Το 2025 σηματοδοτεί τη μετάβαση της ΕΕ από μια οικονομία που ήθελε – διακηρυκτικά τουλάχιστον – να είναι ταυτισμένη με την κοινωνική συνοχή και την πράσινη μετάβαση, σε μια οικονομία που οι επενδύσεις, η καινοτομία, η εργασία και τα δημόσια κεφάλαια αναδιοργανώνονται γύρω από την πολεμική ετοιμότητα. Αν θέλαμε να το κωδικοποιήσουμε, θα λέγαμε ότι για την ΕΕ η ειρήνη παύει να είναι προϋπόθεση ευημερίας και ο πόλεμος μετατρέπεται σε μηχανισμό κερδοφορίας.
Πρόκειται για μια υπαρξιακή μεταβολή, που φτάνει ως τον πυρήνα της ΕΕ, η οποία, 70 χρόνια πριν, συνομολογήθηκε ως αναγκαιότητα μέσα από τα ερείπια ενός μεγάλου πολέμου, μεταξύ άλλων και ως απάντηση στο ερώτημα: Πώς μπορούν κράτη με συγκρουόμενα συμφέροντα να συνυπάρξουν χωρίς διαρκείς εντάσεις και εθνικισμούς.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία μετέβαλε ριζικά τη συζήτηση για την πολιτική ασφάλειας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η προώθηση της «Στρατιωτικής Σένγκεν», για την ελεύθερη διακίνηση στρατευμάτων και οπλικών συστημάτων. Λειτουργεί όμως και ως καταλύτης δομικής αλλαγής στο ευρωπαϊκό πρότυπο οικονομικής οργάνωσης. Μέχρι το 2021 η άμυνα ήταν περιφερειακή δραστηριότητα στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Μετά το 2022, και τον τελευταίο χρόνο εντονότερα, η άμυνα γίνεται κεντρικός άξονας οικονομικού σχεδιασμού, πάνω στη βασική παραδοχή ότι η παραδοσιακή ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία δεν επαρκεί στις νέες συνθήκες που ο πόλεμος γίνεται ταχύτερος, πιο ψηφιακός, βασισμένος σε AI, drones, software. Κατά την Κομισιόν, απαιτείται μια συνολική αναδιοργάνωση.
Δεν πρόκειται πλέον για απλή αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών. Πρόκειται για χρηματοπιστωτική ενσωμάτωση της άμυνας στους βασικούς μηχανισμούς της ευρωπαϊκής οικονομίας. Δημιουργούνται ευρωπαϊκά επενδυτικά ταμεία (πχ. European Defence Fund), ενώ – όπως προβλέπεται και στον πρόσφατο «Οδικό Χάρτη για την Αμυντική Βιομηχανία» – κινητοποιούνται venture capital, private equity, συνεπενδύσεις με ιδιώτες, ακόμα και συνταξιοδοτικά ταμεία. Η πολεμική παραγωγή συνδέεται όλο και ισχυρότερα με προσδοκώμενες αποδόσεις.
Αυτό είναι ποιοτικά διαφορετικό από απλή αρχιτεκτονική ασφαλείας. Πρόκειται για επιχειρηματικό μοντέλο άμυνας. Η άμυνα μετατρέπεται από πολιτική επιλογή σε επενδυτικό προϊόν με κρατική εγγύηση ρίσκου. Με άλλα λόγια, δεν αγοράζονται πια μόνο όπλα· χτίζονται χαρτοφυλάκια. Όταν, για παράδειγμα, ευρωπαϊκά και εθνικά ταμεία μπαίνουν μετοχικά σε εταιρείες drones, κυβερνοσυστημάτων ή λογισμικού πολέμου, δεν δεσμεύονται μόνο για την «ασφαλή προμήθεια» τους, αλλά για τη μελλοντική τους κερδοφορία.
Ταυτόχρονα, το κράτος αλλάζει ρόλο. Δεν προμηθεύεται μόνο όπλα, αλλά επιταχύνει επιχειρηματικούς κύκλους. Δεν περιμένει πλέον ένα «ώριμο» σύστημα. Στην πράξη, πρώτα μπαίνουν σε χρήση drones, ψηφιακά συστήματα επιτήρησης ή λογισμικά μάχης και μετά τελειοποιούνται τεχνολογικά. Γιατί αυτό που προέχει δεν είναι πια η σταθερότητα, αλλά η ταχύτητα. Έτσι, η πολεμική ετοιμότητα ταυτίζεται με συνεχείς κύκλους αντικατάστασης και επικαιροποίησης εξοπλισμών.
Η ζήτηση για αμυντική τεχνολογία δεν θεωρείται πια έκτακτη ανάγκη, αλλά μόνιμη συνθήκη. Ο εξοπλισμός παύει να είναι απάντηση σε απειλή και γίνεται μηχανισμός που καθιστά ο ίδιος απαραίτητη τη διαρκή επίκληση μιας απειλής· αν χρειαστεί και διογκωμένης.
Σ’ αυτή τη συνθήκη, δεν μένει ανεπηρέαστη η ίδια η λειτουργία της δημοκρατίας. Όταν η άμυνα μετατρέπεται σε επενδυτικό πεδίο, οι κρίσιμες αποφάσεις δεν λαμβάνονται πια μόνο με πολιτικά κριτήρια, αλλά και με όρους απόδοσης, ρίσκου και ταχύτητας. Συμβάσεις επισπεύδονται, έλεγχοι συμπτύσσονται, εξαιρέσεις θεσμοθετούνται στο όνομα τόσο της «ασφάλειας» όσο και της «αγοράς». Έτσι, ένα ολοένα μεγαλύτερο τμήμα της δημόσιας πολιτικής μετακινείται εκτός τακτικού δημοκρατικού ελέγχου και περνά σε καθεστώς τεχνικής διαχείρισης επείγοντος.
Διόλου τυχαία, στο όνομα της χρηματοδότησης της πολεμικής προσπάθειας στην Ουκρανία, η ΕΕ συζήτησε ανοιχτά για εργαλεία τουλάχιστον αμφιλεγόμενα, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ωρολογιακός μηχανισμός στο εσωτερικό της, όπως η αξιοποίηση «παγωμένων» ρωσικών περιουσιακών στοιχείων. H πολεμική οικονομία δεν αναδιοργανώνει μόνο την παραγωγή αλλά και τους ίδιους τους κανόνες λήψης αποφάσεων. Η πίεση για μεταβολή του κανονιστικού πλαισίου όσον αφορά την ευρωπαϊκή άμυνα – που βρίσκεται στο τραπέζι – αντανακλά πολιτικές επιδιώξεις.
Την ώρα, όμως, που η ΕΕ συζητά ανοιχτά τη χρηματοδότηση πολέμου, στην ομιλία του για τον κρατικό προϋπολογισμό, ο Κ. Μητσοτάκης απέφυγε την παραμικρή αναφορά. Μια σιωπή που ισοδυναμεί με υπεκφυγή. Και αντανακλά αδυναμία πολιτικής και κοινωνικής νομιμοποίησης σε ζητήματα στρατηγικής δέσμευσης της χώρας. Ακόμα μια ένδειξη για το πώς, στο πλαίσιο της πολεμικής οικονομίας, οι κρίσιμες επιλογές μετακινούνται συστηματικά έξω από το πεδίο της δημόσιας πολιτικής αντιπαράθεσης.
Εν κατακλείδι, δεν έχουμε περισσότερη άμυνα λόγω συγκυρίας αλλά τη μετατροπή της πολεμικής ετοιμότητας σε δομικό μηχανισμό οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης. Αυτό που ονομάζουμε πολεμική οικονομία. Όταν η ανάπτυξη, οι επενδύσεις, η απασχόληση συνδέονται με την προετοιμασία σύγκρουσης, δημιουργείται ένας μηχανισμός εγκλωβισμού: Όσο περισσότερο επενδύεις στον πόλεμο, τόσο περισσότερο εξαρτάσαι από την ύπαρξή του. Κι αυτός ο εγκλωβισμός δεν είναι μόνο οικονομικός. Είναι και πολιτικός, αφού οι αποφάσεις εκφεύγουν του πεδίου δημοκρατικού ελέγχου. Πρόκειται για μια διαλυτική για την Ευρώπη – και τη χώρα μας – επιλογή.