Όταν οι ΗΠΑ δημοσιεύουν μια νέα Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας, συνήθως πρόκειται για έναν γραφειοκρατικό τόμο που περνά σχετικά απαρατήρητος πέρα από τα στενά επιτελεία. Η φετινή στρατηγική όμως φέρει ένα διαφορετικό βάρος. Όχι επειδή ανατρέπει τα δεδομένα με εκκωφαντικό τρόπο, αλλά επειδή επιβεβαιώνει ότι η μετατόπιση που ξεκίνησε την προηγούμενη δεκαετία έχει πλέον παγιωθεί. Το έγγραφο υπηρετεί ένα πιο συνολικό αφήγημα: αυτό της μετάβασης από τον φιλελεύθερο διεθνισμό σε έναν εθνικό ρεαλισμό που βλέπει τον κόσμο όπως είναι, και όχι όπως θα ήθελαν να είναι οι αρχιτέκτονες της μεταψυχροπολεμικής εποχής.
Η νέα στρατηγική δεν περιορίζεται στο να ορίσει την πορεία των ΗΠΑ για τα επόμενα χρόνια. Εμφανίζεται ως μια συνολική αναθεώρηση: μια κριτική στον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ έβλεπαν τον εαυτό τους από το 1991 έως σήμερα, μια ιστορική διόρθωση, και ταυτόχρονα ένα πολιτικό μανιφέστο για το τι σημαίνει εθνική ισχύς στον 21ο αιώνα.
Το τέλος της παλιάς εποχής
Στο εισαγωγικό της μέρος, η στρατηγική παρουσιάζει μία σχεδόν εξομολογητική διάθεση. Καταδεικνύει ότι μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι αμερικανικές ελίτ υιοθέτησαν μια αφελή ιδέα: ότι η αμερικανική κυριαρχία ήταν δεδομένη, αυτοτροφοδοτούμενη και απεριόριστη. Σε αυτό το πλαίσιο, κάθε παγκόσμια πρόκληση μετατράπηκε σε υποχρέωση δράσης, κάθε κρίση σε πεδίο παρέμβασης, με κάθε γεωπολιτική γωνιά του πλανήτη να δύναται να γεννήσει και μια αποστολή. Η πίστη στη «μόνιμη υπεροχή» της Αμερικής οδήγησε σε έναν συνδυασμό υπερεξάπλωσης στο εξωτερικό και παραμέλησης της εσωτερικής βιομηχανικής και κοινωνικής βάσης.
Το κείμενο περιγράφει αυτή την εποχή ως μια στρατηγική αυταπάτη, όπου οι ΗΠΑ υποδύθηκαν ρόλους που δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν μακροπρόθεσμα. Η φθορά ήταν διπλή: αφενός, η αμερικανική οικονομία υπέστη αποβιομηχάνιση, αφετέρου η κοινωνική συνοχή διαβρώθηκε από τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και των ανθρώπινων και υλικών απωλειών των ατελείωτων πολέμων.
Σε αυτή την κριτική σκιαγραφείται μια σαφής διάγνωση: στο κράτος όπου έχουν χαθεί η αυτοπεποίθηση του λαού, οι οικονομικές βάσεις και ο έλεγχο των συνόρων δεν μπορεί να υφίστανται αξιώσεις παγκόσμιας ηγεσίας.
Η επαναφορά ενός ρεαλιστικού, εθνικού προσανατολισμού
Σε αυτό το κλίμα, η στρατηγική θέτει την πρώτη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ ως μια αναγκαία ανατροπή. Η αφήγηση είναι καθαρή: Ο Τραμπ δεν αμφισβήτησε απλώς το παλιό κατεστημένο, αλλά εισήγαγε έναν νέο τρόπο σκέψης. Η εξωτερική πολιτική, με αυτό το φίλτρο, δεν είναι πια η διαχείριση ενός αυτοκρατορικού φορτίου, αλλά η μεθοδική προάσπιση του εθνικού συμφέροντος.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η στρατηγική δεν παρουσιάζει αυτή την αλλαγή ως ένα στιγμιαίο πολιτικό γεγονός, αλλά ως μια βαθύτερη ιδεολογική μετάβαση. Η σύνδεση της οικονομίας με την ασφάλεια, η απαιτητική στάση απέναντι στους συμμάχους, η επιμονή στο «high threshold for intervention», η ανάδειξη της εθνικής ταυτότητας ως θεμέλιο ισχύος, όλα αυτά τα στοιχεία προτείνουν μια ολοκληρωμένη ελληνιστική –σχεδόν αρχαιορωμαϊκή– θεώρηση της στρατηγικής, όπου η ισχύς, η κοινωνία και ο πολιτισμός συνιστούν ενιαίο σύνολο.
Η μεγάλη γεωπολιτική μετατόπιση
Η νέα στρατηγική καταγράφει επίσης μια βαθιά αλλαγή στις προτεραιότητες. Η Μέση Ανατολή, κάποτε το επίκεντρο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής επί 40 χρόνια, υποχωρεί. Η Ευρώπη, η ιστορική σύμμαχος και εταίρος, αντιμετωπίζεται πλέον με έναν τόνο σχετικής αποστασιοποίησης: ένας χώρος δημογραφικά εύθραυστος, οικονομικά στάσιμος και πολιτισμικά ανασφαλής, που πρέπει να αναλάβει πολύ μεγαλύτερο βάρος από ό,τι το παρελθόν.
Αντίθετα, η Ασία αναδεικνύεται ως το αποφασιστικό θέατρο του 21ου αιώνα. Η αντιπαράθεση με την Κίνα δεν παρουσιάζεται πλέον ως μία από τις πολλές προτεραιότητες, αλλά ως το κεντρικό αξονικό σημείο της παγκόσμιας στρατηγικής. Παράλληλα, το Δυτικό Ημισφαίριο προβάλλει ως έδαφος απόλυτης αμερικανικής προτεραιότητας. Η επαναφορά του Δόγματος Μονρόε, στην εκδοχή «Trump Corollary», αποτελεί πολιτικό γεγονός: οι ΗΠΑ δηλώνουν ανοιχτά ότι θα εμποδίσουν οποιαδήποτε εξωηπειρωτική δύναμη επιχειρήσει να αποκτήσει στρατηγικό βάρος στην αμερικανική ήπειρο, είτε μέσω επενδύσεων, είτε μέσω στρατιωτικής παρουσίας, είτε μέσω της εκμετάλλευσης αστάθειας και μεταναστευτικών ροών.
Η εσωτερική σφαίρα ως θεμέλιο της ισχύος
Σε αντίθεση με τις μεταψυχροπολεμικές στρατηγικές, που συνήθως ξεκινούσαν από τον διεθνή ρόλο των ΗΠΑ και κατέληγαν στο εσωτερικό, το νέο έγγραφο αντιστρέφει την προτεραιότητα. Η βιομηχανική παραγωγή, η ενεργειακή κυριαρχία, η κοινωνική συνοχή, η πολιτισμική αυτοπεποίθηση, ο έλεγχος των συνόρων και η αξιοκρατία στη διοίκηση αναφέρονται ως προϋποθέσεις εθνικής ισχύος.
Αυτή η έμφαση παραπέμπει περισσότερο σε έναν «κλασικό» ρεαλισμό του 19ου αιώνα, όπου το κράτος σχεδιάζει τη στρατηγική του από τις εσωτερικές δομές και όχι από τις φιλοδοξίες του στο εξωτερικό. Το εσωτερικό σύστημα δεν είναι δευτερεύον, αλλά ο πρωταρχικός πυλώνας. Με έναν τρόπο που θυμίζει τον Χάμιλτον και τον Φρίντριχ Λιστ, η στρατηγική προτείνει μια εθνική οικονομική πολιτική που αντιμετωπίζει τη βιομηχανική παραγωγή όχι απλώς ως εργαλείο ανάπτυξης αλλά ως ζήτημα ασφάλειας.
Οι διανοητικές επιρροές του νέου δόγματος
Παρότι το έγγραφο δεν παραθέτει ονομαστικές αναφορές, το ιδεολογικό του αποτύπωμα είναι ευδιάκριτο. Στη γεωπολιτική, αντηχεί ο ήχος της σκέψης του Τζον Μιερσάιμερ: η αναγνώριση της Κίνας ως συστημικού ανταγωνιστή, η έμφαση στη στρατιωτική ισορροπία στον Ινδο-Ειρηνικό και η κριτική στην αμερικανική υπερεξάπλωση παραπέμπουν ευθέως στη σχολή του «επιθετικού ρεαλισμού». Αλλά και οι θεωρίες του Στίβεν Γουολτ και των οπαδών του «offshore balancing» ευθυγραμμίζονται με την προδιάθεση για περιορισμό των παρεμβάσεων και την ανάθεση βαρών στους συμμάχους.
Στον οικονομικό τομέα, η στρατηγική ακουμπά στον Αλεξάντερ Χάμιλτον και στον Φρίντριχ Λιστ, τους δύο θεμελιωτές του οικονομικού εθνικισμού. Η βιομηχανική πολιτική παρουσιάζεται ως μέσο ενίσχυσης της εθνικής ισχύος και όχι ως παρέκκλιση από την «ορθόδοξη» οικονομική θεωρία. Αυτό αποτελεί σαφή απόρριψη της παγκοσμιοποίησης χωρίς όρια, που χαρακτήρισε τις αμερικανικές κυβερνήσεις των δεκαετιών του 1990 και του 2000.
Ο πολιτισμικός προσανατολισμός της στρατηγικής παραπέμπει όμως σε άλλες σφαίρες σκέψης. Ο Σάμιουελ Χάντιγκτον, ιδίως με το έργο του Who Are We?, φαίνεται να έχει αφήσει βαθύ ίχνος: η ιδέα ότι η εθνική ταυτότητα, η κοινωνική συνοχή και η πολιτισμική συνέχεια αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία της εθνικής ισχύος βρίσκεται διάχυτη σε όλο το κείμενο. Η αντιμετώπιση της μετανάστευσης ως ζητήματος ασφάλειας και όχι απλώς δημογραφικής ανάγκης ή οικονομικού εργαλείου συνδέεται άμεσα με αυτή τη σχολή σκέψης.
Τέλος, η δυσπιστία προς τα υπερεθνικά όργανα, η επιμονή στην κυριαρχία ως ανώτερη πολιτική αρχή και η σκεπτικιστική στάση απέναντι σε παγκόσμιες θεσμικές δομές θυμίζουν –έστω και ανεπίσημα– τη γραμμή του Καρλ Σμιτ. Δεν είναι ότι το κείμενο υιοθετεί ρητά τις θέσεις του, αλλά τα νοηματικά του σχήματα μοιάζουν να διαμορφώνουν έναν πολιτικό λόγο όπου το κράτος-έθνος και οι γραμμές του φίλου-εχθρού αποκτούν καθοριστικό ρόλο.
Ένα νέο υβριδικό δόγμα;
Το αποτέλεσμα όλων αυτών δεν είναι απλώς μια νέα στρατηγική, αλλά ένα νέο ιδεολογικό πλαίσιο. Ορισμένοι θα το χαρακτήριζαν «Trumpian National Realism», άλλοι «εθνικοκεντρικό ρεαλισμό», ενώ κάποιοι θα προτιμούσαν τον όρο «offshore balancing με εθνική ταυτότητα». Όπως και να ονομαστεί, το δόγμα αυτό συνδέει τρία στοιχεία: τη διατήρηση της ισχύος μέσω αποτροπής, την ενίσχυση της εσωτερικής βάσης και την επαναφορά του κράτους-έθνους ως κεντρικού παράγοντα στην παγκόσμια πολιτική.
Το μέλλον μιας στρατηγικής που αλλάζει τη Δύση
Οι συνέπειες αυτής της στροφής δεν περιορίζονται στις ΗΠΑ. Αν επιμείνει σε αυτό τον προσανατολισμό, η Ουάσιγκτον θα αναδιαμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο η Δύση συνολικά: την ισορροπία ισχύος, τον ρόλο των συμμαχιών, την αξία της βιομηχανικής κυριαρχίας, την έννοια της εθνικής ταυτότητας. Η στρατηγική αυτή δεν είναι απλώς μια πολιτική επιλογή ενός συγκεκριμένου προέδρου, αλλά συμπύκνωση μιας βαθύτερης τάσης: της επιστροφής του εθνικού συμφέροντος ως κυρίαρχης αρχής μετά από τριάντα χρόνια παγκοσμιοποίησης χωρίς φρένα.
Αν πράγματι αυτό το δόγμα παγιωθεί, τότε η επόμενη εποχή των διεθνών σχέσεων θα έχει ως χαρακτηριστικό της όχι τη διάχυση ισχύος και τη θεσμική ολοκλήρωση, αλλά τη στρατηγική επιλεκτικότητα, τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων και την επιστροφή της γεωπολιτικής στο προσκήνιο. Μια επιστροφή που δεν σημαίνει αναγκαστικά σύγκρουση, αλλά σίγουρα σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπαίνουν σε μια νέα εποχή: πιο συγκρατημένη, πιο προσεκτική, πιο εστιασμένη στα δικά τους θεμέλια, και ίσως πιο ρεαλιστική από ποτέ.
Κώστας Ψιούρης