Η ευλογιά των αιγοπροβάτων επανήλθε στο προσκήνιο όχι επειδή είναι μια νέα, άγνωστη ή εξαιρετικά θανατηφόρα νόσος, αλλά επειδή αποκαλύπτει με τον πιο ωμό τρόπο τις αντιφάσεις του ευρωπαϊκού και ελληνικού αγροτικού μοντέλου. Πρόκειται για μια ασθένεια που, υπό ορισμένες συνθήκες, μπορεί να παρουσιάσει υψηλή θνησιμότητα, ιδίως σε νεαρά ζώα ή σε πληθυσμούς χωρίς προηγούμενη ανοσολογική έκθεση. Στις περισσότερες επιδημίες σε ενήλικα κοπάδια, ωστόσο, δεν οδηγεί σε καθολική απώλεια ζωικού κεφαλαίου. Η νόσος δεν θεωρείται λοιμώδης για τον άνθρωπο και δεν συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Η διάθεση γάλακτος και ζωικών προϊόντων σε εστίες υπόκειται σε υγειονομικούς περιορισμούς που αποσκοπούν στη διαχείριση και τον έλεγχο της διασποράς. Παρ’ όλα αυτά, η αντιμετώπισή της βασίζεται στο πιο ακραίο διαθέσιμο μέτρο: τη μαζική θανάτωση ολόκληρων κοπαδιών.
Η επιλογή αυτή δεν είναι αυτονόητη. Είναι πολιτική.
Εγκεκριμένο εμβόλιο: υπάρχει διεθνώς, όχι στην ΕΕ
Εμβόλια κατά της ευλογιάς των αιγοπροβάτων υπάρχουν εδώ και δεκαετίες και χρησιμοποιούνται σε χώρες όπου η νόσος είναι ενδημική: Τουρκία, Ινδία, Πακιστάν, χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής. Τα εμβόλια αυτά μειώνουν δραστικά τη σοβαρότητα της νόσου και τη θνησιμότητα, αν και όπως τεκμηριώνεται, δεν αποτρέπουν πάντοτε τη μόλυνση ούτε εξαλείφουν πλήρως την κυκλοφορία του ιού.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν απουσιάζει το εμβόλιο καθαυτό, αλλά εγκεκριμένο εμβόλιο ενταγμένο στο ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο και, κυρίως, εμβόλιο τύπου DIVA (Differentiating Infected from Vaccinated Animals), δηλαδή εμβόλιο που να επιτρέπει εργαστηριακά τη διάκριση εμβολιασμένου από φυσικά μολυσμένο ζώο. Χωρίς DIVA, η ΕΕ θεωρεί ότι “χάνει τον έλεγχο” της επιτήρησης, καθώς καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη η αξιόπιστη επιδημιολογική παρακολούθηση και ιχνηλάτηση, ένα υπαρκτό τεχνικό και επιστημονικό πρόβλημα. Το αποτέλεσμα; Αντί για επένδυση στην έρευνα ώστε να δημιουργηθεί ένα τέτοιο εμβόλιο, η ΕΕ επιλέγει τη γραφειοκρατικά απλούστερη λύση: εξάλειψη του ζώου.
Η γραφειοκρατία της μηδενικής ανοχής
Η ευρωπαϊκή πολιτική για την ευλογιά βασίζεται στη λογική της μηδενικής ανοχής. Όχι επειδή ο ιός αποτελεί από μόνος του ακραία απειλή, αλλά επειδή η ΕΕ επιλέγει να διατηρεί καθεστώς απαλλαγής για την ενιαία αγορά ζώων και ζωικών προϊόντων. Η επιλογή αυτή προκύπτει από μια συγκεκριμένη στάθμιση κινδύνου, στην οποία συνυπολογίζονται επιδημιολογικά μοντέλα εξάπλωσης, τεχνικοί περιορισμοί επιτήρησης και οι εμπορικές συνέπειες μιας ενδημικής νόσου. Έτσι, το πρόβλημα μεταφράζεται από υγειονομικό σε εμπορικό. Η πολιτική προτεραιότητα δεν είναι η ζωή του ζώου, αλλά η απρόσκοπτη λειτουργία της αγοράς.
Υπάρχουν χώρες που δεν ακολουθούν μηδενική ανοχή
Παρά το ευρωπαϊκό δόγμα, πολλές χώρες εκτός ΕΕ έχουν επιλέξει άλλη στρατηγική: εμβολιασμό, καραντίνα, διαχείριση και αποδοχή της ενδημικότητας. Δεν κατέρρευσε το ζωικό τους κεφάλαιο, αν και σε αρκετές περιπτώσεις η επιλογή αυτή συνοδεύτηκε από απώλειες παραγωγικότητας, περιοδικές επιδημικές εξάρσεις και περιορισμένη πρόσβαση σε διεθνείς αγορές, κόστη που κρίθηκαν πολιτικά αποδεκτά σε σχέση με τη μαζική θανάτωση.
Στη Βουλγαρία έχει τεθεί δημόσια στη συζήτηση το ενδεχόμενο εμβολιασμού, αν και μέχρι στιγμής η χώρα παραμένει εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου που προβλέπει τη θανάτωση. Το γεγονός και μόνο ότι το ζήτημα συζητείται δείχνει ότι το δόγμα δεν αποτελεί φυσικό νόμο.
Θανάτωση vs εμβολιασμός: το πραγματικό κόστος
Οικονομικά, η μαζική θανάτωση συχνά παρουσιάζεται ως ταχεία και αποτελεσματική λύση ελέγχου. Ωστόσο, η συνολική οικονομική της επίπτωση μπορεί να είναι ιδιαίτερα υψηλή, ιδίως σε περιβάλλοντα όπου τα κρούσματα επαναλαμβάνονται ή η εκρίζωση δεν επιτυγχάνεται άμεσα. Το κόστος δεν περιορίζεται στην άμεση αποζημίωση, αλλά επεκτείνεται σε πολλαπλά επίπεδα της παραγωγικής αλυσίδας.
Κάθε εφαρμογή μαζικής θανάτωσης συνεπάγεται:
καταβολή αποζημιώσεων, οι οποίες δεν αντανακλούν την πλήρη παραγωγική και γενετική αξία των ζώων
αυξημένο κόστος υγειονομικής διαχείρισης και ελέγχων
πλήρη διακοπή της παραγωγής σε επίπεδο εκμετάλλευσης για παρατεταμένο χρονικό διάστημα (συχνά 12–24 μήνες)
απώλεια πολύτιμου γενετικού υλικού, ιδίως σε μικρά ή τοπικά κοπάδια
και αυξημένο κίνδυνο οριστικής εξόδου μικρών κτηνοτροφικών μονάδων από την παραγωγή
Ο εμβολιασμός, αντίθετα, χαρακτηρίζεται από χαμηλό κόστος ανά ζώο και στοχεύει στη διατήρηση του ζωικού κεφαλαίου σε παραγωγική κατάσταση. Αν και δεν εξαλείφει πάντοτε πλήρως την κυκλοφορία του ιού, μειώνει σημαντικά τη βαρύτητα της νόσου και τη θνησιμότητα, επιτρέποντας τη συνέχιση της παραγωγής, έστω και σε μειωμένο επίπεδο.
Σε βάθος χρόνου, και ιδίως σε περιοχές όπου ο κίνδυνος επανεμφάνισης είναι υπαρκτός, ο συστηματικός εμβολιασμός σε συνδυασμό με επιτήρηση και στοχευμένους ελέγχους μπορεί να αποδειχθεί οικονομικά βιώσιμη, και σε ορισμένα σενάρια οικονομικά ευνοϊκότερη, στρατηγική σε σχέση με την επαναλαμβανόμενη εφαρμογή μαζικών θανατώσεων.
Η βασική διαφορά μεταξύ των δύο προσεγγίσεων: ο εμβολιασμός προϋποθέτει σχεδιασμό, επένδυση και μακροπρόθεσμη διαχείριση, ενώ η θανάτωση μεταθέτει το κόστος στο μέλλον, στους παραγωγούς και στο ίδιο το ζωικό κεφάλαιο.
Un-ΠΟΠ-iular Opinion
Η επιλογή της θανάτωσης δικαιολογείται συχνά με την επίκληση του «ελεύθερου καθεστώτος» και της προστασίας των εξαγωγών, ακόμη και της φέτας ως προϊόντος ΠΟΠ(!). Ο εμβολιασμός δεν απειλεί διαρθρωτικά ή μόνιμα τις εξαγωγές φέτας, μπορεί να επιφέρει μόνο προσωρινούς και διαχειρίσιμους περιορισμούς.
Το καθεστώς ΠΟΠ δεν εξαρτάται από το αν τα ζώα έχουν εμβολιαστεί, αλλά από τη γεωγραφική προέλευση και τις προδιαγραφές παραγωγής, ενώ οι εξαγωγές φέτας πλήττονται πρωτίστως όταν δεν υπάρχει επαρκές γάλα για να παραχθεί. Έτσι, μια πολιτική που θυσιάζει μαζικά κοπάδια στο όνομα της «καθαρότητας» υπονομεύει στην πράξη το ίδιο το προϊόν που υποτίθεται ότι προστατεύει.
Στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται μια ιδεολογική επιλογή: τα ζώα αντιμετωπίζονται ως παραγωγικές μονάδες και όχι ως ζωντανά όντα. Όταν η “μονάδα” μολυνθεί, αντικαθίσταται. Η ζωή δεν έχει εγγενή αξία, έχει λογιστική αξία. Αυτή η λογική συνδέεται άμεσα με τις συνθήκες εκτροφής: μεγάλες πυκνότητες, ζώα στοιβαγμένα, συστήματα που μεγιστοποιούν την παραγωγή και ταυτόχρονα μεγιστοποιούν τον επιδημιολογικό κίνδυνο. Αντί να αλλάξει το μοντέλο, αλλάζει το κοπάδι με σφαγή.
Η θανάτωση πλήττει δυσανάλογα τους μικρούς και μεσαίους κτηνοτρόφους. Αυτούς που έχουν σχέση με το κοπάδι τους, που δεν μπορούν να “απορροφήσουν” μια διετή απώλεια εισοδήματος, που δεν έχουν πρόσβαση σε κεφάλαιο για επανεκκίνηση. Οι μεγάλοι επιβιώνουν. Οι μικροί εξαφανίζονται. Η πολιτική της μηδενικής ανοχής λειτουργεί και ως εργαλείο συγκέντρωσης της παραγωγής.
ΟΠΕΚΕΠΕ και τα αδήλωτα δεδομένα
Τέλος, παραμένει ανοιχτό ένα κρίσιμο ζήτημα αξιοπιστίας των δεδομένων για το ζωικό κεφάλαιο, μετά το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Τα προηγούμενα χρόνια έχει τεκμηριωθεί ότι δηλώθηκαν ζώα που δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα, γεγονός που υπονομεύει την εμπιστοσύνη στα επίσημα στοιχεία. Παρότι έχουν ανακοινωθεί έλεγχοι, δεν υπάρχουν μέχρι σήμερα πλήρως δημοσιοποιημένα και διασταυρωμένα δεδομένα που να αποτυπώνουν με σαφήνεια τον πραγματικό αριθμό αιγοπροβάτων ανά έτος.
Χωρίς αξιόπιστη εικόνα του ζωικού πληθυσμού, καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη κάθε σοβαρή επιστημονική και οικονομική αποτίμηση εναλλακτικών πολιτικών, συμπεριλαμβανομένου του εμβολιασμού. Υπό αυτό το πρίσμα, τίθεται εύλογα το ερώτημα αν η συζήτηση για τον εμβολιασμό αποφεύγεται όχι μόνο λόγω του ευρωπαϊκού πλαισίου, αλλά και επειδή θα προϋπέθετε πλήρη διαφάνεια και ακριβή καταγραφή του πραγματικού αριθμού ζώων.
Επίλογος
Η ευλογιά δεν είναι το πραγματικό πρόβλημα. Είναι ο καθρέφτης. Αντικατοπτρίζει ένα σύστημα που προτιμά να σκοτώνει αντί να σκέφτεται, να αποζημιώνει αντί να επενδύει, να κρύβεται πίσω από κανονισμούς αντί να αναλαμβάνει ευθύνη.
Η επιλογή ανάμεσα στη θανάτωση και τον εμβολιασμό δεν είναι τεχνική. Είναι βαθιά πολιτική και ιδεολογική. Και όσο αυτή η συζήτηση αποφεύγεται, το κόστος οικονομικό, κοινωνικό και ηθικό, θα συνεχίσει να πληρώνεται από τα ζώα και τους μικρούς κτηνοτρόφους.