτύπησαν κυβερνητικοί: οι συνεργάτες του Τσίπρα για τις βρώμικες δουλειές” που γράφει ο Τζήμερος δημόσια δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται, από τη δικαιοσύνη τουλάχιστον, ως γραφικότητα μιας attention whore. Οι δε φιλελεύθεροι δε μπορεί να ζουν με την αντιφατικότητα της στήριξης και του σεβασμού του αστικού κράτους και των θεσμών του αλλά να κλείνουν τα μάτια μπροστά σε καραμπινάτα ποινικά αδικήματα που λαμβάνουν χώρα από στελέχη τους.
Οι Τζήμεροι κι οι Μπογδάνοι αυτής της χώρας θα συνεχίσουν να υπάρχουν γιατί τους χρειάζεται η πολιτική τάξη που εκπροσωπούν. Το ζήτημα είναι αν οι αρμόδιοι θεσμικοί φορείς θα αποφασίσουν έστω και τώρα να δικαιολογήσουν τη θέση και την αποστολή που έχουν αναλάβει ενώπιον όλων των πολιτών να παρακολουθούν κι άρα να ερευνούν τις χυδαίες δημόσιες πολιτικές παρεκτροπές των πάντων.
Και κάτι τελευταίο: όταν το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης από την πλευρά της αντιπολίτευσης προς την πλευρά της κυβέρνησης είναι τέτοιο, τότε δεν πρόκειται να ενδυναμωθεί η δημοκρατία και η κόσμια όσο και συγκρουσιακή πολιτική αντιπαράθεση που λειαίνει τα επιχειρήματα και ανακαινίζει τη δημοκρατική και συμμετοχική διαδικασία. Με κανένα τρόπο η αντιγραφή των σχημάτων της λατινοαμερικάνικης δεξιάς δε μπορεί να συνιστά αντιπολίτευση που μπορεί να σταθεί. Είναι φανερό πως εδώ και δυο περίπου χρόνια πως η ελληνική δεξιά και οι μιντιακές/κομματικές/πολιτισμικές απολήξεις της παρακμάζει ιδεολογικά και σταθεροποιεί σε χαμηλό επίπεδο την όποια σύγκρουση. Το δικό μας πρόβλημα είναι πως η τακτική αυτή αφενός δε βοηθά τη γονιμοποίηση μιας συζήτησης για τα πραγματικά επίδικα στην οικονομία και την κοινωνία, αφετέρου φέρει τον σπόρο της αναπαραγωγής της στο μακρό χρόνο με τους όρους χυδαίας και καφενειακής σύγκρουσης στα social media.