Λίγα τα φώτα φέτος. Τα μπαλκόνια στέκουνε βουβά, χωρίς σφυγμό. Χωρίς δέντρα. Με μαδημένες γλάστρες του Δεκέμβρη.
Όλα έχουν γραφτεί. Κι όλα πρέπει να ξαναγράφονται. Ένα deja vu η ζωή που ζήσαμε και γλίστρησε, μένει η αχνή ανάμνηση, η νοσταλγία. Στους ζοφερούς καιρούς, αυτή η νοσταλγία μπορεί να είναι ριζοσπαστική· ακόμη περισσότερο, είναι αναγκαία, για να γνωρίζουμε ότι όπως μια χαρούμενη ζωή υπήρξε, έτσι μπορεί να ξαναϋπάρξει.
ΦΩΤΑ
Ας πούμε, τα φώτα, η απλή χαρά.
Όπως τα έχουμε ξαναπεί:
Τα Χριστούγεννα είναι τα φώτα τους, είναι αστέρια και γιρλάντες, στέφουν τους δρόμους, αναστατώνουν πλατείες, τυλίγονται σε δέντρα, αναβοσβήνουν μουσικά σε οικιακά μπαλκόνια, σημαίνουν κρυφές χαρές πίσω από γερτές κουρτίνες. Βλέπεις τα φώτα στις βεράντες και ακούς παλμούς ενοίκων, αφουγκράζεσαι ψυχές απόντων κεκοιμημένων που ‘ρχονται φωτεινές και πεταρίζουν γύρω από κάγκελα και γλάστρες φυλλοβόλες, χτυπούν ανεπαισθήτως τον υαλοπίνακα, χνωτίζουν φευγαλέα, τόσο που να τις δουν μάτια παιδιού αθώα, σκορπούν μνήμη χρυσόσκονη και παίρνουν στεναγμούς.
Τα σπίτια, η πόλη, οι άνθρωποι, είναι τα φώτα τους.
Προσπαθώ να μαντέψω τους ανθρώπους πίσω από τα πάμφωτα μπαλκόνια. Ποιοι άναψαν τις πολυκατοικίες σαν κεράκια δεήσεως, σαν φαναράκια χαρμόσυνα, σαν μικρούτσικες ελπίδες; Ποιοι στέκονται πίσω απ’ τις κουρτίνες ήρεμοι και βλέπουν έξω;
ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ Η ΕΚΠΝΟΗ
Φέτος, τα μπαλκόνια δεν αναβοσβήνουν μαγικά. Λιγοστά τα στολισμένα. Διαπέρασα τους τοίχους με το βλέμμα και σαν να είδα ότι και μέσα, λίγα είναι ολοστόλιστα. Ολοι κρατιούνται.
Οι χριστουγεννιάτικες μέρες είναι ήσυχες, σχεδόν θλιμμένες, ο κόσμος κινείται σιγαλόφωνα, διακριτικά, δειλά. Σαν να μη συμβαίνει η ενιαύσια εορτή.
Λίγα τα φώτα φέτος. Τα μπαλκόνια στέκουνε βουβά, χωρίς σφυγμό. Χωρίς δέντρα. Με μαδημένες γλάστρες του Δεκέμβρη. Πολλές αναχωρήσεις, παλικάρια γέροντες μεσήλικες πεταρίζουν ολοχείμωνα χλωμές φωτίτσες να συντροφεύουν και να παρηγορούν. Να σχίζουν τη σκιά.
«Do not go gentle into that good night.
Rage, rage against the dying of the light.»
Ο Ντύλαν Τόμας φωτίζει τις νύχτες μας, η βιβλική φωνή του έρχεται από το 1953 σ’ ένα μικρόφωνο του BBC: «Αβρός μην πας στην νύχτα την καλή. / Οργή, οργή για του φωτός την εκπνοή.»
ΩΧΡΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ
Είναι αφόρητα μπανάλ η νοσταλγία των εορτών, η καταισχύνη κάθε αισθητή, αλλά και το αποκούμπι του ηλικιωμένου· ξέρεις πια πότε να σκύβεις ταπεινά, όχι από ήττα ή συμβιβασμό, αλλά για ν’ αποδώσεις τις πρέπουσες τιμές στην ηλικία και στις φωνές που σ’ έπλασαν.
«Γυρίζει μόνος
στα χείλη του παντάνασσα σιωπή
συνέχεια των πουλιών τα μαλλιά του.
Ωχρός
με βουλιαγμένα όνειρα κι ανέγγιχτος
νερό τρεχάμενο στα ρείθρα, ωχρός
έλληνας.»
Τι πληρώνει ο ωχρός έλληνας του Καρούζου; Ποιον αδίκησε;
«Και οι δίκαιοι κατά την Θεία Γραφή πόσοι είναι; Και συλλογίζοντας αυτό, επέσανε τα μάτια μου στα χέρια μου οπού ήτανε απιθωμένα στο φιλιατρό. / Και θέλοντας να μετρήσω με τα δάχτυλα τους δίκαιους, ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: Τάχα να είναι πολλά;» (Διονύσιος Σολωμός)
ΓΥΡΝΩ
Γυρνώ στους εθιμοτυπικούς δρόμους, φωτισμένους για ν’ αντέξουμε τη σκοτεινιά, φωτισμένους σαν την Kodachrome φωτογραφία του Μπαλάφα από την φαντασμαγορική Σταδίου τον Δεκέμβρη του ’60, χειμωνιάτικη Αβάνα και Τσάιναταουν.
Γυρνώ και στο μυαλό μου πεταρίζουν μωρά και πιτσιρίκια που μεγάλωσαν και ξενιτεύτηκαν, φίλοι που πια δεν ζουν ή δεν είναι τόσο φίλοι, κάθε γύρισμα χρόνου γράφεται με παρουσίες και απώλειες, τα αισθήματα συγκεντρώνονται στους παρόντες, η αγάπη, η φροντίδα, η απαντοχή που αντλούμε· η σκέψη τρέχει διαρκώς στις άδειες καρέκλες, στον χρόνο που μας καταπίνει.
Πυκνός, βαρύς, πολύς, ο καιρός χιονίζει πάνω μας και μας βαραίνει.
CODA
[ Η ανάκληση, η ανάμνηση, ακόμη και η νοσταλγία, δεν συνιστούν καταφυγή στο εξιδανικευμένο παρελθόν, αλλά απόρριψη του παρόντος ζόφου, της υπαρξιακής πενίας. Είναι ανασυγκρότηση δημόσιας μνήμης, είναι ανάκληση και ανακατασκευή του παρελθόντος, κόντρα στη λήθη.
Η ανάμνηση του παρελθόντος δεν είναι μόνο διεκδίκηση της βιωμένης προσωπικής ιστορίας μας, δεν είναι η μόνη μας παρηγοριά, μπορεί να είναι ανακατασκευή συλλογικής μνήμης, για να συνέχει και να εμψυχώνει τους πολλούς ― όχι όπως ξαναπλάθεται από τη βούληση του κυρίαρχου. Είναι διεκδίκηση του παρόντος. ]
Τρέχω στα παλιά, πάντα ίδια. Κι όμως λίγο διαφορετικά.
2007-2025.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
φωτ.: Κώστας Μπαλάφας, Χαυτεία, Δεκέμβριος 1960. Μουσείο Μπενάκη.