Macro

Γιατί ο Καπιταλισμός δημιουργεί άσκοπες δουλειές

Το 1930, ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς, προέβλεψε ότι η τεχνολογία θα είχε προχωρήσει τόσο πολύ ως το τέλος του αιώνα, ώστε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία ή οι ΗΠΑ, θα κατόρθωναν να καθιερώσουν την 15ωρη εβδομάδα εργασίας. Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι είχε δίκιο.
Με τεχνολογικούς όρους, πραγματικά θα μπορούσαμε να πετύχουμε κάτι τέτοιο. Όμως αυτό δεν συνέβη. Αντ’ αυτού, η τεχνολογία έχει γιγαντωθεί, αν μη τι άλλο, για να σκαρφίζεται τρόπους για να μας κάνει όλους να δουλεύουμε περισσότερο. Προκειμένου να το πετύχει αυτό, θα έπρεπε να δημιουργηθούν δουλειές, που στην ουσία είναι άσκοπες. Πολλές χιλιάδες άνθρωποι, πρωτίστως στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική, αναλώνουν το σύνολο του εργασιακού τους βίου, εκτελώντας καθήκοντα που ενδόμυχα πιστεύουν ότι δεν χρειάζεται πραγματικά να υπάρχουν. Η ηθική και πνευματική ζημιά από αυτές τις καταστάσεις, είναι βαθειά. Είναι μία πληγή στην συλλογκή μας ψυχή. Ωστόσο, επί της ουσίας, κανείς δεν μιλά γι’ αυτό.
Γιατί η υποσχεμένη από τον Κέυνς ουτοπία, που ακόμη την περίμεναν με ανυπομονησία στη δεκαετία του ’60, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ; Η συνήθης απάντηση σήμερα είναι ότι δεν είχε φανταστεί ο Κέυνς, την τεράστια αύξηση του καταναλωτισμού. Ανάμεσα στις επιλογές για λιγότερες ώρες δουλειάς, ή περισσότερα παιχνίδια και απολαύσεις, συλλογικά έχουμε διαλέξει το δεύτερο. Αυτή η θεωρία είναι μία καλή ηθικοπλαστική θεωρία, αλλά ακόμη κι ενός λεπτού σκέψη, δείχνει ότι δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Ναι, έχουμε δει τη δημιουργία μιας τεράστιας ποικιλίας νέων θέσεων εργασίας και βιομηχανιών από τη δεκαετία του ΄20, αλλά πολύ λίγες από αυτές έχουν να κάνουν με την παραγωγή και τη διανομή σούσι, iPhones και φανταχερών αθλητκών παπουτσιών.
Οπότε τί ακριβώς είναι αυτές οι νέες δουλειές; Μια πρόσφατη αναφορά που συγκρίνει την εργασία στις ΗΠΑ μεταξύ 1910 και 2000, μας δίνει μια καθαρή εικόνα (και σημειώνω, μια εικόνα που αντανακλάται στη Μ. Βρετανία). Κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, ο αριθμός των εργατών που απασχολούνται σαν οικιακοί βοηθοί, στη βιομηχανία, και στον αγροτικό τομέα, έχει καταρρεύσει δραματικά.
Την ίδια ώρα νέου τύπου “επαγγελματίες”, όπως managers, υπάλληλοι, και πωλητές, έχουν τριπλασιαστεί, αποτελώντας πλέον τα τρία τέταρτα του συνολικού παγκόσμιου αριθμού απασχολούμενων, από ένα τέταρτο που ήταν πρωτύτερα. Με άλλα λόγια, όπως είχε προβλεφθεί, οι παραγωγικές δουλειές έχουν αυτοματοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό, ακόμη και αν συνυπολογιστούν οι βιομηχανικοί εργάτες παγκοσμίως, με τους μεγαλύτερους αριθμούς στην Ινδία και στην Κίνα. Το ποσοστό αυτών των εργατών παγκοσμίως έχει μειωθεί.
Αλλά αντί αυτή η κατάσταση να οδηγήσει σε μία μαζική μείωση των ωρών εργασίας, προκειμένου να απελευθερώσει τον πληθυσμό του πλανήτη, και να του επιτρέψει να επιδιώξει τα σχέδια του ο καθένας, τις επιθυμίες, τα οράματα και τις ιδέες, έχουμε δει την υπερδιόγκωση, ούτε καν τόσο πολύ του τομέα των “υπηρεσιών”, αλλά του διοικητικού τομέα, έως και τη δημιουργία ολόκληρων νέου τύπου “βιομηχανιών”, όπως οικονομικές υπηρεσίες ή telemarketing, ή η άνευ προηγουμένου επέκταση τομέων όπως το εταιρικό δίκαιο, η διοίκηση ακαδημαϊκών οργανισμών και δομών υγείας, ή η υποστήριξη ασφάλειας για τις βιομηχανίες αυτές, ή για του λόγου του αληθές, μια πλειάδα βοηθητικών υπηρεσιών (πλυντήρια σκύλων, ολονύκτιες παραδόσεις πίτσας) που υπάρχουν μόνο και μόνο επειδή όλοι οι υπόλοιποι ξοδεύουν τόσο πολύ χρόνο στη δουλειά τους.
Αυτές είναι που προτείνω να λέγονται “σκατοδουλειές”.
Είναι σαν κάποιος εκεί έξω να επινοεί άσκοπες δουλειές μόνο και μόνο για να μας κρατάει όλους απασχολημένους. Κι εδώ ακριβώς, βρίσκεται το μυστήριο. Στον καπιταλισμό, αυτό ακριβώς είναι που δεν θα έπρεπε να συμβαίνει. Σίγουρα, στις παλιές και ανεπαρκείς σοσιαλιστικές κοινωνίες όπως η Σοβιετική Ένωση, όπου η εργασία θεωρούνταν παράλληλα και δικαίωμα αλλά και ιερό καθήκον, το σύστημα δημιουργούσε όσες δουλειές χρειάζονταν (γι’ αυτό στα Σοβιετικά πολυκαταστήματα, χρειάζονταν τρεις υπάλληλοι για να πουλήσουν ένα κομμάτι κρέας). Όμως, όπως είναι φυσικό, αυτό ακριβώς είναι το είδος του προβλήματος που ο ανταγωνισμός της αγοράς υποτίθεται ότι θα έλυνε.
Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, τουλάχιστον, το τελευταίο πράγμα που θα έκανε μία εταιρεία που αναζητά το κέρδος, θα ήταν να δεσμεύσει χρήματα σε εργαζόμενους που δεν της χρειάζονται. Ωστόσο, με κάποιο τρόπο, αυτό ακριβώς συμβαίνει.
Αν και οι εταιρείες προχωρούν σε αδίστακτες συρρικνώσεις, οι απολύσεις και οι εντατικοποιήσεις ωραρίων, βαρίνουν λιγότερο την τάξη των ανθρώπων που ουσιαστικά φτιάχνουν, διατηρούν κι επιδιορθώνουν τα πράγματα. Μέσω μιας περίεργης αλχημίας, που κανείς δεν μπορεί να ερμηνεύσει, ο αριθμός των μισθωτών γραφειοκρατών, τελικά δείχνει να αυξάνεται και όλο και περισσότεροι υπάλληλοι βρίσκονται να δουλεύουν 40 ή και 50 ώρες την εβδομάδα, αλλά ουσιαστικά δουλεύουν 15 ώρες, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο ΚέΪνς. Ο υπόλοιπος χρόνος τους αναλώνεται στην οργάνωση ή παρακολούθηση σεμιναρίων εμψύχωσης, ενημερώνοντας το προφίλ τους στο facebook ή κατεβάζοντας τηλεοπτικές σειρές. Όχι πολύ διαφορετικά από ότι συνέβαινε στη Σοβιετική Ένωση.
Η απάντηση είναι ξεκάθαρα μη οικονομική, είναι περισσότερο ηθική και πολιτική. Η άρχουσα τάξη έχει καταλάβει ότι ένας ευτυχισμένος και παραγωγικός πολίτης με ελεύθερο χρόνο, είναι ένας θανάσιμος κίνδυνος. Σκεφτείτε τι ξεκίνησε να συμβαίνει, ήδη από την αρχή του φαινομένου, στη δεκαετία του ΄60. Και από την άλλη πλευρά, το αίσθημα ότι η εργασία είναι μία ηθική αξία από μόνη της και ότι όποιος δεν διατίθεται να υποβάλλει τον εαυτό του σε κάποιο είδος εντατικής εργασιακής πειθαρχίας για τις περισσότερες ώρες της ημέρας που είναι ξύπνιος, είναι μία εξαιρετικά βολική ιδέα γι’ αυτούς.
Μια φορά, όταν μελετούσα την φαινομενικά ατελείωτη ανάπτυξη των διοικητκών ευθυνών σε Βρετανικά ακαδημαϊκά τμήματα, βρέθηκα μπροστά σε μία πιθανή εκδοχή της κόλασης. Η κόλαση είναι μία συγκέντρωση ατόμων, που περνούν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους δουλεύοντας για μια δουλειά που δεν τους αρέσει και δεν είναι και ιδιαίτερα καλοί σε αυτήν. Πείτε για παράδειγμα ότι προσλήφθηκαν επειδή ήταν εξαιρετικοί ξυλουργοί και μετά ανακάλυψαν ότι έπρεπε να ξοδεύουν πολύ εργασιακό χρόνο τηγανίζοντας ψάρια.
Κανείς δεν κάνει τη δουλειά που πρέπει να κάνει, αν μη τι άλλο υπάρχει μια πολύ περιορισμένη ανάγκη για τηγανιτά ψάρια. Ωστόσο, με κάποιο τρόπο, παθαίνουν όλοι τέτοια εμμονή με τη μνησικακία στη σκέψη ότι κάποιοι από τους συναδέλφους τους, δεν επιτελούν στο βαθμό που τους αναλογεί τα καθήκοντα τηγανίσματος ψαριών, και μετά από λίγο καιρό υπάρχουν ατελείωτες στίβες από κακοτηγανισμένα άχρηστα ψάρια που όλο και πληθαίνουν και αυτό είναι το μόνο που έχει γίνει.
Πιστεύω ότι αυτή είναι μία αρκετά ακριβής περιγραφή της ηθικής δυναμικής της ίδιας μας της οικονομίας. Τώρα συνειδητοποιώ, ότι οποιοδήποτε τέτοιο επιχείρημα, θα αντιμετωπίσει άμεση αντίδραση του τύπου: “ποιός είσαι εσύ που θα μας πεις ποιές δουλειές είναι πραγματικά απαραίτητες; Τί είναι απαραίτητο, τέλος πάντων; Είσαι ένας καθηγητής ανθρωπολογίας, ποιά η “χρησιμότητα”;” Και για την ακρίβεια, πολλοί αναγώνστες εφημερίδων, θα έπαιρναν την ύπαρξη του επαγγέλματός μου ως τον ορισμό της κατασπατάλησης δημόσιου χρήματος. Και σε ένα επίπεδο αυτό είναι απόλυτα αληθές. Δεν μπορεί να υπάρχει αντικειμενικό μέτρο της κοινωνικής αξίας.
Δεν θα τολμούσα να πω σε κάποιον που είναι πεπεισμένος ότι κάνει μία ουσιώδη εργασία με συμβολή στο κοινωνικό σύνολο, ότι στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι τα πράγματα. Αλλά τί γίνεται με αυτούς που είναι πεπεισμένοι ότι οι δουλειές τους είναι άσκοπες; Πριν από λίγο καιρό, επικοινώνησα με ένα φίλο από το σχολείο που δεν είχα δει από τότε που είμασταν 12 χρονών.
Εντυπωσιάστηκα όταν ανακάλυψα ότι στο μεσοδιάστημα, είχε γίνει πρώτα ποιητής και μετά τραγουδιστής σε μία indie ροκ μπάντα. Είχα ακούσει και μερικά τραγούδια του στο ραδιόφωνο, αλλά δεν είχα ιδέα ότι ο τραγουδιστής ήταν κάποιος που τελικά γνώριζα. Προφανώς ήταν ένα πολύ έξυπνο άτομο, και η δουλειά του αναμφισβήτητα, λάμπρυνε και βελτίωσε τις ζωές πολλών ανθρώπων σε όλον τον πλανήτη. Ωστόσο, μετά από μερικά αποτυχημένα άλμπουμς, έχασε το συμβόλαιό του και βουτηγμένος στα χρέη και με μια νεογέννητη κορούλα, κατέληξε όπως το λέει “να πάρω την πεπατημένη επιλογή, όπως τόσοι πολλοί αποπροσανατολισμένοι τύποι: νομική σχολή”. Τώρα είναι εταιρικός δικηγόρος, που δουλεύει σε διακεκριμένο δικηγορικό γραφείο στη Νέα Υόρκη. Ήταν ο πρώτος που παραδέχτηκε ότι η δουλειά του ήταν εντελώς ανούσια, δεν συνέβαλε τίποτα στον κόσμο και, κατά τη δική του εκτίμηση, δεν θα έπρεπε πραγματικά να υπάρχει.
Υπάρχουν πολλά ερωτηματικά εδώ, ξεκινώντας από το τί σημαίνει για την κοινωνία μας το γεγονός ότι δείχνει ότι παράγει μία εξαιρετικά περιορισμένη ζήτηση για ταλαντούχους νέους ποιητές – μουσικούς, αλλά αντίθετα παράγει μία εμφανώς ατελείωτη ζήτηση για ειδικούς στο εταιρικό δίκαιο; Απάντηση: αν το 1% του πληθυσμού ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου πλούτου, αυτό που αποκαλούμε “η αγορά”, αντανακλά αυτό που εκείνοι πιστεύουν ότι είναι χρήσιμο ή σημαντικό, όχι αυτό που πιστεύουν όλοι οι υπόλοιποι. Αλλά επιπρόσθετα, δείχνει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι σε αυτές τις δουλειές, τελικά το γνωρίζουν αυτό το γεγονός.
Για την ακρίβεια δεν είμαι σίγουρος ότι έχω συναντήσει ποτέ κάποιον εταιρικό δικηγόρο που να μη νομίζει ότι η δουλειά του είναι σκατά. Το ίδιο ισχύει και για σχεδόν όλες τις νέες βιομηχανίες που αναφέραμε παραπάνω. Υπάρχει μία ολόκληρη τάξη έμμισθων επαγγελματιών που, αν τους συναντήσετε σε πάρτυ, θα παραδεχτούν ότι κάνετε κάτι ενδιαφέρον (όπως ανθρωπολόγος, για παράδειγμα) και θα θέλουν να αποφύγουν ακόμη και να ανφερθούν στη δική τους δουλειά. Δώστε τους μερικά ποτά και θα ξεκινήσουν τους εξάψαλμους για το πόσο άχρηστη και βλακώδης είναι στην πραγματικότητα η δουλειά τους.
Εδώ υπάρχει βαθιά ψυχολογική βία. Πώς μπορεί κάποιος ακόμη και να ξεκινήσει να μιλά για αξιοπρέπεια στη δουλειά, όταν ο ίδιος ενδόμυχα πιστεύει ότι η δουλειά του δεν θα έπρεπε να υπάρχει; Πώς μπορεί να μη δημιουργείται μία αίσθηση βαθιάς οργής και δυσαρέσκειας; Ωστόσο είναι η παράξενη ευφυΐα της κοινωνίας μας που οι κυβερνήτες της έχουν βρει ένα τρόπο, όπως στην περίπτωση με τα τηγανιτά ψάρια, να διασφαλίζουν ότι η οργή θα κετυεθύνεται εκριβώς ενάντια σε αυτούς που στην ουσία καταφέρνουν να κάνουν δουλειές με νόημα.
Για παράδειγμα: στην κοινωνία μας, φαίνεται ότι υπάρχει ένα γενικός κανόνας που λέει ότι όσο πιο προφανές είναι ότι η δουλειά κάποιου ανθρώπου οφελεί το κοινωνικό σύνολο, τόσο χειρότερα αμοιβώμενη είναι. Και ξανά, ένα αντικειμενικό μέτρο είναι δύκολο να βρεθεί, αλλά ένας εύκολος τρόπος για να το καταλάβουμε είναι να αναρωτηθούμε: τί θα γινόταν αν ολόκληρη η τάξη αυτών των ανθρώπων εξαφανιζόταν; Πείτε ότι θέλετε για τις νοσοκόμες, του οδοκαθαριστές, ή τους μαστόρους, είναι φανερό ότι αν εξαφανίζονταν τα αποτελέσματα θα ήταν άμεσα και καταστροφικά. Ένας κόσμος χωρίς δασκάλους, οι λιμενεργάτες σύντομα θα είχε προβλήματα, και ακόμη ένας κόσμος χωρίς συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας ή μουσικούς σκα θα ήταν σίγουρα ένα υποδεέστερο μέρος.
Δεν είναι εντελώς σαφές το πόσο θα υπέφερε η ανθρωπότητα αν όλοι οι CEO, λομπίστες, ερευνητές PR, ασφαλιστές, πωλητές telemarketing, δκαστικοί επιμελητές, ή σύμβουλοι επιχειρήσεων, ήταν να χαθούν. (πολλοί υποπτεύονται ότι θα υπάρχει θεαματική βελτίωση). Εκτός από μια χούφτα κραυγαλέες εξαιρέσεις (όπως οι γιατροί), ο κανόνας ισχύει.
Ακόμη πιο διεστραμμένη είναι η αίσθηση που φαίνεται ότι υπάρχει, ότι έτσι θα έπρεπε να είναι τα πράγματα. Αυτή είναι μία από τις μυστικές δυνάμεις του δεξιού λαϊκισμού. Μπορείτε να δείτε ότι όταν οι εφημερίδες διαρυγνύουν τα ιμάτιά τους ενάντια στους εργάτες του μετρό του Λονδίνου, που παρέλυσαν την πόλη για τις συλλογικές τους συμβάσεις, το ίδιο το γεγονός ότι οι εργάτες αυτοί μπορούν να παραλύσουν το Λονδίνο δείχνει ότι η δουλειά τους είναι στην πραγματικότητα απαραίτητη, αλλά το ίδιο γεγονός είναι ακριβώς αυτό που εκνευρίζει τον κόσμο. Στις ΗΠΑ είναι ακόμα σαφέστερο, εκεί που οι Ρεπουμπλικανοί σημείωσαν αξιοσημείωτη επιτυχία, κινητοποιόντας μισαλλοδοξία ενάντια σε δασκάλους, ή εργάτες αυτοκινητοβιομηχανίας (και όχι εναντίον των διοικητών των σχολείων ή των διαχειριστών των αυτοκινητοβιομηχανιών, που στην ουσία προκαλούν τα προβλήματα) για τους υποτιθέμενα φουσκομένους μισθούς και τα προνόμιά τους. Είναι σαν να τους λένε “μα παιδιά διδάσκεις! ή αυτοκίνητα φτιάχνεις! Έχετε αληθινές δουλειές! Και από πάνω έχετε και το θράσος να ζητάτε συντάξεις μεσαίας τάξης και υγειονομική περίθαλψη;”
Αν κάποιος σχεδίαζε ενά πλάνο εργασίας τέλεια προσαρμοσμένο στο να διατηρεί τη δύναμή του οικονομικού κεφαλαίου εσαεί, είναι δύσκολο να βρούμε πώς θα μπορούσαν να είχε γίνει καλύτερη δουλειά. Οι αληθινοί, παραγωγικοί εργάτες στριμώχνονται αδυσώπητα και γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Οι υπόλοιποι είναι χωρισμένοι μεταξύ ενός τρομοκρατημένου στρώματος – παγκοσμίως διασυρμένου – καταδικασμένου στην ανεργία, και ενός μεγαλύτερου στρώματος ανθρώπων που βασικά πληρώνονται για να μην κάνουν τίποτα, σε θέσεις που είναι σχεδιασμένες ώστε να τους κάνουν να ταυτίζονται με τις προοπτικές και τις ευαισθησίες της άρχουσας τάξης (managers, διοικητές κλπ) και κυρίως με τα οικονομικά της avatars. Aλλά την ίδια στιγμή, εκκολάπτουν μία αναβράζουσα δυσαρέσκεια εναντίον οποιουδήποτε έχει μια δουλειά με καθαρή και αναντίρρητη κοινωνική αξία. Είναι σαφές ότι το σύστημα δεν σχεδίασε ποτέ ενσυνείδητα. Όλα αυτά αναδύθηκαν μετά από έναν σχεδόν αιώνα δοκιμής και αποτυχίας. Αλλά είναι η μόνη εξήγηση για το γιατί – παρά τις τεχνολογικές μας ικανότητες, δεν δουλεύουμε όλοι μόνο 3-4 ώρες την ημέρα.
O David Graeber είναι καθηγητής Ανθρωπολογίας στο London Schools of Economics.
Μετάφραση: Μαρία Παναγιωτοπούλου