Macro

Τζορτζ Μόνμπιοτ: Η Ευρώπη πρέπει να ανοίξει την πόρτα στους μετανάστες, αλλιώς θα αντιμετωπίσει τη δική της εξαφάνιση

Οι κατακόρυφα μειούμενοι δείκτες γεννήσεων σημαίνουν ότι, χωρίς προσέλκυση μετανάστευσης, πολλές χώρες ολισθαίνουν προς την κατάρρευση.
 
Ξέρω πώς μοιάζει η «διαγραφή ενός πολιτισμού»: έχω δει το γράφημα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το δημοσίευσε τον Μάρτιο. Είναι ένα διάγραμμα του συνολικού δείκτη γονιμότητας: ο μέσος αριθμός παιδιών που γεννιούνται ανά γυναίκα. Μετά από μια μικρή άνοδο τα τελευταία 20 χρόνια, ο δείκτης της ΕΕ φαίνεται να μειώνεται ξανά και τώρα βρίσκεται στο 1,38. Ο αντίστοιχος του Ηνωμένου Βασιλείου είναι 1,44. Ο δείκτης αναπλήρωσης ενός πληθυσμού είναι 2,1. Μπορεί να το βλέπεις ή να μην το βλέπεις ως καταστροφή, αλλά τα μαθηματικά δεν ενδιαφέρονται για το τι νομίζεις. Ολισθαίνουμε, σαν να μας τραβά η βαρύτητα, προς το έδαφος.
 
Η «διαγραφή ενός πολιτισμού» ήταν ο όρος που χρησιμοποίησε η κυβέρνηση Τραμπ στη νέα στρατηγική εθνικής ασφάλειας που δημοσίευσε την περασμένη εβδομάδα. Ισχυριζόταν ότι η μετανάστευση, ανάμεσα σε άλλους παράγοντες, θα οδηγήσει στην καταστροφή του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Στην πραγματικότητα, χωρίς μετανάστευση, δεν θα υπάρχει Ευρώπη, δεν θα υπάρχει πολιτισμός και δεν θα υπάρχει κανείς να διαφωνήσει γι’ αυτό.
 
Φυσικά, μιλάμε για διαφορετικά πράγματα. Η κυβέρνηση Τραμπ φαίνεται να βλέπει τον «πολιτισμό» ως λευκή και ως δυτική ιδιοκτησία, απειλούμενη από μαύρους και μιγάδες, είτε γεννήθηκαν εδώ είτε έφτασαν πρόσφατα. Αυτή την εβδομάδα, ο Ντόναλντ Τραμπ ισχυρίστηκε ότι, με την εξαίρεση της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, τα ευρωπαϊκά έθνη «δεν θα είναι πλέον βιώσιμες χώρες», ως αποτέλεσμα της μετανάστευσης. Λοιπόν, η Πολωνία έχει συνολικό δείκτη γονιμότητας 1,2, που σημαίνει γρήγορη ολίσθηση στη μη βιωσιμότητα εκτός αν επιτρέψει περισσότερη μετανάστευση. Ο «πολιτισμός», όπως συνέβη συχνά τους τελευταίους δύο αιώνες, είναι στην περίπτωση του Τραμπ μια έννοια ρατσιστική και λευκής υπεροχής. Η διαγραφή που φαίνεται να φοβάται η κυβέρνηση Τραμπ είναι η διαγραφή της «λευκής» κουλτούρας.
 
Δεν υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ κάτι τέτοιο. Η γλώσσα μας, η επιστήμη μας, τα μαθηματικά μας, η μουσική, η κουζίνα, η λογοτεχνία, η τέχνη μας και – χάρη στη λεηλασία της αποικιακής και μεταποικιακής περιόδου – μεγάλο μέρος του πλούτου μας, προέρχονται από αλλού. Η ιταλική μαγειρική ίσως να ήταν αδιανόητη χωρίς τις ντομάτες, αλλά αυτές, προερχόμενες από τη Νότια Αμερική, δεν χρησιμοποιούνταν ευρέως μέχρι τον 19ο αιώνα. Το balti ίσως έχει περισσότερες αξιώσεις να θεωρηθεί το εθνικό πιάτο του Ηνωμένου Βασιλείου από το fish and chips (εισαγωγή από Πορτογαλία), καθώς δημιουργήθηκε εδώ. […]
 
Κάποιοι ηγεμόνες καταλάβαιναν κάποτε τη δύναμη του πλουραλισμού. Ο βασιλιάς Στέφανος Α΄ της Ουγγαρίας, που βασίλευσε από το 1001 έως το 1038, σημείωνε ότι οι κουλτούρες και οι γνώσεις των ξένων εμπλούτιζαν το βασίλειο, ενώ «μια χώρα ενωμένη στη γλώσσα και τα έθιμα είναι εύθραυστη και αδύναμη». Χίλια χρόνια αργότερα, ο Τραμπ φαίνεται να έχει ξεχάσει αυτή την προφανή αλήθεια.
 
Αυτό για το οποίο μιλάω εγώ, αντίθετα, είναι η πραγματική διαγραφή: η κυριολεκτική εξαφάνιση της κοινωνίας. Όταν ο δείκτης γονιμότητας πέσει κάτω από το 2,1 και συνεχίζει να πέφτει, τότε η πορεία προς το μηδέν μοιάζει αναπότρεπτη. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχω γίνει «προναταλιστής» (να θέλω να βλέπω αυξανόμενους δείκτες γεννήσεων). Δεν είμαι ούτε προναταλιστής ούτε αντιαναταλιστής, καθώς και οι δύο θέσεις είναι εξίσου μάταιες. Όπως επισημαίνει ο David Runciman στην εξαιρετική σύνοψη της επιστήμης που γράφει στη London Review of Books, καθώς η ευημερία αυξάνεται, αυξάνεται και το κόστος ευκαιρίας της απόκτησης παιδιών, κάτι που οδηγεί αναπόφευκτα στη μείωση των γεννήσεων. Σε ορισμένα μέρη του κόσμου, αυτή η διαδικασία άρχισε τον 16ο και 17ο αιώνα. Καμία κρατική απαγόρευση ή κίνητρο, φαίνεται, δεν μπορεί να την αλλάξει σε κρίσιμο βαθμό.
 
Για χρόνια συζητώ με ανθρώπους που θέλουν να μειωθεί ο ανθρώπινος πληθυσμός για περιβαλλοντικούς λόγους. Έχω επισημάνει ότι ο σημερινός ρυθμός αύξησης καθορίστηκε πριν γεννηθούμε οι περισσότεροι: όπως εξηγεί μια έκθεση του ΟΗΕ, «η σημαντική πληθυσμιακή αύξηση συνεχίζεται σήμερα λόγω του μεγάλου αριθμού γεννήσεων τη δεκαετία του 1950 και του 1960, που είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες βασικές ηλικιακές ομάδες με εκατομμύρια νέους να φτάνουν σε αναπαραγωγικές ηλικίες στις επόμενες γενιές». Με άλλα λόγια, όσοι εμμονικά ανησυχούν για τους «πάρα πολλούς ανθρώπους» μάχονται μια μαθηματική συνάρτηση. Ο παγκόσμιος πληθυσμός (και στο Ηνωμένο Βασίλειο ο εθνικός) θα συνεχίσει να αυξάνεται για λίγο, πριν καταρρεύσει δραματικά, κυρίως λόγω της δημογραφικής αδράνειας. […]
 
Κατά ειρωνικό τρόπο, το άτομο που ίσως έχει προκαλέσει τη μεγαλύτερη συρρίκνωση πληθυσμού είναι ο αυτοαποκαλούμενος προναταλιστής Ίλον Μασκ, που η διάλυση της USAID που διέταξε θα μπορούσε, σύμφωνα με μια εκτίμηση του Lancet, να προκαλέσει 14 εκατομμύρια θανάτους. Θέλει να βλέπει περισσότερα παιδιά να γεννιούνται, αλλά φαίνεται να νοιάζεται ελάχιστα για το αν επιβιώνουν. […]
 
Γιατί προσκολλώνται σε αυτή την ιδέα; […] Εν μέρει, πιστεύω, επειδή η αύξηση του πληθυσμού είναι εξαιρετικά βολικός αντιπερισπασμός από τις επιπτώσεις της κατανάλωσης: οι εύποροι άνθρωποι του παγκόσμιου Βορρά μπορούν να κατηγορούν τους πολύ φτωχότερους μαύρους και ανθρώπους του παγκόσμιου Νότου για τις περιβαλλοντικές κρίσεις που οι ίδιοι προκάλεσαν. Η μετάβαση σε χορτοφαγική διατροφή ή από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, σε αντίθεση με την αλλαγή του μεγέθους του ανθρώπινου πληθυσμού, είναι πράγματα που μπορούμε να κάνουμε άμεσα, ανθρώπινα και αποτελεσματικά. Αλλά το να κατηγορείς άλλους δεν απαιτεί καμία αλλαγή και καμία σύγκρουση με την εξουσία.
 
Χωρίς μετανάστευση, μέσα σε έναν αριθμό γενεών, δεν θα υπάρχουν Ευρώπη και Ηνωμένο Βασίλειο. Οι σημερινές ρατσιστικές εμμονές θα φαίνονται ακατανόητες στους γηράσκοντες απογόνους μας, απελπισμένους να βρουν νέους ανθρώπους να τους φροντίζουν και να κρατούν τις χώρες τους σε λειτουργία. Σύντομα, θα παλεύουμε για να προσελκύσουμε ανθρώπους από το εξωτερικό. Αλλά, όπως παρατηρεί ο Runciman, «σύντομα δεν θα υπάρχουν αρκετοί μετανάστες για όλους».
 
Ίσως γι’ αυτό, στο νέο μυθιστόρημα του πάντα προφητικού Ian McEwan, What We Can Know, που διαδραματίζεται 100 χρόνια από τώρα, η κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη θα είναι η Νιγηρία, μία από τις λίγες χώρες που σήμερα έχουν ακόμη δείκτη γονιμότητας πολύ πάνω από το επίπεδο αναπλήρωσης, παρότι πέφτει κι εκεί γρήγορα.
 
Η στρατηγική ασφάλειας του Τραμπ, όπως και όλη η ακροδεξιά πολιτική, είναι ταυτόχρονα γελοία και δυσοίωνη. Αλλά πάνω απ’ όλα, είναι λανθασμένη.
 
Απόδοση: Βασίλης Ρόγγας από τον Guardian