Macro

Έφη Παρίση: Το τέλος μιας ιλαροτραγωδίας

Η επικείμενη αναστολή της πολιτικής λειτουργίας του κόμματος Κασσελάκη δεν συνιστά απλώς την αποτυχία ενός πολιτικού εγχειρήματος, αλλά το τέλος μιας ιλαροτραγωδίας που στοίχισε την ουσιαστική διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και πολλά εκτάρια αξιοπιστίας στην ελληνική Αριστερά και στον τόπο εκ του αποτελέσματος.
 
Πρόκειται για το τελικό στάδιο μιας πορείας αποπολιτικοποίησης, η οποία χαράχθηκε και νομιμοποιήθηκε από ένα ευρύτερο πλέγμα στελεχών και μηχανισμών που είχαν από καιρό επιλέξει συνειδητά την υποκατάσταση της συλλογικότητας από ένα αμάλγαμα αρχηγισμού και ακραία φραξιονιστικού παραγοντισμού. Και όλα αυτά βέβαια διαδραματίστηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ και όχι στο υπό αναστολή Κίνημα Δημοκρατίας. Λιγοστή σημασία άλλωστε έχει για τα πολιτικά πράγματα της χώρας η αναστολή της λειτουργίας ενός κόμματος-μη κόμματος του οποίου ο –ομολογουμένως– ανεκδιήγητος ηγέτης εσχάτως συνειδητοποίησε ότι μάλλον χρειάζεται κάτι περισσότερο από το να περιφέρεις την προσωπική σου ζωή στα πρωινάδικα για να παραμείνεις όρθιος και μάχιμος στον πολιτικό στίβο.
 
Το «φαινόμενο Κασσελάκης» ήταν το αποτέλεσμα συλλογικών επιλογών και συνειδητών στηρίξεων. Και η ευθύνη γι’ αυτές δεν μπορούν να μετατεθούν εκ των υστέρων, ούτε να φορτωθούν αποκλειστικά σ’ εκείνον που προσωποποίησε μια πορεία την οποία πολλοί ενίσχυσαν όσο τους ήταν πολιτικά χρήσιμη.
 
Στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ το 2022 επήλθε μια κρίσιμη καταστατική αλλαγή: η εκλογή του προέδρου έπαψε να γίνεται από το συνέδριο και μεταφέρθηκε στη λεγόμενη «βάση», με δυνατότητα εγγραφής νέων μελών ακόμη και την ημέρα της ψηφοφορίας. Η επιλογή αυτή παρουσιάστηκε ως διεύρυνση της δημοκρατίας και ενίσχυση της συμμετοχής. Στην πραγματικότητα, ήταν μια απόπειρα για να στριμωχτεί και αποδυναμωθεί η αριστερή πτέρυγα του κόμματος, η οποία μάλιστα στηρίχθηκε σε μια αδιανόητα αφελή υπόθεση, ότι ο Αλέξης Τσίπρας θα παρέμενε ο αδιαμφισβήτητος πόλος αναφοράς, ο παντοτινός ηγέτης.
 
Τα στελέχη που υπερασπίστηκαν αυτή την αλλαγή δεν υπολόγισαν το εκλογικό Βατερλό που ερχόταν και το ενδεχόμενο παραίτησης του προέδρου του κόμματος, ούτε το γεγονός ότι ένα τόσο χαλαρό και θεσμικά διάτρητο καταστατικό πλαίσιο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από έναν πολιτικά άγνωστο παράγοντα, έναν τυχοδιώκτη χωρίς οργανική σχέση με την Αριστερά, ο οποίος θα καταλάμβανε την ηγεσία του κόμματος εκμεταλλευόμενος τα κενά του καταστατικού, αλλά κυρίως την πικρία και την απόγνωση μιας μεγάλης μερίδας ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, που ένιωθαν ηττημένοι και ματαιωμένοι και ήταν ικανοί εκείνη την ώρα να βγάλουν πρόεδρο και τον Ε.Τ. τον εξωγήινο προκειμένου να …τιμωρήσουν το «παλαιό» κατεστημένο του κόμματος το οποίο θεωρούσαν υπεύθυνο για τη βαριά εκλογική ήττα. Έτσι, το «άνοιγμα δημοκρατίας» αποδείχθηκε κερκόπορτα στον εισοδισμό των άσχετων, ίσως και των επιτήδειων, που ενεργοποιήθηκε τη στιγμή που κατέρρευσε η αυταπάτη της μόνιμης ηγεσίας και αποκαλύφθηκε περίτρανα πόσο ευάλωτο είχε καταστεί το κόμμα σε φαινόμενα πολιτικού τυχοδιωκτισμού.
 
Ο Κασσελάκης, όμως, όσα χρήματα και να έριξε και όσες μιντιακές και επιχειρηματικές πλάτες και να είχε, χρειαζόταν και έναν Δούρειο Ίππο, γιατί ως γνωστόν τα κάστρα πέφτουν από… μέσα. Έτσι, βρέθηκαν οι «πονηροί» που μετά τις ευφάνταστες καταστατικές αλλαγές είδαν στο πρόσωπό του μια βολική γι’ αυτούς μεταβατική ηγεσία. Θεώρησαν ότι θα βγάλουν πρόεδρο το «Αμερικανάκι» που θα μπορούσαν να το ποδηγετήσουν και να το καθοδηγήσουν πολιτικά και κομματικά, αυτόν τον αδαή περί των κομματικών δομών και μηχανισμών. Με τον τρόπο αυτό, όμως, όσοι σχεδίασαν και ψήφισαν τη συγκεκριμένη καταστατική τομή, και στη συνέχεια στήριξαν τον πολιτικό αριβίστα, έστησαν μια παγίδα όχι στην αριστερή πτέρυγα του κόμματος, αλλά εν τέλει στον εαυτό τους.
 
Από την πρώτη στιγμή, φάνηκε ότι το αμερικανόφερτο μοντέλο ηγεσίας που οραματίστηκε ο Κασσελάκης βασίστηκε στην προσωποπαγή οργάνωση, στην απαξίωση των συλλογικών διαδικασιών και κειμένων –τι ήταν άλλωστε όλα αυτά τα ακατανόητα, μάλλον σάλτσες πουμαρό– και στη μετατροπή της πολιτικής δράσης σε διαρκές επικοινωνιακό σόου. Για αρκετούς από εμάς, αυτή η κατεύθυνση έγινε γρήγορα πολιτικά μη ανεκτή. Δεν επρόκειτο για ζήτημα τακτικής ή «υπομονής», αλλά για βαθιά ιδεολογική διαφωνία με έναν τρόπο άσκησης πολιτικής που ακύρωνε τις ίδιες τις βάσεις και προϋποθέσεις της.
 
Όμως ο πρίγκηπας από την Αστόρια με τα αστακοκάραβα, το ένοχο πόθεν έσχες και τα περίεργα δάνεια αποδείχθηκε σκληρό καρύδι για τους επίδοξους Ιζνογκούντ της Κουμουνδούρου που νόμιζαν ότι τον είχαν στο χέρι, και γρήγορα φάνηκε ότι ήθελε ο ίδιος να έχει λόγο και να μην τους παραδώσει την εξουσία, τυπική και ουσιαστική.
 
Το γελοίο του πράγματος, βέβαια, είναι ότι τα ίδια στελέχη που στήριξαν την εκλογή του, αφού τη βάπτισαν «ανανέωση», «τομή», «αναγκαία προσαρμογή», τα ίδια συνέβαλαν στην εκδίωξή του από τον ΣΥΡΙΖΑ, και σήμερα εμφανίζονται ως επικριτές του. Αλλά και η σημερινή εκ των υστέρων αποστασιοποίηση όσων δεν τον στήριξαν αρχικώς αλλά βολεύτηκαν, σιώπησαν, και εν τέλει συνεργάστηκαν μαζί του, δεν συνιστά αυτοκριτική· συνιστά προσπάθεια αναδρομικής αθώωσης και αποστασιοποίησης από ένα κακόγουστο και απολιτίκ σίριαλ.
 
Εμβληματικό στιγμιότυπο αυτής της μετάβασης από την πολιτική στην παράσταση υπήρξε το ταξίδι της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ στις Σπέτσες, το οποίο παρουσιάστηκε ως «απολογισμός έργου». Η επιλογή ενός τέτοιου πλαισίου για μια κατεξοχήν θεσμική διαδικασία συμπύκνωσε τη λογική που κυριάρχησε: η πολιτική ως lifestyle αφήγημα, η συλλογικότητα ως σκηνικό και ο απολογισμός ως επικοινωνιακό event. Δεν επρόκειτο για επικοινωνιακό λάθος, αλλά για συνεπή έκφραση μιας βαθύτερης πολιτικής αντίληψης.
 
Εν κατακλείδι, είναι ευτύχημα η αναστολή της λειτουργίας του Κινήματος Δημοκρατίας και η όπως φαίνεται απόσυρση του προέδρου του από την ενεργό ελληνική πολιτική σκηνή. Αφενός για να ξεκαθαρίζει σιγά σιγά το τοπίο και αφετέρου γιατί, όταν τον βλέπεις να εκφράζεται πολιτικά με όλο αυτό το αλαζονικό εκτόπισμα, διακατέχεσαι από αισθήματα ετεροντροπής. Ας είναι αυτά χαρακτηριστικά άλλων χώρων και όχι φορέων που σχετίστηκαν με την Αριστερά.
 
Σε καμία περίπτωση, βέβαια, όλα όσα ντροπιαστικά παίχτηκαν στις πλάτες της Αριστεράς και έγιναν αιτία και αφορμή για να διαλυθούν ιστορικοί πολιτικοί χώροι δεν θα ξεχαστούν. Η πολιτική μνήμη δεν είναι βάρος, είναι προϋπόθεση δημοκρατίας. Και χωρίς καθαρό απολογισμό και ανάληψη ευθύνης από όσους συνέβαλαν σε αυτή την πορεία, κάθε συζήτηση περί επανεκκίνησης οδηγεί στο κενό.